FreeCinema

Follow us

ΤΙ ΟΜΟΡΦΗ ΜΕΡΑ, ΘΕΕ ΜΟΥ! (2011)

(CHE BELLA GIORNATA)

  • ΕΙΔΟΣ: Ρομαντική Κωμική Σάτιρα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζενάρο Νουντσιάντε
  • ΚΑΣΤ: Κέκο Τζαλόνε, Ναμπιά Ακαρί, Μικέλε Αλαΐκ, Λουίτζι Λουτσάνο
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ

Παρά την τρίτη και φαρμακερή αποτυχία του να μπει στους carabinieri, ο face controller σ’ επαρχιακό club Κέκο Τζαλόνε εξασφαλίζει (με μέσον, εννοείται) πόστο σεκιουριτά στον Καθεδρικό του Μιλάνου. Θα κάνει τέρατα και σημεία. Μόνο μια μουσουλμάνα τρομοκράτισσα μπορεί να τον… ρίξει. Ή μήπως όχι;

Κάθε πέρσι και καλύτερα. Ισχύει, δυστυχώς, για τους θεατές εντούτοις και όχι για τη φιλμογραφία του Κέκο Τζαλόνε, η οποία έφτασε το μέχρι στιγμής καλλιτεχνικό zenith της με το περσινό και συμπαθέστατο «Πού Πάω, Θεέ μου;» και αναδρομικά πλέον συστήνεται πληρέστερα στο ντόπιο κοινό που τον αγκάλιασε. Δικαίως αλλά, κρίνοντας από την προπροηγούμενη, δεύτερη ταινία του από το 2011 με την οποία γίνεται η αρχή, επισφαλώς. Γιατί και η στηλιτευτική στόχευση υπολείπεται ως αφενός επουσιωδέστερης βάσης αφετέρου πιο περιορισμένου φάσματος, και ο κυνικά μιστερμπινικός φορέας της άγεται και φέρεται ως αγκωνάρι του φαρσοκωμειδυλλίου σ’ αυτό το με εκλάμψεις διάνοιας και όχι ψυχαγωγικά στείρο συνονθύλευμα, που ξεκινάει σαν ακραιφνής φόρος τιμής στον «Ροζ Πάνθηρα» (1963) κι υποβιβάζεται βαθμολογικά όπως «Ο Μπάτσος του Mall» (2009) ενώ ψάχνεται τύπου «Ο Δικτάτορας» και μόνο εντός συνόρων, από τη σεπτή gallery του Ντουόμο μέχρι τις ομορφιές του Αλμπερομπέλο, τούτη τη φορά.

Ο Ιβάνο Μαρεσκότι, ο ένας από τους δύο επιθεωρητές της Ε.Ε. του «Μπραζιλέιρο» (2001) του Σωτήρη Γκορίτσα, είναι τώρα ο κακόμοιρος-σαν-τον-Ντρέιφους που προαχθείς στην καρδιά του ιταλικού Βορρά και της μόδας βρίσκει μπροστά του τον απλώς απαράδεκτο υποψήφιο για εκπαίδευση αστυνομικού (και για τα δημοσιοϋπαλληλικά προνόμια της θέσης) που είχε κόψει για τρίτη φορά, τοποθετημένο μέσω εκκλησιαστικού ρουσφετιού και με σύμβαση χρόνου στη φρουρά τού κτηριακού κοσμήματος της μεγαλούπολης. Το… αξίωμα της αμάθειας, που οδηγεί το βύσμα από την Απουλία στην παρθενική πρωτοσέλιδη γκάφα του, την μετά της προσβολής θρησκευτικών συμβόλων «πόρτα» σε επίσημα προσκεκλημένους Θιβετιανούς κι ορθόδοξους ιερείς, θα είναι απλώς το πρώτο κρούσμα τής με αμεριμνησία ανικανότητας του πολιτικά μη ορθού Κέκο, που ο προϊστάμενος ο οποίος τον έχει στο μάτι αδυνατεί να σταματήσει ελέω του αρχιεπισκόπου προστάτη του. Αφού φέρει στα όριά του κι αυτόν (σε μια έξυπνη χαλάστρα κατηχητικής συνάντησης ανώνυμων τζογαδόρων σε ανάνηψη, που όμως το… τερματίζει σχεδόν σε «κουφό» ύφος ZAZ) και τον ίδιον τον Πάπα (άλλη μια έμπνευση από Ρόουαν Άτκινσον μεριά, απ’ το «Johnny English» αυτή τη φορά), θα γίνει το κοροϊδάκι της δεσποινίδος που εν αγνοία του ετοιμάζει τη μεγαλύτερη ζημιά απ’ όλες: την ανατίναξη της εμβληματικής Madonnina στον κολοφώνα του ναού. (Πώς) θα τη σταματήσει;

