ΟΛΑ ΘΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ (2024)
(CONG JIN YIHOU)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρέι Γιουνγκ
- ΚΑΣΤ: Πάτρα Άου, Λιν-Λιν Λι, Τάι-Μπο, Τσανγκ-Χανγκ Λιουνγκ, Σίου Γινγκ Χούι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 93'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ONE FROM THE HEART
Ο ξαφνικός θάνατος της συντρόφου της φέρνει την 60χρονη Άντζι αντιμέτωπη με την οικογένεια της εκλιπούσας, για μια σειρά θεμάτων που άπτονται κληρονομικών δικαιωμάτων και ηθικής. Ο Νόμος, εντούτοις, ζητά αποδείξεις και όχι αγάπη.
Η αποδοχή (μερικές φορές) δεν είναι τίποτε άλλο από αναγκαστική ανεκτικότητα. Η οικογένεια ναι μεν έρχεται πάντα πρώτη, όμως, ενίοτε η βαρύτητα τούτης της ρήσης περιορίζεται στο γράμμα του Νόμου και όχι στο πνεύμα του. Η συναισθηματική δίνη στην οποία βυθίζεται η Άντζι άπαξ του θανάτου της πλέον των τριών δεκαετιών συντρόφου της, Πατ, ξετυλίγει μια σειρά από οικογενειακές πολυπλοκότητες που είναι βαθιά ριζωμένες στο κοινωνικοπολιτισμικό τοπίο του Χονγκ Κονγκ (και όχι μόνο).
Η συνειδητοποίηση της Άντζι, πως για την οικογένεια της Πατ είχε αξία μόνο όσο η μακαρίτισσα βρισκόταν στη ζωή, έρχεται κιόλας από την ημέρα της κηδείας της. Η διαφωνία σχετικά με τον τρόπο ταφής δεν είναι παρά η πρώτη από μία επαναλαμβανόμενη σειρά εντάσεων, στο βαθύτερο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται το ζήτημα του σπιτιού του ζεύγους. Το γεγονός πως το διαμέρισμα είχε αγοραστεί από αμφότερες τις συντρόφους ουδεμία σημασία έχει, από τη στιγμή που δεν υπάρχουν χαρτιά και διαθήκες. Η ξεκρέμαστη (πια) Άντζι νιώθει όλο και πιο αποξενωμένη από την άλλοτε εγκάρδια οικογένεια του αδελφού της Πατ, με τις σχέσεις τους να δηλητηριάζονται καθημερινά. Η βοήθεια και η κατανόηση που λαμβάνει από τον μικρό, φιλικό της queer κύκλο ελάχιστα μπορεί να την παρηγορήσει επί της ουσίας, μιας και τα χέρια όλων μοιάζουν να είναι δεμένα.
Δεδομένων των στοιχείων του θανάτου, μίας υπό διάλυση οικογένειας και της λανθάνουσας προδοσίας, το φιλμ θα μπορούσε πολύ εύκολα να καταλήξει σε μελόδραμα τύπου σαπουνόπερας, με κερασάκι στην τούρτα την ευπώλητη «ντουντούκα» περί πατριαρχίας και ομοφυλοφιλικών δικαιωμάτων. Τα θέματα αυτά ναι μεν αναδεικνύονται, πλην όμως αυτό γίνεται μ’ έναν τρόπο που υπερβαίνει τα στενά όρια του Χονγκ Κονγκ και του queer cinema, διερευνώντας τις έννοιες της αγάπης, του πένθους, της απώλειας, των κοινωνικών προσδοκιών και των οικογενειακών σχέσεων υπό ένα ανοιχτόμυαλα παγκόσμιο πρίσμα.
Το σύνολο των ηρώων του φιλμ απέχει από τα στερεότυπα που ο χαρακτήρας τους «προστάζει», φέρνοντάς τους πολύ κοντά σε μια πραγματικότητα που ο καθένας εκ των θεατών θα μπορούσε να έχει αντιμετωπίσει, ανεξαρτήτως σεξουαλικών προτιμήσεων. Το κίνητρο της εύκολης απόκτησης πλούτου, άλλωστε, ουδεμία (αποκλειστική) σχέση έχει με την ομοφυλοφιλία, κάτι που (υποθέτω) θα έχουν διαπιστώσει και ετερόφυλα ανά τον κόσμο ζευγάρια, τα οποία βίωσαν την αναπάντεχη απώλεια του (ανύμφευτου) συντρόφου τους δίχως να έχει υπάρξει πρόβλεψη τακτοποίησης της κοινής τους περιουσίας. Η υλική ανάγκη αποδεικνύεται πολύ συχνά (και σε όλες τις κοινωνίες…) ως ανώτερη της ηθικής υποχρέωσης, με τον προβληματισμό αυτό να στέκει ως ο πλέον βασικός άξονας του φιλμ. Η φθινοπωρινή μελαγχολική ατμόσφαιρα και η απουσία μουσικού score υπογραμμίζουν την αδυναμία της παγιδευμένης Άντζι, καθώς ολοένα και περισσότερο αντιλαμβάνεται πως ο κόσμος γύρω της δεν είναι απαραίτητα κακός, αλλά αφόρητα πραγματιστής. Η ιερή λέξη «οικογένεια» είναι μία ομπρέλα που δεν χωρά απαραιτήτως τους πάντες. Η περιφρόνηση του θανάτου είναι (ίσως) μία λύση, ώστε να ξεπεραστεί αυτό το εμπόδιο.