BOOK CLUB (2018)
- ΕΙΔΟΣ: Ρομαντική Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπιλ Χόλντερμαν
- ΚΑΣΤ: Νταϊάν Κίτον, Τζέιν Φόντα, Κάντις Μπέργκεν, Μέρι Στίνμπερτζεν, Κρεγκ Τ. Νέλσον, Άντι Γκαρσία, Ντον Τζόνσον, Αλίσια Σίλβερστοουν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Φιλενάδες for life εξημμένες από γνωστό και μη εξαιρετέο αισθησιακό μπεστ σέλερ, τέσσερα θηλυκά στη δύση της ζωής παθαίνουν… πλάκα ανανεώνοντας δραστικά το status τους στα γκομενικά. Αν ο άντρας ο σωστός υπάρχει, μία για όλες και όλες για μία θα τον βρουν;
Τι είχαμε, εμείς οι γυναίκες που… ανδρωθήκαμε στην επιλεγόμενη «lifestyle» εποχή της μαζικής κουλτούρας, ως ένοχη απόλαυση και (παραμορφωτικό, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό) καθρέφτη μας; Στη δεκαετία του ’90, το serial «Sex and the City». Σ’ εκείνη του ’00, το πρώτο κινηματογραφικό επεισόδιό του και τα φιλμ της Νάνσι Μάγερς. Στην τρέχουσα το mommy porn εκδοτικό φαινόμενο του «Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι». Όσο μεγαλώναμε εμείς, μεγάλωνε ανησυχητικά και η ηλικία τού δημογραφικού εκάστου απ’ τους παραπάνω entertainment τίτλους αναφοράς. Για μας αργεί ακόμα (κουνηθείτε απ’ τις θέσεις σας), αλλά για τη showbiz κάποτε θα επέρχετο το μοιραίο: φανταστείτε τις άνωθεν μοσχοπουλημένες αμερικανιές σε εκδοχή για… χρυσά κορίτσια, με όλα τα αρνητικά παρελκόμενα του χρόνου μαζεμένα στην καμπούρα του(ς), κι έχετε συλλάβει το όργιο που σχεδόν λαμβάνει χώρα εδώ.
Μιλάμε για όργιο ΚΑΠΗ-λείας, βέβαια, κι όχι για το ενδεχομένως επιθυμητό από κάποιον ξαναμμένο για τη χαρά τού punchline ή για χαρά στα σκέλια του όπως απαξάπασες οι εν προκειμένω μαντάμ. Ο πρωτάρης Μπιλ Χόλντερμαν, ξεπαρθενεμένος ως κονδυλοφόρος στη διασκευή ενός bestseller για το «Ταξίδι στην Αλαμπάμα», ΚΑΠΗ-λεύεται τα πρότυπά του και όπισθεν κάμερας διεισδύοντας περαιτέρω στον χώρο ως χιουμορίστας. Κάποιοι απ’ τους πιο σεβαστούς, έστω άλλων καιρών, ρολίστες ΚΑΠΗ-λεύονται φιγούρες του επαγγελματικού παρελθόντος τους αγκομαχώντας να αποδείξουν ότι η μπογιά τους περνάει ακόμα. Η διανομή ΚΑΠΗ-λεύεται παλιότερα παντρέματα ή συμπλέγματα αυτών των μουρών (ένα ζεύγος του «Grace and Frankie», ένα αντρόγυνο του «Η Πρόταση», δύο μέλη της famiglia του «Ο Νονός 3» κ.λπ.), πασχίζοντας να δημιουργήσει χημεία. Η τοποθέτηση προϊόντων (όχι ό,τι κι ό,τι, για Cartier μιλάμε) ΚΑΠΗ-λεύεται τον καλιφορνέζικο διάκοσμο των αποκλειστικά φραγκάτων ηρώων για να πουλήσει εμπορικές «αξίες» στη μοναδική πληθυσμιακή ομάδα που της έχει μέχρι τούδε ξεφύγει, αυτή των 65+. Θα ήταν συγχωρητέο από κάποια εξ ημών (ας μη γελιόμαστε, μόνο τραβηγμένοι απ’ τα έτερα ημίσεά τους θα πάνε οι αρσενικοί) που δεν ψάχνει τίποτ’ άλλο από θερινή αναψυχή – εάν αυτή η αναψυχή δεν άγγιζε συχνά πυκνά θερμοκρασίες παγοκολώνας, ειδικά από τη χοντροκομμένη μέση και κάτω τούτου του τίγκα στα ψωμάκια crowd-pleaser που επιχειρεί να κρύψει τη σεξουλιάρα (ουδέν μεμπτόν) μη αστεία (πολύ κακό) γύμνια του πίσω από μια «η αγάπη αξίζει μία δεύτερη ευκαιρία και δε γνωρίζει ηλικία» σκισμένη εσθήτα.
