ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΕ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ (2017)
(DADDY'S HOME 2)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σον Άντερς
- ΚΑΣΤ: Γουίλ Φέρελ, Μαρκ Γουόλμπεργκ, Μελ Γκίμπσον, Τζον Λίθγκοου
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP
Ο βιολογικός Ντάστι κι ο θετός Μπραντ μοιάζει να τα έχουν βρει για το καλό των τέκνων και διακοπές για όοοολους τους σε σαλέ υπόσχονται Άγια Νύχτα, ώσπου οι δικοί τους πατεράδες (σαρκαστικά σωβινιστής γυναικάς και ψυχούλα αλλά φλύαρος αγκαλίτσας, αντίστοιχα) κολλάνε στην ομήγυρη. (Καλήν εσπέραν) άρχοντες;
Κατεξοχήν παρκάκι των (αμερικανικών) ηθών οι (αμερικανικές) κωμωδίες. Τι έχει να μας ταΐσει με το μπιμπερό, λοιπόν, εκτός από τη διαρκούσα δύο χρόνια μετά το «Γύρισε ο Μπαμπάς» σύγχυση του αρσενικού για τα όρια του modus operandi του ως κουβαλητή και γονεϊκού προτύπου; Τη σοβούσα διαίρεση στις νοοτροπίες και τις πεποιθήσεις, το bras de fer μεταξύ κορεκτίλας και βαρβατίλας στα χρόνια του Τραμπ έστω συμπαραδηλωτικά; Θαρρώ ακροθιγώς. Ούτε Μαρία Μοντεσόρι, ούτε Time, ο δημιουργός του «Αφεντικά για Σκότωμα 2» είναι ξανά, που είχε πλέον να παραδώσει ένα «Μια Υπέροχη Ζωή» για το κοινό του funnyordie. Τα κατάφερε; Κι αν ναι (όχι, εννοείται…), ποια στραβά γύρω του πήρε επαινετέα παραμάζωμα αυτή τη φορά, τουλάχιστον;
Η ίντριγκα φιλοξενίας ένθεν κακείθεν «γέρων» του «Πεθερικά της Συμφοράς». Η couleur locale κι εκτάκτως συμβιωτική extravaganza δύο δομικά μειονοτικών οικογενειών του «Μαζί… με το Ζόρι». Τα γιορτινά απρογραμμάτιστα κι ανεπιθύμητα κατεδαφιστικά ευτράπελα της εϊτίλας «Τα Χριστούγεννα του Τρελού Θηριοτροφείου». Εμφορούμενο και από το πνεύμα τού «Οι Μεγάλοι 2» (αν λάβω υπόψη τον ρόλο που παίζει μια φλασιά teenage ματαίωσης και τραύματος, προσδεδεμένη στιλ… Band Aid), το δευτερότοκο του franchise της Paramount συνεχίζει την εν γένει studio παράδοση τα-κάνω-όλα-και-συμφέρω, που παρά το προς παρασκευή eggnog ανακάτεμα υλικών αδυνατεί να φέρει κοντά διασκεδαστικά επί μιάμιση ώρα καφρίλα και γούτσου γούτσου, θέαμα και σχόλιο, εκκεντρικότητα και sitcom.
