FreeCinema

Follow us

ΧΑΣΑΜΕ ΤΟ ΔΡΟΜΟ… ΣΤΟΠ! (2018)

(CONTROMANO)

  • ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αντόνιο Αλμπανέζε
  • ΚΑΣΤ: Αντόνιο Αλμπανέζε, Οντ Λεγκαστελουά, Αλέξ Φοντζά
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 103'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21 / SEVEN FILMS

Ρουτινιασμένος πενηντάρης, ολίγον ρατσιστάκος, αναλαμβάνει να επιστρέψει με το έτσι θέλω πίσω στην Αφρική έναν από τους δεκάδες παράτυπους μετανάστες που συναντά καθημερινά στον δρόμο του, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο «ξεβρόμισμα» (εεε… με το μπαρδόν, σε ένα καλύτερο μέλλον ήθελα να πω) για τον ίδιο και τους ομοεθνείς του.

Ο Αντόνιο Αλμπανέζε του πρόσφατου και αρκούντως κακού «Δεν θα Συμπεθεριάσουμε Ποτέ!» επιστρέφει εδώ με… τριπλό χτύπημα σε ρόλο πρωταγωνιστή, σεναριογράφου και σκηνοθέτη, σε τούτο το κακέκτυπο ιταλικής κωμωδίας που πνέει τα λοίσθια ως μια από τις τελευταίες (ελπίζουμε) καλοκαιρινές προτάσεις χαλαρής ψυχαγωγίας προορισμένης για τα αθηναϊκά θερινά (λίγο αργά το θυμήθηκαν…). Αχ, πώς λένε στα ιταλικά το «πάρτε πόδι, επιτέλους;».

Ο Μάριο (Αλμπανέζε) είναι ένας μοναχικός πενηντάρης που ζει την καθημερινότητά του μέσα στην απόλυτη ρουτίνα. Κάθε πρωί θα πιει τον καφέ του στην ίδια καφετέρια όπου συχνάζει τα τελευταία τριάντα χρόνια, στη συνέχεια θα πάει στο μαγαζί του, ένα μουντό, απαρχαιωμένο σχεδόν κατάστημα που πουλάει κάλτσες, και το βράδυ θα επιστρέψει στο σπίτι του όπου θα επιδοθεί στην περιποίηση ενός μικρού κήπου με οπωροκηπευτικά που διατηρεί στην ταράτσα του κτηρίου. Ως άνθρωπος της συνήθειας, ο Μάριο απεχθάνεται οποιαδήποτε αλλαγή, πόσω μάλλον αυτές που συντελούνται εδώ και χρόνια σε επίπεδο κοινωνικό λόγω του μεταναστευτικού. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αντιμετωπίσει την παράνομη έλευση μεταναστών από την Αφρική στην Ιταλία, ο Μάριο θα έχει την φαεινή ιδέα να… απαγάγει τoν Όμπα (Φόντζα), έναν πλανόδιο πωλητή καλτσών που του «χαλάει» τη δουλειά, προκειμένου να τον επιστρέψει πακέτο πίσω από εκεί που ήρθε – και πιο συγκεκριμένα στη Σενεγάλη. Ο Μάριο, όμως, υπολογίζει «χωρίς τον ξενοδόχο», αφού η γνωριμία του με την όμορφη αδελφή τού Όμπα, Ντάλιντα (Λεγκαστελουά), φαίνεται πως θα αλλάξει την αντίληψή του για τα πράγματα.