Αμορφωσιά, ακόμα και για το τι είναι το Ισλάμ. Εθνικιστική αλαζονεία, μ’ ένα ροχαλητό εν ώρα επιμόρφωσης να πετυχαίνει την αποχρεμπτική προφορά των αραβικών χι. Χαμηλά στάνταρ υγιεινής, μ’ ένα σάντουιτς να χάφτεται αφού έχει πέσει χάμω. Τα πιο απρόσφορα τερτίπια που… περιμένει κανείς επιστρατεύονται από τον ακομπλεξάριστο ήρωα – αντιπρότυπο, που θέλει να φέρει πιο κοντά του την κατά δήλωσή της Γαλλίδα φοιτήτρια αρχιτεκτονικής αλλά στην πραγματικότητα εξτρεμίστρια – δόλωμα που του τρίβεται κατ’ εντολή του αδελφού της με αποστολή να φυτέψει την μπόμπα στον στόχο. Με αυτά τα όπλα μπορεί άθελά του να… κόψει, ταΐζοντας μύδια τους επίδοξους αυτουργούς, ακόμη κι ένα χτύπημα στο Μπιγκ Μπεν (το αναμενόμενο γκαγκ τουαλέτας της υπόθεσης). Αλλά, με την αντρίλα, τον σωβινισμό, το πεσκέσι, την ευνοιοκρατία, τη μητριαρχία, το ατελείωτο spaghetti στα πολεμοφόδιά του, μπορεί να κάνει το δόλιο μελανούρι ν’ αλλάξει, αν όχι πίστη (αλλά γιατί τη μαντίλα του μην την είδατε στα μονήρη κατ’ οίκον μετά από μία σκηνή;), τις εγκληματικές βλέψεις του;

Είναι σαν να ρωτάω τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια της Μπριάντσα, certo. Ένα υβρίδιο Φρίντα Πίντο κι Αλίσια Βικάντερ, η εδώ πρωτοεμφανιζόμενη Ναμπιά Ακαρί βρίσκεται εκεί για να… μην πείσει ως χαρακτήρας αλλά ως το καλλιεπές αξεσουάρ της ίντριγκας, μια νέα και μπρονζέ Κλοντίν Λονζέ που χαμογελάει περισσότερο και πιο ναζιάρικα ενώ υφίσταται το vivere pericolosamente όχι της φονταμενταλίστριας undercover αλλά του εκείνος-θα ‘θελε έτερου ημίσεος του Ιταλάρα. Τον οποίο οι πάντες γύρω του, εκτός του μπασκίνα-Νέμεσής του (για λίγο, μετά από κάποια ώρα η πλοκή τον ξεχνάει επί σχεδόν μία ώρα), δείχνουν χαρακτηριστική αδιαφορία να βάλουν στη θέση του, αν μη τι άλλο όταν ξεφεύγει έναντι του νόμου. Σχολιάζουν έτσι οι πάντα και σεναριογράφοι Νουντζιάτο – Τζαλόνε το σταρχιδιστικό far niente και τον ποντιοπιλατισμό ως συναίτιο της κατρακύλας της αξιοκρατίας στη χώρα τους; Σίγουρα, μα χωρίς ακόμα το… δούλεμα (προσέξτε πόσο επιτηδευμένη, πόσο ένθεση της τελευταίας στιγμής δείχνει η σκηνή της μοναδικής αντίδρασης των συναδέλφων στις τσιριμόνιες του Κέκο), ένα αρραγές σχέδιο για το αν και πώς τα καμώματα του φισφιρή, που μετεωρίζεται μη πειστικά όχι μόνο πότε ως σπίρτο και πότε ως κνώδαλο αλλά ενίοτε και στους με μια υποψία καρικατούρας μανιερισμούς του, θα ενδυθούν δραματουργικά την ιλαρή αποδοκιμασία των κουσουριών που πάνε πίσω, έστω γραφικά, ένα ολόκληρο έθνος.