Για να μην το παρατραβάμε όπως η ταινία, τηρουμένων των αναλογιών η πολυγαμική, επιτυχημένο ξενοδοχειακό στέλεχος και πρεσβύτερη Τζέιν Φόντα είναι η Σαμάνθα, η χηρεύσασα κυρία λογιστού με τις κόρες κέρβερους Νταϊάν Κίτον η Σάρλοτ, η ετοιμόλογη αλλά ανίκανη να προχωρήσει ακόμη και σε ένα ραντεβού πολλά χρόνια κατόπιν διαζυγίου δικαστίνα Κάντις Μπέργκεν η Μιράντα, κι η ανέκαθεν ευτυχισμένα παντρεμένη αλλά εσχάτως άνευ φίκι φίκι νοικοκυρά Μέρι Στίνμπερτζεν η Κάρι μας. Η πρώτη ξαναπέφτει πάνω σε παλιό μοιραίο γνωστό που δείχνει να τη θέλει επίμονα και σοβαρά – αδυνατώ να καταλάβω γιατί από τη στιγμή που α) του ρίχνει εμφανώς τουλάχιστον μία δεκαετία και β) το μακιγιάζ πάνω απ’ τα τραβήγματα και το κόκκινο χρωμοσαμπουάν την έχουν μεταμορφώσει, για πρώτη φορά στη φιλμογραφία της, σε κάτι επικίνδυνα κοντά σε ασχημομούρα. Τη δεύτερη φλερτάρει όχι για το mile high club αλλά με εξίσου τίμιες κι ακαταπόνητες διαθέσεις και δίκην Κρίστιαν Γκρέι πνευματώδης πιλότος αεροπορικής (έχει και μονοκινητήριο, πάτε μια βόλτα) με σπιταρόνα στην ύπαιθρο, όπου και θα εξελιχθεί αντισουργελώδες ντου με κλου μπλουμ, όταν οι θυγατέρες που την υπερνοιάζονται νομίζουν ότι η μανούλα εξαφανίστηκε. Η τρίτη ανακαλύπτει στο διαδίκτυο πληγωμένη τον πρώην της με αρραβωνιάρα τζόβενο & bimbo αλλά και τόπο γνωριμιών, απ’ όπου θα ξαναβγεί στο κουρμπέτι με αξιώσεις και ύστερα από τις απαραίτητες νίλες – και της γραφίδας, όπως κάτι μεταξύ κορμακίου και κορσέ περασμένου κολάρο. Η τέταρτη αποπειράται να ξυπνήσει μέσα στον σύζυγό της το ζώο με αυξανόμενα κωμικοτραγικά αποτελέσματα – αρκετά κοντά στο πρώτο θεωρήστε τα ορατά σε έλεγχο της Τροχαίας συμπτώματα ενός μπλε χαπακίου κι εντελώς κοντά στο δεύτερο μία χορογραφία κλακέτας με υπόκρουση Μίτλοουφ. Μαζί θα το(υς βάλουν) κάτω, ερεθισμένες αρκετά παραπάνω με αφορμή το ανάγνωσμα που αναστατώνει την τετραμελή λέσχη βιβλίου τους, και θα… μας πετάξουν τα μάτια έξω.
