CANDELARIA: ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΒΑΝΑ (2018)
(CANDELARIA)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζόνι Χέντριξ
- ΚΑΣΤ: Βερόνικα Λιν, Άλντεν Νάιτ, Φίλιπ Χόχμαϊρ, Μανουέλ Βιβέρος
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 87'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: DANAOS FILMS
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων προσπαθεί να τα βγάλει πέρα στην Κούβα που ταλαιπωρείται από embargo. Μια κάμερα που θα βρεθεί στα χέρια τους θα φέρει ξανά το παιχνίδι στη σχέση τους, αλλά και μια περίεργη πρόταση.
Δύο πράγματα ξεχωρίζουν στην ταινία του Τζόνι Χέντριξ. Η τρυφερότητα και η αδεξιότητα. Η τρυφερότητα που υπάρχει στη σχέση ενός ηλικιωμένου ζευγαριού, στον αργό τρόπο που πιάνουν ένα φόρεμα, ένα κερί ή ένα κοτοπουλάκι. Και από την άλλη πλευρά υπάρχει (αρκετά έντονα) η σκηνοθετική αδεξιότητα στο πώς να αφηγηθεί κανείς μια ιστορία για δυο ανθρώπους που πλησιάζουν στο τέλος της ζωής τους αν και είναι τόσο ζωντανοί, και πώς θυμούνται το παιχνίδι στη σχέση τους.
Η Καντελάρια και ο Βίτορ Ούγκο έχουν περάσει τα 70. Ζουν σε ένα μικρό διαμέρισμα γεμάτο υγρασία και λίγο φως. Προσέχουν τη μία και μοναδική λάμπα που τους έχει μείνει για να μην καεί και βρεθούν στο σκοτάδι. Βρισκόμαστε στην περίοδο των αρχών του ‘90 και η Κούβα αντιμετωπίζει embargo. Έτσι οι λάμπες είναι λίγες, το ίδιο και το φαγητό.
Η Καντελάρια δουλεύει στο πλυντήριο ενός ξενοδοχείου και τα βράδια βάφεται λίγο για να τραγουδήσει σε ένα bar. Ο Βίτορ Ούγκο επιβλέπει τους εργάτες ενός εργοστασίου πούρων και τους διαβάζει την εφημερίδα. Πουλάει στη ζούλα και μερικά πούρα. Όταν γυρίσουν στο σπίτι, η βασική χαρά της Καντελάρια είναι να φροντίζει τα κοτοπουλάκια που έχει κρυφά στο διαμέρισμα. Μέχρι που βρίσκει μια κάμερα μπλεγμένη στα σεντόνια του πλυντηρίου. Στην αρχή προβληματίζονται. Να την πουλήσουν ή να την επιστρέψουν; Τελικά, η κάμερα μένει στο σπίτι και συμμετέχει σε ένα ερωτικό παιχνίδι, το οποίο χάνει την ιδιωτικότητά του όταν το προϊόν των γυρισμάτων τους βρεθεί στα χέρια ενός κλεπταποδόχου. Μαζί έρχεται και μια ασυνήθιστη πρόταση: να συνεχίσει το ζευγάρι να γυρίζει… home porn, με στόχο ένα ειδικό, targeted κοινό, που όπως φαίνεται είναι πολυπληθές ανάμεσα στους τουρίστες της Κούβας.
Το πρώτο μέρος της ταινίας είναι και το πιο συμπαθητικό. Χωρίς να έχει κάτι επαναστατικά νέο, το «Candelaria» παρουσιάζει το ζευγάρι με την τρυφερότητα στην οποία αναφερόμουν στην αρχή. Λίγο καλύτερα, δε, όταν δείχνει μεμονωμένα τους ήρωες στις κινήσεις της καθημερινής τους ρουτίνας. Από τη στιγμή που μπαίνει το στοιχείο της κάμερας και κυρίως της συναλλαγής με τον κλεπταποδόχο, η ιστορία χάνει αληθοφάνεια και ενδιαφέρον, παρότι βάζει το γαργαλιστικό στοιχείο της γηριατρικής τσόντας. Δεν βοηθάει και πολύ το γεγονός ότι τον ρόλο παίζει ένας Αυστριακός ηθοποιός που μιλά ισπανικά (της Κούβας) με προφορά… Linguaphone.
Αν ο Χέντριξ επέμενε στην ιστορία τού ζευγαριού και κρατούσε τη δική του κάμερα πάνω τους χωρίς να αναζητεί παράξενα στοιχεία για να κεντρίσει, η ταινία θα ήταν πιο απλή και πιο ουσιαστική. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, όμως, αρχίζεις να προσέχεις μόνο τα ελαττώματα.