Αυτό είναι το μεσογειακό μας ταμπεραμέντο, ευχή και κατάρα, μοιάζει να λένε όταν για του λόγου το αληθές (και για το ταξιδιάρικο in esterni) μεταφέρουν τη δράση στους αντίποδες των πατρίων των Τζαλόνε για κάποια βαφτίσια, βάζοντας αστεϊστικά και μέσω μιας κάποιας εθιμοτυπίας τα στραβά του εξίσου διεφθαρμένου Νότου στη «φάση». Κι ενώ μπουρδουκλώνουν αγαπησιάρικα στη μυθοπλασία το ψυχούλα δεξί χέρι του καρδιναλίου (που πρώιμα… γέρνει θηλυπρεπώς αλλά όψιμα καθόλου, μια απρόσεχτη παράμετρος σκίασης), τον παρθένο και γυαλάκια κολλητό τού ζιγκουάλα μας με μια τάλε κουάλε πιπίτσα (που ως ντουέτο βιώνουν κυριολεκτικά την έκρηξη των επιθυμιών τους πριν από το κηρύττον την… ανεξιθρησκία φινάλε), τον εθελοντή στο Ιράκ γιατί δεν αντέχει το «ψαλτήρι» της δούλας και κυράς σινιόρας του πατέρα τού Κέκο (τα σχετικά επεισόδια γειώνουν απροσδόκητα το φιλμ). Θα σφάξει διακωμωδητικά και το «Sarà Perché Τi Αmo» ο (Μπο-τζαμάρει-με-τον-Λεωνίδα-Μπαλάφα της γείτονος) Καπαρέτσα, θα πει κι ένα καυτηριαστικό για το facebook σαχλοτραγουδάκι ο ίδιος ο Τζαλόνε στο soundtrack. Αλλά Λουκά των Μεδίκων (το πραγματικό του όνομα, non scherzo), έτσι κώλους στα καθίσματα της αίθουσας βλέπεις κάργα, το αντικείμενο του πόθου σου το μπανίζεις από απόσταση. Σου ‘κατσα μία, παίξ’ το με καμιά πιο εύκολη αυτή τη φορά…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν τον πας αβέρτα ως φιγούρα και χιούμορ ή δεν τον ξέρεις ακόμα αλλά ψάχνεις για κάτι διασκεδαστικά εμπορικό, θα το βρεις από αστειούτσικο έως πραγματικά fun. Οι πιο εκλεπτυσμένοι μα εκπλαγέντες ευχάριστα με το «Πού Πάω, Θεέ μου;» θα απογοητευθούν απ’ τα αρκετά «άκυρα» τούτου του κατώτερου χάβαλου (από το 2011!). Άπαξ και δε σου μίλησε το νούμερο εκείνο, μ’ αυτό o αθεόφοβος μανιαμούνιας θα πέσει στην εκτίμησή σου ακόμη περισσότερο.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.