BIRD (2024)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άντρεα Άρνολντ
- ΚΑΣΤ: Νικίγια Άνταμς, Φραντς Ρογκόφσκι, Μπάρι Κίγκαν, Τζέισον Μπούντα, Τζάσμιν Τζόμπσον, Φράνκι Μποξ, Τζέιμς Νέλσον-Τζόις
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 119'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Η 12χρονη Μπέιλι μεγαλώνει σε μια φτωχική συνοικία του Κεντ δίχως πολλές ελπίδες φυγής για κάτι καλύτερο. Ενώ ο πατέρας της ετοιμάζεται να ξαναπαντρευτεί (και δεν τη νοιάζει καθόλου), θα γνωρίσει έναν εκκεντρικό άνδρα που ακούει στο όνομα Μπερντ κι αναζητά την οικογένεια που είχε χάσει εδώ και δεκαετίες.
Ακόμα φρέσκο είναι το σινεμά της Άντρεα Άρνολντ, που τόσο αγάπησα με το «Red Road» (2006) και δέκα χρόνια αργότερα το πήγε… πιο ψηλά με το (δυστυχώς δίχως διανομή στη χώρα μας) «American Honey». Γεννημένη το 1961 (!), αλλά με τσαγανό που δεν καταλαβαίνει από ηλικιακούς «περιορισμούς», η Άρνολντ εξακολουθεί να ταυτίζεται με τη νιότη και να την καταγράφει με μοναδικό τρόπο βιωμένης αυθεντικότητας, όμως, για να στηριχτεί ολόκληρη ταινία πάνω σ’ αυτή τη διάθεση απαιτείται και μια ιστορία γερά δομημένη. Ατυχώς, στο «Bird» αυτό το στοιχείο… έχει κάνει φτερά!
Χωρίς να απέχει ιδιαίτερα από την αφηγηματική ελευθεριότητα του «American Honey», η Άρνολντ στέκεται δίπλα στις αγωνίες της νεαρής ηρωίδας της που βολοδέρνει μέσα σ’ ένα περιβάλλον απόρριψης, από τις εφηβικές αγοροπαρέες μέχρι τους ανίκανους για γονική καθοδήγηση ενήλικες. Στο απόλυτο τίποτα της καθημερινότητάς της, εντελώς ξαφνικά, θα ξεπροβάλλει ο Μπερντ, ένα σχεδόν αλλόκοτο πλάσμα που δίνει την εντύπωση του αλαφροΐσκιωτου, μα ο σκοπός της εμφάνισής του έχει μια μορφή λύτρωσης για κατάληξη. Ο Μπερντ αναζητά τους γονείς του που τον έχασαν (;) σε μικρή ηλικία κι έκτοτε τον θεωρούν πεθαμένο.
Η Άρνολντ εμμένει σε μια κινηματογράφηση forced μιζέριας, όπου ο σεναριακός σκελετός παραείναι ισχνός για να προσθέσει ένα κάποιο συναίσθημα με βαρύτητα, εστιάζει στην πλανοθεσία και τη βίαια ωμή καθαρότητα του φιλμ, φορτώνει πρωταγωνιστικά την ηχητική της μπάντα με μουσικά «ιντερλούδια» του Burial ή κάμποσες σεκάνς με τραγούδια περήφανης βρετανίλας (τον πρώτο ρόλο κρατά το «The Universal» των Blur) και δεν βρίσκει καν τον χρόνο για να χτίσει υποπλοκές με σημαίνουσα εξέλιξη.
Ακόμα κι αν γίνουν αποδεκτά με μια κάποια αφέλεια από πλευράς των θεατών όλα αυτά, η διαφυγή προς το στοιχείο του… μαγικού ρεαλισμού που φυλάσσεται ως «κλου» δραματουργικής κορύφωσης αποτελεί μια αδικαιολόγητη ήττα που δυναμιτίζει το όποιο ίχνος σοβαρότητας της ταινίας, σε βαθμό να φλερτάρει με τον ειρωνικό γέλωτα! Κρίμα.