BUZZHEART (2024)
- ΕΙΔΟΣ: Ψυχολογικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντένης Ηλιάδης
- ΚΑΣΤ: Κλάουντιο Κάγια, Κωνσταντίνα Μεσσήνη, Εβελίνα Παπούλια, Γιώργος Λιάντος
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Αγόρι συναντά κορίτσι. Γονείς κοριτσιού επιθυμούν να γνωρίσουν αγόρι. Θα το εγκρίνουν; Όχι ένα κανονικό τριήμερο στην εξοχή.
Είναι ευτύχημα που υπάρχει ο Ντένης Ηλιάδης στον ελληνικό κινηματογράφο (κι ας πήγε να μας «την κάνει» για το American dream το 2009). Πρωτίστως γιατί μπορεί να υπηρετήσει / εκτελέσει ένα κάποιο genre cinema, δίχως αγκυλώσεις ή το τυπικά κομπλεξαρισμένο attitude του «δημιουργού». Κατόπιν, διότι αντιλαμβάνεται σωστά τι εστί σενάριο. Ουχί εκ του ασφαλούς. Τολμάει να ρίξει ιδέες μέσα, να ρισκάρει, να διασώσει, ίσως και να αυτοπαγιδευτεί ενίοτε. Από το «Hardcore» (2004) τα είχα πιστέψει όλα αυτά. Όταν έπαιρνε ένα βιβλίο μηδαμινής αξίας γραφής και αντι-κινηματογραφικής αφήγησης, για να το μετατρέψει σε ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα έργα εκείνης της γενιάς για την εγχώρια παραγωγή (και πέρα από αυτήν, όπως απέδειξε ο… Γουές Κρέιβεν!).
Δέκα χρόνια έχουν περάσει από την κινηματογραφική διανομή του εξ Αμερικής «Plus One» και ο Ηλιάδης επανέρχεται στα πάτρια εδάφη με ένα ψυχολογικό θρίλερ που δεν βασίζεται στην πιο άγρια και θριλερική μορφή του σασπένς, αλλά σε ένα καταστασιακό ψυχολογικής «βίας», στο πλαίσιο μιας ελληνικής οικογενειακής παράδοσης, η οποία θέλει τους γονιούς να εγκρίνουν (ή όχι) το «ρομαντικό ενδιαφέρον» του παιδιού τους. Με τη διαφορά ότι εδώ το «τεστάρισμα» γίνεται κάπως πιο επιστημονικά, ψυχρά και επικίνδυνα.
Ο Αργύρης συναντά τη Μαίρη με έναν εντελώς παράδοξο τρόπο (η κύρια διαφωνία μου σχετικά με το σενάριο) και εκείνη του προτείνει να περάσουν μαζί το long weekend της Καθαράς Δευτέρας (έχει σημειολογική βάση η λεπτομέρεια), με σκοπό να δουν πόσο «τα βρίσκουν» μεταξύ τους, αλλά και… να γνωρίσει τους γονείς της! Έτσι, επιτόπου (εδώ να πω ότι μου έλειψε μια καλύτερη εισαγωγική σεκάνς σύστασης των γονέων, πριν από τη νυχτερινή οδήγηση προς το εξοχικό)! Το αποκομμένο από τον πολιτισμό εξοχικό της οικογένειας στο δάσος δείχνει αινιγματικό έως και στην όψη του, με το εσωτερικό του να κρύβει ακόμη περισσότερες εκπλήξεις, σε κάθε επίπεδό του (ναι, υπάρχει μέχρι και το «φοβιστικό» υπόγειο). Ο αφελής νεαρός αισθάνεται σταδιακά πως έχει πέσει στην «παγίδα» τρελών και δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει την κάθε επόμενη μέρα, όμως, υπομένει τα πάντα για να κάνει δική του τη Μαίρη.
Μπλέκοντας μέσα στην ιστορία ρεαλιστικά παραδείγματα ψυχολογικών πειραμάτων που δοκιμάστηκαν σε ζώα (και απαγορεύτηκαν προ δεκαετιών για προφανείς λόγους), ο Ηλιάδης μετατρέπει το «Buzzheart» σε ένα θρίλερ… συμπεριφορικό το οποίο κοντράρεται αρνητικά με το συναίσθημα και σχεδόν αποξενώνει, άσχετα από τον τελικό σκοπό: την «πιστοποίηση» της αγάπης. Όπως ακριβώς το αντιλαμβάνεται (και) ο Αργύρης, έτσι και ο θεατής θ’ αρχίσει να αμφισβητεί πολλά από τα πράγματα που βλέπει να συμβαίνουν εντός και εκτός τούτης της οικίας, αφήνοντας στο βάθος της σκέψης του μια ανησυχία για την ασφάλεια της ζωής του ήρωα.
Υπάρχουν στιγμές που η αμηχανία του Αργύρη συμπαρασύρει και την αφήγηση του φιλμ, άσχετα από την ικανότητα του Ηλιάδη να κρατά τον ρυθμό του έργου σε σταθερή εγρήγορση, με ένα αξιοζήλευτο σκηνοθετικό flow, μέχρι να το οδηγήσει στο αποκαλυπτικό crescendo ενός ημίωρου στο οποίο όλα τα κομμάτια του «puzzle» βρίσκουν τη θέση τους και συναρμολογούν ένα ψυχρό και σκοτεινό δράμα που απαιτεί μία σκληρότατη αυτοθυσία για να βρει την απόλυτη λύτρωση. Είναι μία απογειωτική ολοκλήρωση, στην οποία συντελεί το δημιουργικό τμήμα κάθε τομέα της παραγωγής, από τη διεύθυνση φωτογραφίας μέχρι τη σκηνογραφία και τη χρήση της μουσικής. Μία (επιπλέον) απόδειξη του πόσο καλά μπορεί να κουμαντάρει ο Ηλιάδης το φιλμικό του σύμπαν.
Η σύνθεση του καστ μπορεί να ξενίσει ή να «χαλάσει» κάποιες ατμόσφαιρες του έργου, υπάρχουν στιγμές κάπως «ξεκούρδιστες» ερμηνευτικά και ο Γιώργος Λιάντος δείχνει να είναι ο πιο «αδύναμος κρίκος» του ensemble, όσο κι αν τον «προστατεύει» ο ρόλος του πατέρα που πρέπει να υπομένει και να συμμετέχει στα (επιστημονικών καταβολών) σχέδια της συζύγου του, με την Εβελίνα Παπούλια να εκμεταλλεύεται με μεγαλύτερη ευχέρεια φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά που ταυτίζονται καλύτερα με την ιδιοσυγκρασία της ηρωίδας της. Τα δύο παιδιά (στο κινηματογραφικό τους ντεμπούτο) πραγματώνουν μια χαρά αυτό που απαιτεί το σενάριο… «without a second thought».
Το «Buzzheart» διαθέτει μία αύρα που ενώ δεν καταφέρνει να σε κερδίσει από το ξεκίνημα του φιλμ, καταλήγει σε κάτι δίκαια λειτουργικό και ολοκληρωμένο, επανασυστήνοντας τον Ηλιάδη σε ένα μαζικό ελληνικό κοινό το οποίο είχε βασανιστεί εσχάτως (και αδίκως) με «θριλερικά» κακέκτυπα αβάσταχτου (και viral!) ερασιτεχνισμού.