Το πιο λαμπρό αστέρι αποδεικνύεται μάλλον ο Χούλιο Μακάτ (καθόλου τυχαία, ο dp και του «Μόνος στο Σπίτι») που εξασφαλίζει ότι οι φακοί του πιάνουν πονηρούτσικα δραστήρια τον πόλεμο των κόμπλεξ και τη χιονοστιβάδα των αναποδιών, οι οποίες σωματικά τη φυλάνε κλασικά στον φλώρο Μπραντ και ψυχολογικά ακόμη περισσότερο στον νταβραντισμένο Ντάστι, καθώς (θέλοντας και μη) όντας their fathers’ sons βιώνουν τραγελαφικά το ότι παρόντες στα festivities οι γεννήτορές τους βάζουν συνεχώς λόγια (για το παρελθόν των βλασταριών τους και για την ανατροφή των εγγονιών) και το χεράκι τους στα απρόοπτα που περιμένουν άπαντες, και τον θεατή, στη γωνία. Η γέμιση τούτης της γαλοπούλας περιλαμβάνει: γαλοπούλες καλή ώρα και λύκους (σωστό το CGI, αλλά η υποπλοκή – αφορμή για να δούμε τους δεύτερους χάσκει), bowling («Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι» πρέπει να αρέσει τρελά στους βασικούς συντελεστές), «σκηνή» στη σκηνή ενός bar διαδραστικής κωμωδίας (για double feature με τη stand-up εξομολόγηση – κατάρρευση στο «Έρωτας Μετ’ Εμποδίων» αλλά εδώ δεν κολλάει), κάτι σαν νεκρωτική ποδάγρα (η προσθετική συναντά τους αφούς Φαρέλι άνευ λόγου), το μεθύσι δύο κορασίδων (μόνο η Μάιλι Σάιρους μπορεί να σκάσει δοντάκι), ένα ντους με ενεργοποίηση φωνής (κυριολεκτικά μεγάλη κρυάδα) και τον Τζον Σίνα δραματουργικά κι ερμηνευτικά γονατισμένο μολονότι αντίπαλο δέος και των δύο παλικαριών μας (ό,τι και να κάνει, παλαιστής θα μείνει ο άνθρωπος).
Λίγο-πολύ turkeys, όλα, δυστυχώς, ωχριούν μπρος στην ατραξιόν καταστροφής που βάζει μπροστά ένα εκχιονιστικό σε στιλ «Χριστούγεννα στην Πρίζα», τη σιμπεμόλ νότα που ακούγεται τσίου από Chicago μεριά, ένα ανεξέλεγκτο πριόνι στο πιο σασπενσιάρικα fun… δευτερόλεπτο για τους σπλατεράδες κι ένα action είδωλο εξ Ιρλανδίας ακουστικά παρόν κι απολαυστικά ρεντίκολο, στο πλαίσιο μιας σεκάνς – ύμνου στην κινηματογραφική αίθουσα ως ναό συνάθροισης, εμψύχωσης και δεσίματος των Γιάνκηδων! Ναι, το δισυπόστατο, όπως κι οι φύσεις κι η παιδαγωγική των 2 (+2) ηρώων του, αυτού του αντιδραστικού (προσέξτε τι καζούρα υφέρπει στις έρμες τις στιγμές του male bonding) popcorn PG-13 αντρίλας σού ανοίγει και κάπως αλλιώς την αγκαλιά του. Με σχεδόν καθολική αμνησία ή αδιαφορία να ξετυλίξει το κουβάρι που είναι η μοντέρνα αντιπυρηνική οικογένεια, παρότι τρέχει πίσω απ’ το τι σημαίνει αυτό για τον και καλά στυλοβάτη της· σκάζοντάς σου μια «γυριστή» απόκρυψης εξ οικείων πληγής, μη πειστικά ανεπίγνωστη απ’ τον τρίτο αμεσότερα ενδιαφερόμενο· μοστράροντας περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει τα παπάρια του και ξεφεύγοντας σε παπαριές· ξεπροβοδίζοντάς σε με το μελομακάρονο ενός όλοι-λένε-σ’ αγαπώ επιστεγάσματος… Και, παρ’ όλ’ αυτά, σε τρεις περιπτώσεις, χώνοντάς τα στη συνταγματικά κατοχυρωμένη οπλοκατοχή, τη χριστιανική εικονολατρία και την ενδογαμία (στις δύο τελευταίες εντελώς απρόβλεπτα, in your face) τολμηρά. Δε βγαίνει η πλάκα, αλλά εν τοιαύτη περιπτώσει είναι δευτερεύον.
