BREAKFAST ON PLUTO (2005)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νιλ Τζόρνταν
- ΚΑΣΤ: Κίλιαν Μέρφι, Λίαμ Νίσον, Ρουθ ΜακΚέιμπ, Μπρένταν Γκλίσον, Λίαμ Κάνινγκχαμ, Στίβεν Ρέι, Μπράιαν Φέρι, Ντόμινικ Κούπερ, Ίαν Χαρτ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 128'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Στη δεκαετία του ’70, ο Πάτρικ «Κίτεν» Μπρέιντεν αφήνει την παρεξηγημένη του ταυτότητα φύλου στη μικρή ιρλανδέζικη πόλη που μεγάλωσε και καταφθάνει στο Λονδίνο, σε αναζήτηση της μάνας του, αλλά και του κοριτσιού που δεν υπήρξε ποτέ.
Όπως και με το «The Butcher Boy» (1998), η νέα συνεργασία του συγγραφέα Πατ ΜακΚέιμπ με τον Νιλ Τζόρνταν χαρακτηρίζεται από μια θλιμμένη νοσταλγικότητα, από δόσεις ονειρικού (αν όχι ονειροπαρμένου) και από φανταστικές ιδέες που μπορεί να μην εκτοξεύουν το φιλμ μέχρι τον Πλούτωνα, αλλά επιδεικνύουν μια σαλεμένη τάση για φυγή. Πως αλλιώς να δικαιολογήσει κανείς την εισαγωγή με τους κοκκινολαίμηδες που πετάνε σε μαγικά traveling και σχολιάζουν τα δρώμενα στο μικρόκοσμο μιας επαρχιακής πόλης στην Ιρλανδία;
Στα σκαλοπάτια του πάτερ Μπέρναρντ ξεκινά η ιστορία του μικρού Πάτρικ Μπρέιντεν, ενός παιδιού που δεν γνώρισε μάνα, ούτε καν το μυστικό της ταυτότητας του πραγματικού του πατέρα, αλλά η φύση το ώθησε προς άλλες περιπέτειες ταυτότητας… φύλου, με συνοδοιπόρο το cross-dressing. Από τα σχολικά του χρόνια, ο Πάτρικ αποκτά την περσόνα της «Κίτεν», ενός κοριτσιού που δεν υπήρξε ποτέ, μα αναπνέει μέσα του. Ύστερα από μια σειρά αποκαλύψεων και τις απανωτές προκλήσεις του στη μικρή πόλη, ο Πάτρικ καταλαβαίνει πως δεν τον χωρά ο τόπος, παίρνει το βαλιτσάκι του και ξεκινά τη δική του οδύσσεια μέχρι να φτάσει στο Λονδίνο των οργισμένων 70’s, της ανοχής ως προς τη σεξουαλική απελευθέρωση, των εκρηκτικών επιθέσεων από τους Ιρλανδούς πατριώτες και του ονείρου που λέει πως η μεγάλη πόλη που ρούφηξε τη μάνα του οφείλει να του την φανερώσει. Έστω για μια φορά. Για να δει αν ο κόσμος που τη σύγκρινε με το camp icon της Μίτσι Γκέινορ είχε δίκιο. Για να δει αν η γυναίκα που κρύβει μέσα του μοιάζει μ’ εκείνην…
Κάθε μονοπάτι της ταινίας έχει το δικό του κεφάλαιο, έναν τίτλο που διακωμωδεί τα τεκταινόμενα και δίνει έναν φαρσικό, αντι-ρεαλιστικό τόνο στην αφήγηση. Αυτό το ξεφύλλισμα δίνει, μοιραία, έναν αποσπασματικό χαρακτήρα σε μια ακολουθία από σεκάνς που πολλές φορές εκλιπαρούν να βρουν έναν συνδετικό κρίκο μεταξύ τους. Το ταλέντο του Τζόρνταν δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, φυσικά. Και η βάση της ταινίας μοιάζει επικίνδυνα ανάλαφρη, αλλά το ψηλοτάκουνο πατάει στέρεα στο έδαφος χωρίς να κινδυνεύει ποτέ η ισορροπία του όλου εγχειρήματος. Απλά, η σοβαρότητα και ο λόγος ύπαρξης του «Breakfast on Pluto» κάθονται στο εδώλιο και διχάζουν.