ΔΙΑΦΥΓΗ (2019)
(CRAWL)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ Αγωνίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλεξάντρ Αζά
- ΚΑΣΤ: Κάγια Σκοντελάριο, Μπάρι Πέπερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 87'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Τυφώνας που πλήττει τη Φλόριδα έχει ως αποτέλεσμα να γεμίσει με αλιγάτορες κατοικημένη περιοχή, σε σπίτι της οποίας η Χέιλι αναζητά τον παγιδευμένο της πατέρα. Ποιοι θα «φάνε» ποιους;
Ανάμεσα στους high profile τίτλους («Η Καρδερίνα» και «Ad Astra») που διανέμονται στους ελληνικούς κινηματογράφους σήμερα, προτίμησα να χαρακτηρίσω «ταινία της εβδομάδας» το… ταπεινό θρίλερ αγωνίας «Διαφυγή», απλά και μόνο διότι είναι… τίμιο! Δεν σε κλέβει, ρε παιδί μου! Σου προσφέρει ακριβώς αυτό που σου πουλάει: «ένοχη» απόλαυση στο σκοτάδι της αίθουσας.
Το concept είναι προφανές και, ειλικρινά, απέχει από «κανιβαλισμούς» τύπου «Sharknado» (2013), γιατί εδώ υπάρχει σκηνοθέτης που αγαπάει το είδος που υπηρετεί. Κι εμείς τον έχουμε αγαπήσει τον Γάλλο Αλεξάντρ Αζά, για το «Haute Tension» (2003) ή το σχεδόν επικό «Piranha 3D» (2010). Η Αμερική δεν του φέρθηκε πάντοτε τόσο καλά, βέβαια. Έχει υπογράψει και τραγικές μετριότητες τα τελευταία χρόνια, όμως όταν το έργο απαιτεί σασπένς και τρόμο, ο Αζά βρίσκεται στο στοιχείο του και δίνει κάτι (τουλάχιστον) ευπρόσωπο. Λοιπόν, εδώ έχουμε τυφώνα στη Φλόριδα, η Χέιλι αναζητά τα ίχνη του πατέρα της για να σιγουρευτεί ότι είναι ασφαλής, θα ριψοκινδυνεύσει για να φτάσει μέχρι το παλιό πατρικό της, θα βρει το αμάξι του παρκαρισμένο απέξω, αλλά δεν θα τον εντοπίσει με αυκολία, διότι εκείνος βρίσκεται παγιδευμένος και τραυματισμένος από επίθεση διόλου φιλικού και μικρού σε μέγεθος αλιγάτορα, στα «έγκατα» του σπιτιού! Όταν η Χέιλι συνειδητοποιήσει πως έκανε λάθος που κατέβηκε, ένας δεύτερος αλιγάτορας θα προστεθεί στο «παρεάκι». Και η στάθμη του νερού ανεβαίνει, κάνοντας τις εμφανίσεις των μεγάλων ερπετών ακόμη πιο ύπουλες κι έξαφνες…
Για τη μικρή της διάρκεια, η «Διαφυγή» δεν εκμεταλλεύεται στο έπακρο τα «τρικ» αγωνίας που θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο θρίλερ τρόμου και επιβίωσης (σε παραγωγή του Σαμ Ρέιμι, παρακαλώ), ειδικά από τη στιγμή που το μεγαλύτερο μέρος της δράσης εξελίσσεται σ’ αυτό το σχετικά κλειστοφοβικό χάλι κελαριού. Ο Αζά δείχνει κάπως «μπλοκαρισμένος» από το production design και οι προσδοκίες τού θεατή παθαίνουν μερικώς το ίδιο, αν και το τρίτο μέρος του φιλμ επιφυλάσσει εκπλήξεις και νεύρα τσιτωμένα στην άκρη του καθίσματος. Έξυπνα το έργο περιορίζεται στους δύο χαρακτήρες (κι ένα σκυλάκι), με όλο το υπόλοιπο ανθρώπινο δυναμικό που εμφανίζεται (και θα μπορούσε να βοηθήσει πατέρα και κόρη) να γίνεται κομμάτια από τα δόντια των ερπετών (yes, please!). Τώρα, το θέμα με την αντοχή των καταδαγκωμένων και αιμόφυρτων δύο ηρώων που την παλεύουν με επιτυχία σε κάθε κακοτοπιά είναι ένα «αναγκαίο κακό» του genre που πρέπει να ανεχτεί κανείς.
Ενίοτε ο Αζά επιχειρεί να στήσει σεκάνς – homage στα «Σαγόνια του Καρχαρία» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, αλλά το υποκειμενικό δεν του βγαίνει τόσο λειτουργικά και το όλον παραείναι φτηνό (13.500.000 κόστισε όλα κι όλα η παραγωγή) για να έχουμε τόσο υψηλές προσδοκίες. Αλλά η «Διαφυγή» δεν παύει να έχει τις στιγμές της (χάρμα το ξεπάστρεμα των ληστών του απέναντι πρατηρίου βενζίνης) και να σου προσφέρει ένα αβίαστο μιαμισάωρο χαράς (για εκείνους που καταλαβαίνουν από horror μιλάω…) και κεφιού στο σινεμά. Τώρα, αν ως κριτικός κινηματογράφου έπρεπε να «ψαχουλέψω» λίγο παραπάνω τη σεναριακή μεταφορά γύρω από το «διαλυμένο» σπίτι και τη σχέση πατέρα και κόρης, sorry, αλλά εδώ… απλά γουστάρουμε (και μετράμε πτώματα)!