ΜΠΙΓΚ ΧΙΤ (2013)
- ΕΙΔΟΣ: Αστυνομικό Νουάρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κάρολος Ζωναράς
- ΚΑΣΤ: Μελέτης Γεωργιάδης, Κάτια Ο’Γουόλις, Γρηγόρης Γαλάτης, Ευγενία Αποστόλου
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 94’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ
Φιλότιμος κι έντιμος αστυνομικός επιχειρεί να εξιχνιάσει την αυτοκτονία συναδέλφου του, ενώ οι πάντες γύρω του δείχνουν να προσπαθούν με κάθε τρόπο να τον πείσουν να τα παρατήσει. Η εμπλοκή του στην υπόθεση θα γίνεται συνεχώς βαθύτερη.
Η προσπάθεια για ένα ελληνικό remake – homage του «Big Heat» του Φριτς Λανγκ, είναι μια τόσο εξωφρενική ιδέα, που οφείλει κανείς να δώσει πόντους στον Κάρολο Ζωναρά και μόνο επειδή το προσπάθησε. Ένα τόσο ακραίο project θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γελοίο από την πρώτη στιγμή. Κι όμως, η ταινία καταφέρνει με όλα της τα προβλήματα και τα ελαττώματα να διατηρεί μια αξιοπρέπεια και έναν σεβασμό στο αρχικό υλικό έμπνευσης, που σε κάνει να μην την απορρίπτεις.
Ο Ζωναράς διατηρεί σχεδόν αυτούσιο τον κορμό της πλοκής της ταινίας του 1953 με τον Γκλεν Φορντ, αλλά τοποθετεί την ιστορία στη σύγχρονη Αθήνα. Ο αστυνομικός Ντέιβ Μπάνιον μετονομάζεται σε Αριστείδη Κορμά, η γυναίκα του Κέιτι γίνεται Μισέλ και η ερωμένη του αρχικακοποιού αλλάζει όνομα από Ντέμπι σε Λόρι. Κατά τα άλλα, στην ιστορία δεν αλλάζουν πολλά. Μόνο που οι κακοποιοί και οι αστυνομικοί της Αθήνας του 2012, ελάχιστα κοινά έχουν με τους αντίστοιχους Αμερικανούς του 1953…
Η προσπάθεια του Ζωναρά να αλλάξει τον τόπο και το χρόνο, πέρα από τις ειλικρινείς προθέσεις, μοιάζει βεβιασμένη και σε πολλά σημεία «κλωτσάει» αναληθοφάνεια. Η φροντισμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία και το retro styling των ηθοποιών, χάνουν την πειστικότητά τους όταν στα χέρια των ηθοποιών εμφανίζονται κινητά τηλέφωνα, ενώ σε ορισμένα σημεία, όπως η ξανθιά περούκα της Λόρι και η ερμηνεία του ρόλου από την Κάτια Ο’Γουόλις, η ταινία πλησιάζει την αθέλητη παρωδία.
Η πιο χαρακτηριστική σκηνοθετική επιλογή είναι το ντουμπλάρισμα όλων των ηθοποιών από άλλους συναδέλφους τους, που σε κάποιες περιπτώσεις απλώς ανταλλάσσουν ρόλους. Ο Ζωναράς αιτιολόγησε την επιλογή του προηχογραφημένου ντουμπλάζ, λέγοντας ότι ήθελε να μεταφέρει την ατμόσφαιρα ενός ραδιοφωνικού δράματος. Αν υπάρχει κάποιο σχόλιο πίσω από αυτή την επιλογή ή μια προσπάθεια για χιούμορ δεν είναι εμφανής, τουλάχιστον σε κάποιον που δεν έχει διαθέσιμες τις εξηγήσεις του σκηνοθέτη.
Ο θαυμασμός του Ζωναρά για τη δουλειά του Λανγκ είναι σαφής και σε αρκετά σημεία έχει καταφέρει να εντάξει με ωραία, ισορροπημένη ροή σκηνές από την πρωτότυπη ταινία. Στο σύνολό του, ωστόσο, το «Μπιγκ Χιτ» μοιάζει ένα εκκεντρικό πείραμα που εκπέμπει ιδιόρρυθμο θαυμασμό, αλλά και έλλειψη κατεύθυνσης και στόχου.