ΑΓΕΛΑΔΑ (2022)
(COW)
- ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άντρεα Άρνολντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 94'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Η ζωή μιας αγελάδας, της Λούμα, στη φάρμα όπου ζει, γεννάει, εργάζεται και πεθαίνει. Ο κύκλος ζωής ενός θηλαστικού που θεωρούμε δεδομένο, ανόητο και εύκολα αναλώσιμο. Ας την κοιτάξουμε καλύτερα, όμως.
Με μία από τις πιο δυνατές και ασυμβίβαστα ιδιοσυγκρασιακές δημιουργούς του βρετανικού (αλλά και του παγκόσμιου) σινεμά, η Άντρεα Άρνολντ μας εξέπληξε παραπάνω από ευχάριστα όταν πραγματοποιήθηκε η πρεμιέρα αυτού του φαινομενικά απλοϊκού και – για πολλούς – θεματικά αστείου ντοκιμαντέρ στο περσινό κινηματογραφικό Φεστιβάλ Λονδίνου. Όπως, όμως, θα περιμέναμε από την Άρνολντ, δεν υπάρχει τίποτα το αστείο στην επιλογή, τη δημιουργία, την εκτέλεση και την αφοσίωσή της σε τούτο το φιλμ, ίσως το πιο αναπάντεχα προσωπικό της έργο μέχρι σήμερα, μαζί και το πρώτο της ντοκιμαντέρ. Η Άρνολντ πέρασε τέσσερα χρόνια επιστρέφοντας ξανά και ξανά σε μία γαλακτοκομική φάρμα στη Νότια Αγγλία, για να καταγράψει στιγμές της ζωής της αγελάδας με το όνομα Λούμα και να χαρτογραφήσει τον μελαγχολικό, μα και σκληρό κύκλο της ζωής της, με τη συγκεκριμένη αγελάδα να εκπροσωπεί όλες τις αμέτρητες, ανώνυμες «Λούμα» ανά τον κόσμο, οι οποίες δεν χρίζονται ως είδος αρκετά ενδιαφέρουσες, χαριτωμένες, έξυπνες, γενναίες ή και «εξωτικές», ώστε να φιγουράρουν σε ντοκιμαντέρ για τη Φύση και την πανίδα αυτού του πλανήτη. Αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που η Άρνολντ αποφάσισε να επιλέξει την Λούμα ως πρωταγωνίστρια της «Αγελάδας», ανάγοντάς την (αφηγηματικά στην πορεία) σε τραγική κινηματογραφική ηρωίδα.
Η χειροκίνητη κάμερα κατεβαίνει στο οπτικό Point Of View της Λούμα και κινηματογραφεί μια εκείνη και μια όσα εκείνη βλέπει, στα χρονικά περιορισμένα και εντελώς πειθαρχημένα χρόνια ζωής της. Με αυτόν τον τρόπο, η ματιά της Λούμα γίνεται η ματιά της Άρνολντ, συνεπώς και του θεατή, ο οποίος εξαρχής εισέρχεται σε μια καθηλωτική εμπειρία χωρίς διάλογο και μουσικά «χαλιά», μόνο με τις σποραδικές μισοακουσμένες συζητήσεις των υπαλλήλων, αποσπάσματα τραγουδιών που παίζουν στο ραδιόφωνο και τους υπόλοιπους φυσικούς ήχους που φτάνουν στ’ αυτιά της Λούμα. Τα μουγκανητά των υπόλοιπων αγελάδων, οι ήχοι των μηχανημάτων που αρμέγουν καθημερινά το γάλα τους, ο ήχος των οπλών τους στο χώμα, τα τρακτέρ, οι μεταλλικοί φράχτες που ανοιγοκλείνουν, οι τρομοκρατημένες «φωνούλες» των μωρών μοσχαριών που απομακρύνονται από τη μητέρα τους, ο αέρας και ενίοτε ο σπάνιος ήχος της σιωπής, στις επίσης σπάνιες περιπτώσεις όπου οι συνήθως στοιβαγμένες αγελάδες πηγαίνουν «εκδρομή» στο ανοιχτό λιβάδι για να βοσκήσουν. Τέτοιον αντίκτυπο έχει η άμεση κινηματογράφηση της Άρνολντ, σε βαθμό ο θεατής να μυρίζει σχεδόν τις έντονες μυρωδιές της φάρμας ή να αισθάνεται τη σκόνη από το χώμα πάνω του.
Η ιστορία της Λούμα είναι βαρετή μα και δραματική, φαινομενικά άνετη, μα αποδεδειγμένα τραγική, μια ζωή πειθαρχημένης ρουτίνας, εργασίας, απώλειας, «αποδεκτής» βίας, πόνου και του αναπόφευκτου, τυπικού, αναξιοπρεπούς θανάτου που το κοινό περιμένει πως θ’ αναγκαστεί να δει στο τέλος (ναι, δεν πρόκειται περί κάποιου τεράστιου spoiler, δεδομένης της ιστορίας). Όταν εκείνος έρχεται, μιάμιση ώρα μετά την τόσο άμεση και προσωπική γνωριμία του θεατή με την κεντρική ηρωίδα, η επίδρασή του βιώνεται σχεδόν οργανικά, σαν φυσικό χαστούκι που προεκτείνεται έξω από τη μεγάλη οθόνη! Η Άρνολντ έχει εκτελέσει την αποστολή της με επιτυχία: έχει προβιβάσει ένα «ταπεινό» είδος θηλαστικού σε τραγική ιστορία μιας μητέρας, μιας εργαζόμενης σκλάβας, ενός καταπιεσμένου και παραμελημένου, σκεπτόμενου ζωντανού όντος, με συναισθήματα και υψηλό ένστικτο, καταγράφοντας τη ζωή και τον θάνατό της με θαρρείς αποστασιοποιημένη διαύγεια και επαγγελματισμό, αλλά ταυτόχρονα με απέραντη συμπάθεια, ακλόνητη ενσυναίσθηση και μια κρυφή υπόσχεση στην ηρωίδα της: να κάνει τον ανθρώπινο κόσμο να την προσέξει έστω και για πρώτη (και πάλι, ίσως τελευταία) φορά, να την εκτιμήσει, να τη σεβαστεί, να την αγαπήσει, να την ευχαριστήσει. Την Λούμα, το σύμβολο για την κάθε «Λούμα» που ζει και πεθαίνει απαρατήρητη, υποτιμημένη, ξεχασμένη από τη στιγμή που γεννήθηκε, μα τόσο χρήσιμη για το (απρόσωπο) ανθρώπινο είδος. Η Άρνολντ έχει δηλώσει πως, κατά τη διάρκεια του μοντάζ, επαναλάμβανε ασυνείδητα αυτές τις μικρές φράσεις: «Σε βλέπω, Λούμα. Μην ανησυχείς, σε βλέπουμε…». Η αποστολή της, λοιπόν, εξετελέσθη. Σε βλέπουμε, Λούμα.