Ίνα μην παρεξηγηθώ, το αντικούκου δεν είναι το γήρας των προσώπων, των χαρακτήρων, των καταστάσεων, των γκαγκ – και το από κάποιες απόψεις θεματικά όμορο «Last Vegas», ας πούμε, τον είχε τον καταρράκτη (#diplhs) ευκολιών και κοινοτοπιών του. Εξάλλου, προσωπικά δεν θα πάψω να ποθώ να βλέπω στο σινεμά την ανθρωπότητα να γίνεται ρόμπα έρμαια του ερωτιδέα ή τελοσπάντων της γενετήσιας ορμής της. Αλλά το να κάνεις ρεντίκολο τις «κωλόγριες», κι ας είναι και (γιαγιάδες σε) αμερικανάκια, δεν αρκεί. Παρά το ταλέντο του σε φαντασίωση «σκηνικών» ιλαρότητας και ατάκες, η απειρία τού Χόλντερμαν στο βγάλσιμό τους στο κλαρί τού πλατό (κοντά στην παλιοκυτταρίτιδα ή την έλλειψη οστικής μάζας τους), στο άπλωμα του αφηγηματικού χεριού εκτός σίτκομ και στο μάζεμα του χαρεμιού του στις κατινιές μοστράρεται τσίτσιδη. Φυσικά ως φύλλο συκής χρησιμοποιείται το εικαζόμενο γκελ τού οιστρογόνου κουαρτέτου (τα «παλικάρια» είναι δεύτερα πουλ…, εεε, βιολιά), που όμως ξεφεύγει ναζιάρικα ατομικά σε βαθμό γραφικότητας ή συλλογικά σε σημείο φιλότιμων αλλά οφθαλμοφανέστατα συχνά άδετων κατά μόνας ηδονών στην υποκριτική τέχνη. Αφής στιγμής η Ανόι Τζέιν κι ο Σάνι Κρόκετ αρχίσουν τα σαλιαρίσματα μέσα σ’ ένα συντριβάνι ντυμένοι, την πρώτη «από πέσιμο» (το θέτω κομψά) φαιδρότητα των σούξου μούξου, ετοιμαστείτε για μια σε κύματα κόντρα hotness εμμηνόπαυση αστεϊσμών που ούτε η επίκληση της καρδούλας, πόσω μάλλον του Σαίξπηρ, μπορεί να αποσοβήσει.
Ξέρω δίδες μετά τα δεύτερα ή τρίτα -ήντα που μιλάνε και φέρονται κάπως έτσι κι αυτό αποτελεί το μέτρο της σχετικής επιτυχίας τού Χόλντερμαν στο χούφτωμα σιλουετών (μολονότι γι’ αυτό υπεύθυνο σε μεγάλο βαθμό είναι μάλλον το… αναπαραγωγικό σύστημα της συνσεναριογράφου Έριν Σιμς). Όταν δε το timing στο «νούμερο» σμίγει με το μετρημένο τσαλάκωμα του image (η Άλι ΜακΜπιλ σε μετασυνουσιακή – σε πίσω κάθισμα αμαξιού! – φάση «μωρή, σύνελθε!»), οι ραγάδες αποφεύγονται σωτήρια. Αλλά το εκλογικευμένο κίνητρο πίσω από κάθε λυσσάρα και η σάτιρα των συντροφικών ηθών ξεκουτιαίνουν ταχέως αφού ένα κρυπτογκέστ της ίδιας της Ε. Λ. Τζέιμς δεν έχει υγράνει τοσοδά την ευαίσθητη περιοχή και προτού οι κρίσεις υστερίας στην κορύφωση προ της (υπέρ τής θεραπευτικής ισχύος της συνεννόησης των δύο φύλων) χαλάρωσης του happy end σηκώσουν στο πόδι την παρέα. Που με κόνξες και με το στανιό προσπαθούσε να διεγείρει το funny bone μας επί 100λεπτο και, επιπλέον, δεν ξέρει πώς να το τελειώσει. #TimesUp να μην πηγαίνουμε με όποιες κι όποιες απ’ την επικράτεια του Χόλιγουντ. Απ’ το να τρέχουμε για αφροδίσια μεγάλες κοπέλες, ανοργασμικές χίλιες φορές…