ΜΑΥΡΟ ΚΑΝΑΡΙΝΙ (2024)
(CANARY BLACK)
- ΕΙΔΟΣ: Κατασκοπική Περιπέτεια Δράσης
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πιερ Μορέλ
- ΚΑΣΤ: Κέιτ Μπέκινσεϊλ, Ρούπερτ Φρεντ, Ρέι Στίβενσον, Τζαζ Χάτσινς, Γκόραν Κόστιτς, Μπεν Μάιλς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Όταν ο σύζυγός της πέφτει θύμα απαγωγής τρομοκρατών, η Έιβερι Γκρέις, μία δυναμική πρακτόρισσα της CIA, υποκύπτει στον εκβιασμό τους και επιχειρεί ν’ αποσπάσει απόρρητα στοιχεία από την Υπηρεσία της ώστε να σώσει τη ζωή του.
Ελαφρώς εξαφανισμένη από τη μεγάλη οθόνη εδώ και κάμποσα χρόνια (πιο αισθητά μετά το 2017) η Κέιτ Μπέκινσεϊλ, επιστρέφει εδώ σε mode… Ίθαν Χαντ, σε πρακτορικές κασκάντες και σκηνές δράσης αρκετά χορταστικές (δύο απ’ αυτές αρκετά πρωτότυπες, μάλιστα!), με ένα πρόσωπο… κυριολεκτικά καινούργιο. Ίσως κάποιος πρέπει να την προειδοποιήσει, πως μετά την επόμενη επέμβαση τα χαρακτηριστικά της δεν θα απέχουν και τόσο από εκείνα της Νικόλ Κίντμαν!
Στα παρασκήνια της CIA, η πράκτωρ Έιβερι Γκρέις αναγκάζεται να υποκλέψει μυστικά της Υπηρεσίας της, ώστε να σώσει τη ζωή του συζύγου της που έπεσε θύμα απαγωγής. Στερεοτυπικά, μια ομάδα τρομοκρατών θέλει να τα χρησιμοποιήσει για ν’ αποσπάσει αμύθητα ποσά από όλα τα κράτη του πλανήτη. Η Έιβερι θα βρεθεί στο στόχαστρο και των δύο πλευρών, σχεδόν δίχως συμμάχους, σ’ έναν αγώνα επιβίωσης στους δρόμους του Ζάγκρεμπ (όπου τα γυρίσματα είναι πιο φτηνά…), αλλά έως και… από αέρος!
Τύπος θεαματικής περιπέτειας… δεύτερης διαλογής, από τον σκηνοθέτη του πρώτου «Taken» (2008), το «Μαύρο Καναρίνι» θα γινόταν ανάρπαστο σε κάθε ΣουΚού, στις θρυλικές εποχές της VHS. Σήμερα, ταυτίζεται περισσότερο με το θέαμα που προσφέρουν οι τηλεοπτικές πλατφόρμες, επιχειρώντας να επαναφέρει την πρωταγωνίστριά του σ’ ένα νέο βάθρο της action hero (που εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο μέσω του franchise των «Underworld» movies). Πλάκα-πλάκα, η σεκάνς με το παγιδευμένο από βόμβα πάτωμα σε διαμέρισμα αξίζει να γίνει cult classic (πραγματικά, δεν ξανάγινε!), ενώ το παρατραβηγμένο με το γιγάντιο drone προκαλεί ένα ευχάριστα ειρωνικό μειδίαμα. Μέχρι εκεί, όμως. Οι σεκάνς μονομαχίας σώμα με σώμα δεν έχουν αρετές χορογραφίας (και) σε πλαναρίσματα ή μοντάζ, ενώ η σεναριακή βάση του φιλμ παραπαίει ανάμεσα στο ανεξήγητα χαοτικό και το αφελώς βλακώδες.
Υπάρχει σίγουρα μερίδα κοινού που θα περάσει ευχάριστα την ώρα της με δαύτο, αντιμετωπίζοντάς το ως «guilty pleasure». Κι αυτές ακριβώς είναι οι αντοχές του. Αλλά, διάβολε, τι έκανε η τύπισσα σ’ εκείνη τη σκηνή! Ακόμη και ο Τζον Γουίκ θα βαρούσε παλαμάκια!