Η ΗΛΙΑXΤΙΔΑ ΜΟΥ (2024)
(BOKU NO OHISAMA)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Χιρόσι Οκουγιάμα
- ΚΑΣΤ: Κεϊτάτσου Κοσιγιάμα, Κιάρα Τακανάσι, Σοσούκε Ικεμάτσου, Ριούγια Γουακάμπα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21
Νεαρό αγόρι δίχως κλίση στα ομαδικά αθλήματα, γίνεται ζευγάρι στο καλλιτεχνικό πατινάζ με κορίτσι που γλυκοκοιτάζει. Ο προπονητής τους έχει μεγάλη πίστη στις δυνατότητές τους, όμως, τα όνειρα ενίοτε λιώνουν. Όπως τα χιόνια…
Ο σεναριακός σκελετός της «Ηλιαχτίδας μου» παραπέμπει σε καθαρόαιμο αθλητικό δράμα, εν τούτοις, το αποτέλεσμα που προκύπτει μόνο τέτοιο δεν είναι. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος (όσο και μοντέρ για τις ανάγκες τούτου) Χιρόσι Οκουγιάμα δεν ποντάρει σχεδόν καθόλου στη δυναμική ανάλογων ταινιών, όπως αυτή προκύπτει συνήθως, είτε από την πολυκύμαντη σχέση αθλητή – προπονητή, είτε από τον στόχο του μεγάλου τελικού αγώνα, αλλά αντικαθιστά το κυνήγι της δόξας με την λανθάνουσα αγάπη και τις διαπροσωπικές σχέσεις που επεκτείνονται πέραν των (όποιων) αγωνιστικών γραμμών.
Το ξεκίνημα θυμίζει (ελαφρώς) το «Γεννημένος Χορευτής» (2000). Σ’ ένα νησί βόρεια της Ιαπωνίας, ένα μέρος όπου ο χρόνος περνά αργά και η ζωή των κατοίκων σημαδεύεται από τη διαδοχή των εποχών, ο ντροπαλός Τακούγια αλλάζει το ένα άθλημα μετά το άλλο. Το καλοκαιρινό baseball δίνει τη θέση στο χειμερινό hockey, όμως, σε κανένα εξ αυτών των sports ο νεαρός δεν δείχνει να έχει ταλέντο. Όταν μια μέρα βλέπει στο παγοδρόμιο τη συνομήλική του Σακούρα να προπονείται στο πατινάζ, γοητεύεται από τη χορογραφία των κινήσεών της και προσπαθεί (κάπως αδέξια) να τις επαναλάβει. Ο κύριος Αρακάουα, προπονητής και παλιά δόξα του αθλήματος, συγκινείται από το πάθος που ο πιτσιρικάς καταθέτει στην πίστα, πείθοντας αμφότερους να προπονηθούν μαζί υπό την επίβλεψή του, σχηματίζοντας ένα ιδανικό ζευγάρι καλλιτεχνικού πατινάζ.
Λειτουργώντας ως ταινία ενηλικίωσης, όπου ένας τυπικά ασυνάρτητος έφηβος αδυνατεί να εκφράσει τα αισθήματά του, αναζητώντας τρόπους διαφυγής από μία καθημερινότητα που ολοφάνερα τον πνίγει, «Η Ηλιαχτίδα μου» αφού συστήνει την τριπλέτα των βασικών ηρώων επιχειρεί να δείξει τους τρόπους με τους οποίους η ενασχόληση μ’ ένα άθλημα μπορεί να ενθαρρύνει τη δημιουργία δεσμών ανάμεσα σε εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους. Η συνεισφορά του χαρακτήρα του coach Αρακάουα στη συνθήκη αυτή είναι θεμελιώδης, καθώς είναι ο πρώην επαγγελματίας που μέσω του πάθους του για το πατινάζ δίνει στους νεαρούς την απαιτούμενη ώθηση, κάτι που μέχρι τότε ουδείς είχε κατορθώσει να πετύχει. Είναι, όμως, η δική του προσωπική ζωή που απειλεί να τα τινάξει όλα στον αέρα;
Ο σπόρος της προκατάληψης που στις μικρές επαρχιακές πόλεις φύεται σε βαθμό επικίνδυνο, παίρνει το πάνω χέρι έναντι του αθλήματος και η ερμηνεία συμπεριφορών και εκφράσεων πράττει το ίδιο έναντι της αφήγησης. Ο νεαρός Ιάπωνας auteur επιλέγει κατά το δεύτερο μέρος της ταινίας του να ρίξει ελάχιστο φως στο παρελθόν του προπονητή των δύο παιδιών, κάνοντας τα συναισθήματα, τους φόβους και τις απογοητεύσεις του να είναι περισσότερο διακριτικά από ουσιαστικά, κλιμακώνοντας την πλοκή με τρόπο μινιμαλιστικό (και εντελώς βιαστικό), λες και κάτι τέτοιο απαιτεί το… φεστιβαλικό κύκλωμα. Η «ξεθωριασμένη» pastel χρωματική παλέτα και τα ενίοτε συμμετρικά καδραρίσματα καθιστούν σαφείς τις σκηνοθετικές επιρροές από τον Γουές Άντερσον, όχι όμως και οι κοριτσίστικες ονειρώξεις, ειδικά με τον τρόπο με τον οποίο σερβίρονται στο φινάλε.