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για ένα δράμα εσωτερικότητας που προσπαθεί να εξαγνίσει τον κεντρικό χαρακτήρα, από τη στιγμή που όλη του η ζωή έχει μεταμορφωθεί σε μια performance θηλυπρέπειας, η οποία έχει αναρριχηθεί από τα εσώψυχα ως το πετσί του Πάτρικ. Και οι πινελιές ρεαλισμού, συνήθως μέσω βίαιων θανάτων, δεν μας αφήνουν να το (κατα)διασκεδάσουμε απλώς ή και ν’ αφήσουν τον Τζόρνταν να παίξει περισσότερο με τη φαντασίωση και το μυαλό της «Κίτεν», που ούτως ή άλλως οργιάζει. Στο φινάλε, το φιλμ μοιάζει με διχασμένη προσωπικότητα που πότε βάζει τα κλάματα, πότε ξεσαλώνει υστερικά (υποδειγματική η σεκάνς όπου η «Κίτεν» κατατροπώνει ως μυστικός πράκτωρ μια οργάνωση τρομοκρατών φλιτάροντας με Chanel 5!), αλλάζοντας διαρκώς προσανατολισμό. Μια ταινία για την χαμένη ταυτότητα; Για μια «χαμένη» δεύτερη φύση που μπορεί να κρύβουμε όλοι μας; Ή μία φάρσα για το παιχνίδι των… ηθών, αλλάζοντας τροπάρι και λυγμούς ανά δεκαετία; Ή μια απόπειρα διαστρεβλωμένης ανάγνωσης ενός παραμυθιού που θα ήθελε να είναι ντικενσιανό και κλασικό με έναν σύγχρονο τρόπο;
Ότι και να επιλέξεις, το τελικό αποτέλεσμα είναι αρκούντως ανορθόδοξο και σίγουρα δεν αποτελεί απογοήτευση. Όχι μονάχα εξαιτίας της γνώσης του Τζόρνταν να μεταμορφώνει οτιδήποτε μίζερο, δύσοσμο και βρωμερό, σε κόσμους φανταχτερούς σαν την ομορφότερη trans του κόσμου, αλλά και χάρη στα παπούτσια του νεαρού Κίλιαν Μέρφι, ο οποίος πλάθει από το πουθενά ένα χαμένο κορμί ανευθυνότητας και μελοδραματικών τόνων, για να σου αφήσει τη γεύση μιας ολοκληρωμένης ερμηνείας και έναν χαρακτήρα που θα θυμάσαι για καιρό, με την πλαστή κοριτσίστικη φωνή να σου στοιχειώνει την ακοή. Δίπλα του, ένα εξαιρετικό επιτελείο ηθοποιών – μονιμάδων στη φιλμογραφία του Τζόρνταν, όλοι τους τοποθετημένοι καίρια σε μικρούς ρόλους – κλειδιά, ακριβώς όπως έχουν επιλεγεί και τα τραγούδια που λειτουργούν ως συμπλήρωμα ή σχόλιο στην αφήγηση.
Δεν είναι το «Παιχνίδι των Λυγμών» (1992), ένα μικρό ψαλίδι στο μοντάζ θα βοηθούσε περισσότερο ώστε να μη σκαλώνει η πλατφόρμα στις λακκούβες, κι ένα κάποιο φτιασίδωμα στο κίνητρο σεναριακά θα απέκρουε κάθε υποψία ότι διεπράχθη έγκλημα. Αλλά, διάβολε, περνάς καλά! Ας κόψω τη γκρίνια, γιατί οι κοκκινολαίμηδες θα το μαρτυρήσουν στην «Κίτεν». Και ποιος την ακούει…