Τούτων λεχθέντων, θεωρώ τον Γουόλμπεργκ, που δε νομίζω ότι θα με αγγίξει ποτέ αυθύπαρκτα ως φορέας χιούμορ, ξανά υπολειπόμενο στη χημική αντίδραση που παράγεται, φυσικώ (ελέω της τεστοστερονούχας αύρας του) και τεχνητώ (η τάλε κουάλε περσόνα του) τω τρόπω, κάτι σαν τον Ντιν Μάρτιν του ζεύγους, αν υποθέσουμε ότι ο Φέρελ είναι ο Τζέρι Λούις του: δεν εισφέρει διακριτά στην ιλαρότητα, βρίσκεται εκεί ως πόλος ανατροφοδότησης του (μόνου) αστείου εκ των δύο. Δυστυχώς, και ο funny man της προτίμησής μας εδώ είναι ριγμένος: είναι χαρακτηριστικό ότι το πιο ξεκαρδιστικό πλάνο τον απομονώνει σε medium, στο εσωτερικό του τσαρδιού, ενώ γελοιοποιείται απλώς μοστράροντας τη γελοία κοψιά του (ψηλέας, κατσαρό κόκκινο μαλλί, εύπλαστες ανάγλυφες εκφράσεις) και κυριλέ look (παντελονιά, πουκαμισιά, πουλόβερ), κρύβοντας μια υποψία γκριμάτσας καθώς μασάει περίτεχνα δύο μόνο φράσεις για ισάριθμα δευτερόλεπτα. Συμβαίνει γιατί, εκτός του ότι είναι αυτός που ξανά αγκαρεύεται σε slapstick «σκηνικά» πόνου που τον υποβιβάζουν σε cascadeur, η δράση πρέπει αυτή τη φορά να μοιραστεί ανάμεσα σε τόσα πρόσωπα ώστε του στερεί τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως server της ευθυμίας.
Εξόν genre εξαιρέσεων και του «Ο Άλλος μου Εαυτός» της φίλης του Τζόντι Φόστερ εξοστρακισμένος… υποκριτικά επί χρόνια απ’ το Χόλιγουντ για ρατσιστική και σεξιστική ρητορική (σε μια υπόθεση που στην Ελλάδα πέρασε στο ντούκου, αλλά στο Αμέρικα αποτέλεσε το σκάνδαλο Γουάινστιν των 2000’s στο πιο light), ο Γκίμπσον επιστρέφει, σχεδόν αυτομαστιγωνόμενος παρωδικά και στην κατεργάρικη μόντα τού «Αυτό που Θέλουν οι Γυναίκες», αλλά συχνά μοιάζει the butt of the joke ως η ουρά sketch που τον χρησιμοποιούν σαν σφήνα στη θα ‘θελαν σαρδόνια απόληξή τους – που, επιπλέον, ενίοτε μοιάζει να ‘χει αποφασιστεί όχι απ’ το σενάριο αλλά στο post production. Ο παλαίμαχος καρατερίστας Λίθγκοου υπηρετεί ιδανικά το υλικό, αλλά τον έβρισκα πάντα non-comedy material, φλούφλη σχεδόν σε απωθητικό βαθμό στο συγκεκριμένο είδος. Η Καρντελίνι, αν και όχι τόσο διακοσμητική όσο η σουπερμοντέλα Αμπρόζιο (ό,τι καλύτερο την αφορά, μια κλοπή σε κατάστημα, ξεπέφτει ανεγκέφαλα όταν στη φάση μπαίνει τάχαμου ένας σεκιουριτάς), εξακολουθεί να είναι θύμα του καθισμένου στον σβέρκο τού στόρι φαλλοκρατικού billing, που τη θυμάται κυρίως για κάνα intro σούξου μούξου με αφορμή χαριτωμενιές του μωρού τής ταινίας και άπαξ ως συνήγορο της κορούλας της (η Σκάρλετ Εστέβεζ, η πιο sui generis εκ των ανηλίκων) και της λεκτικά απειλούμενης γυναικείας χειραφέτησης – εν έτει 2017, έτσι; Το ουρανοκατέβατο ύστερο cameo ενός πολυσυζητημένου ιπτάμενου της χώρας, που ο φακός έχει πρόσφατα απαθανατίσει μυθοπλαστικά, προκαλεί απορίες για το ορθό της κρίσης τού φιλοξενούμενου αλλά όχι και για την «όλα μέσα» λογική ακόμα ενός crowd-pleaser που επιχείρησε και απέτυχε, καίτοι όχι… καταγέλαστα, να γαργαλήσει εύφορα τα κοινά του. Με τον κηδεμόνα σου (πιο προοδευτικό) την επόμενη φορά). Και να ξέρεις ποιον απ’ τους δύο, έτσι;