ΩΡΑΙΟ ΜΟΥ ΔΙΑΖΥΓΙΟ (2018)
(BRILLANTISSIME)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μισέλ Λαρόκ
- ΚΑΣΤ: Μισέλ Λαρόκ, Καντ Μεράντ, Φρανσουάζ Φαμπιάν, Ζεράρ Νταρμόν, Ρόσι ντε Πάλμα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Ευκατάστατη σαραντάρα από τη Νίκαια κάνει μαύρα Χριστούγεννα, όταν ο αγαπημένος της σύζυγος την εγκαταλείπει για μια άλλη γυναίκα. Πώς θα ξαναφτιάξει τη ζωή της έχοντας για συντροφιά μια teenager κόρη, μια αχάριστη μάνα, έναν πλανόδιο μανάβη, μια υστερική φιλενάδα και έναν ψυχαναλυτή που την έχει… σαν εικόνισμα;
Από θεατρικό έργο ξεκίνησε τούτη η γαλλική κομεντί, με την ωραία comedienne Μισέλ Λαρόκ να ταυτίζεται τόσο πολύ με τον πρωταγωνιστικό ρόλο, σε σημείο να μην μπορεί να τον αποχωριστεί και εξαιτίας αυτού να κάνει εδώ και το σκηνοθετικό της ντεμπούτο στο σινεμά. Γεννημένη και στη Νίκαια, η Λαρόκ εκμεταλλεύεται στο έπακρο τα locations ενός τόπου που προφανώς γνωρίζει εξίσου καλά, όμως ως αφηγήτρια αυτής της ενδιαφέρουσας ιστορίας δεν είναι (ακόμη) ικανή να την απογειώσει, μετατρέποντας το «Ωραίο μου Διαζύγιο» σε μια χαμένη ευκαιρία για κάτι το διαφορετικό από τούτο το μαρτυρικό (για το ελληνικό καλοκαίρι, ειδικά) genre.
Τουλάχιστον, υπάρχει μια κάποια πρωτοτυπία, κάτι που ξεπερνά την υπερβολή άλλων κομεντί από τη Γαλλία, που βασίζονται σε καταστασιακά εξωφρενικά σενάρια. Εδώ η ηρωίδα είναι μόνη. Παρά το ότι συναναστρέφεται τόσους ανθρώπους, μέσα της είναι εντελώς μόνη. Ήταν εδώ και αρκετά χρόνια, από τότε που έγινε μάνα, με τη δική της να παραμένει τυραννική και «απούσα», με έναν σύζυγο με τον οποίο δεν είχε τι να μοιραστεί πια και μια φιλενάδα που περισσότερο αναζητούσε μια συντροφιά που θα παίρνει… όσα ψυχοφάρμακα καταναλώνει η ίδια. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δυστυχίας, ουσιαστικά, η Άντζελα κατορθώνει και επιβιώνει χάρη στην αφέλειά της, τη ζωηράδα της, μια σχεδόν χαζοχαρούμενη άνεση, από μέσα της αθώα και τόσο θετική.
Οι χαρακτήρες που την πλαισιώνουν είναι, βέβαια, επίσης μόνοι. Άσχετα από περιστασιακές σχέσεις (της κόρης ή του συζύγου της Άντζελα). Το ίδιο και οι άνδρες της «νέας» της ζωής. Ο ίσως όχι και απόλυτα αφοσιωμένος στη δουλειά του και πάντα μόνος Δρ Σταινμάν, ο ψυχαναλυτής της, ο οποίος κάποια στιγμή θα της αποκαλύψει ότι η κορνίζα που κοσμεί το γραφείο του έχει τη δική της φωτογραφία, αλλά και η πιο πρόσφατη ένθεση στην καθημερινότητά της, ένας μανάβης του δρόμου, φιγούρα σοφίας και εμπιστοσύνης, που θα ακούσει οτιδήποτε κατεβάσει σαν εξομολόγηση το κεφάλι της ηρωίδας, καθώς θα του διακοσμεί τον πάγκο με γλάστρες και ασημικά από το νοικοκυριό της.
Δίχως την προκάτ ρομαντική διάθεση άλλων γαλλικών παραγωγών του είδους, αυτή το φιλμ μοιάζει λες και έχει πάρει… διαζύγιο από τα στερεότυπά του και διαθέτει σκηνές που θα μπορούσαν να εκτροχιαστούν με σουρεαλιστικό τρόπο, σε συνδυασμό με το ταλέντο και τη σωστή, «τρελούτσικη» παρουσία της Λαρόκ. Ταυτόχρονα, όμως, η σκηνοθετική της απειρία δεν υποστηρίζει το εγχείρημα καλλιτεχνικά και το «Ωραίο μου Διαζύγιο» κάπου «βαλτώνει» στην πορεία, όσο κι αν έχει καταφέρει να νοιάζεσαι για το τι θα απογίνουν αυτοί οι άνθρωποι. Σίγουρα πιο διασκεδαστικό είναι το κομμάτι που αφορά τον καρδιοχτυπημένο ψυχαναλυτή της Άντζελα, του οποίου μερικούς πελάτες συναντάμε και γελάμε με τις απίθανες νευρώσεις τους.
Ως ετυμηγορία, η ταινία της Λαρόκ διαθέτει θετικά στοιχεία που… δεν σε κάνουν να μετανιώνεις την ώρα και τη στιγμή, τολμά να αντιπροτείνει με καλοσυνάτο τρόπο την αποδοχή της επιλογής (ή μη) ενός βίου μοναχικού και επιχειρεί να πλησιάσει τις ανθρώπινες νευρώσεις σαν μια κακοτυχία της στιγμής που η αγάπη και η γενναιοδωρία του άλλου μπορεί να «διορθώσει». Αυτά τα κάνει με μια διάθεση απροσδόκητα ευπρόσδεκτη. Αλλά σαν ταινία, όπως λέει και το ρητό, «όλα του γάμου δύσκολα»…