Αντιλαμβάνομαι πως προκειμένου να δουλέψει κάπως τούτο το σενάριο, το οποίο αποσκοπεί στην ύστατη ηθική μεταστροφή του πρωταγωνιστή του, η ταινία οφείλει να ξεκινήσει παρουσιάζοντας έναν ήρωα τραγικά αντιπαθή και μεμψίμοιρο. Αδυνατώ, εντούτοις, να καταλάβω για ποιον λόγο ο τάχα κεκαλυμμένος ρατσισμός του εν λόγω ήρωα αποτελεί και τον βασικό κινητήριο μοχλό για το ξεδίπλωμα της πλοκής. Η στερεοτυπικά επιφανειακή απόπειρα για την όποια διακωμώδηση ενός ζητήματος τόσο πολύπλοκου όπως το μεταναστευτικό θα είχε ενδεχομένως λόγο ύπαρξης είτε σε μια κατάμαυρη κωμωδία, είτε σε ένα φιλμ που θα επιχειρούσε να καυτηριάσει τα κακώς (ευρωπαϊκά εν προκειμένω) κείμενα με τρόπο καθ’ όλα κριτικό, εν αντιθέσει προς την άτσαλη εδώ απόπειρα του Αλμπανέζε να προκαλέσει γέλιο μέσα από καταστάσεις που θα έκαναν οποιονδήποτε θεατή να αισθανθεί (το λιγότερο) αμήχανα. Ακόμα, δηλαδή, κι αν δεχόμασταν ως δεδομένο τούτο το σενάριο, το οποίο ουσιαστικά δεν βγάζει απολύτως κανένα νόημα, θα ερχόταν η στιγμή που η βεβιασμένη διακωμώδηση ενός τόσο ευαίσθητου κοινωνικοπολιτικού ζητήματος θα μετέτρεπε την παρακολούθηση αυτού του φιλμ σε μια πικρή εμπειρία, όχι τόσο ως προς την αφηγηματικά παραδοσιακή εκτέλεσή του, όσο ως προς την επιλογή της γενικότερης αισθητικής του.

Δεν υπάρχει τίποτα το αστείο, τίποτα το χιουμοριστικό σε αυτό το συνονθύλευμα δράσης και κακής έμπνευσης, με τον Αλμπανέζε μπροστάρη μιας τριάδας αδιάφορων χαρακτήρων με ασαφή κίνητρα και ακόμη πιο ασαφή προσανατολισμό. Το δε σενάριο παραπέμπει περισσότερο σε εκείνες τις σχηματικές ιστορίες των χοντροκομμένων ανεκδότων για «μαύρους», με την πολιτική ορθότητα να πηγαίνει περίπατο και την υποβόσκουσα ξενοφοβία να γίνεται αφορμή για μια υπερβολικά καθυστερημένη μεταστροφή χαρακτήρα η οποία (δυστυχώς για εμάς) έρχεται αργά και ποτέ δεν δείχνει τόσο ειλικρινής. Σαν να μη φτάνει αυτό, ο ήρωας του Αλμπανέζε διακατέχεται και από μια διόλου διακριτική σεξιστική διάθεση, αφού μπορεί να θέλει να απελάσει στη στιγμή τον θηριώδη Όμπα (στερεότυπο κανείς;), δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τη σαγηνευτική Ντάλιντα, η οποία (όλως τυχαίως) διαθέτει πρόσωπο και αναλογίες μοντέλου της Victoria’s Secret. Υποθέτω πως αν…τα είχε τα κιλάκια της, ο Μάριο δεν θα είχε το παραμικρό πρόβλημα να τη στείλει κι αυτήν με συνοπτικές διαδικασίες πίσω στη χώρα της. Όχι άλλο κάρβουνο… στοπ!

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Η ταινία θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει και στο είδος της… επιστημονικής φαντασίας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά όλα όσα διαδραματίζονται, εξαιτίας του «φανταστικού» (σαρκασμός) τρόπου με τον οποίο εκτυλίσσεται η πλοκή. Οπότε, ναι, αν αρέσκεσαι σε τέτοιου είδους εκπλήξεις, το «Χάσαμε το Δρόμο… Στοπ!» είναι σίγουρα ένα φιλμ που θα σε εκπλήξει με το πόσο μη κωμικό είναι και, ναι, σε περίπτωση που αναρωτιόσουν, προφανώς και κρατήσαμε το «καλό» για το τέλος της θερινής σεζόν. Άντε, και του χρόνου ακόμη χειρότερα!


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.