BETTER MAN (2024)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Μουσική Βιογραφία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικλ Γκρέισι
- ΚΑΣΤ: Στιβ Πέμπερτον, Άλισον Στίντμαν, Κέιτ Μαλβάνι, Φρέιζερ Χάντφιλντ, Ντέιμον Χέριμαν, Ρέιτσελ Μπάνο, Τομ Μπατζ, Τζέικ Σίμανς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 134'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: THE FILM GROUP
How did I get mixed up with this fuckin’ monkey anyhow?
Θα το πω όπως το αισθάνθηκα και όπως του αρμόζει: έμεινα μαλάκας! Το μοναδικό πράγμα που ήξερα για το «Better Man» πριν το δω ήταν η πληροφορία πως ένας… CGI χιμπαντζής «υποδύεται» τον Ρόμπι Γουίλιαμς σε κάτι ενδεχομένως πιο raw, honest and real κι από την περσινή αυτοβιογραφική σειρά ντοκιμαντέρ του NETFLIX. Ούτε καν ένα trailer του φιλμ δεν είχα παρακολουθήσει, ίσως (κι) από έλλειψη ενδιαφέροντος. Τι θα κατάφερνε να μου / μας πει ένα τέτοιο gimmick, αναρωτιόμουν. Μέσα σε λίγα λεπτά, γνωρίζοντας πολύ καλά το περιεχόμενο και την πορεία του διάσημου τραγουδιστή, έγειρα πίσω στο κάθισμα του κινηματογράφου και… προσπαθούσα να μην βγάζω επιφωνήματα ή να χειροκροτώ! Γέλασα, συγκινήθηκα, ήθελα να χορέψω ή να τραγουδήσω κάποια από τα μεγαλύτερα hits του Γουίλιαμς, όπως δεν το είχα ξανακάνει ποτέ μέχρι σήμερα! Με άλλα λόγια, τον κατάλαβα. Τον ένιωσα. Και παραδέχτηκα με χαρά κι ενθουσιασμό πως, τελικά, το «Better Man» είναι μία από τις σημαντικότερες ταινίες της φετινής σεζόν! Που αξίζει να ζήσεις σ’ ένα σινεμά. Γεμάτο θεατές. Οι οποίοι (θα) συμμετέχουν (σχεδόν εν αγνοία τους) σε μια μαζική «ιεροτελεστική» πράξη κάθαρσης.
Απομακρυνόμενοι από το concept μιας απλής μουσικής βιογραφίας που μπορεί και να έμοιαζε με ναρκισσιστική αγιογραφία, ο Γουίλιαμς και ο Μάικλ Γκρέισι χρησιμοποίησαν μια «εναλλακτική» persona παρουσίασης του κεντρικού ήρωα στη μεγάλη οθόνη, με τρόπο τόσο εξαιρετικά πρωτότυπο που μονάχα με το (επίσης εκκεντρικά παράτολμο) εγχείρημα του Τοντ Χέινς και του διαβόητου short «Superstar: The Karen Carpenter Story» (1987) θα μπορούσα να το συγκρίνω! Από τις Barbie dolls του τότε, περνάμε σε μία αποθέωση της σημερινής ψηφιακής τεχνολογίας, όπου αντί για το πρόσωπο του τραγουδιστή (σε κάθε ηλικία) παρακολουθούμε έναν φυσικότατο σε εκφράσεις χιμπαντζή, ο οποίος αφηγείται τη ζωή του Γουίλιαμς με αποστομωτική ειλικρίνεια.
Η φωνή του Γουίλιαμς μας εισάγει σ’ ένα «fuckin’ entertaining» ride που τηρεί την υπόσχεσή του, με ξεκίνημα στα 1982 και το παιδί της λαϊκής γειτονιάς που δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές, μ’ έναν πατέρα που λάτρευε τους Αμερικανούς crooners και ζήλευε μια παρόμοια καριέρα στη σκηνή, ακόμη και στην πιο εξαθλιωμένη local pub ή αίθουσα συνεστιάσεων, ώσπου παίρνει την απόφαση και παρατάει την οικογένειά του για να κυνηγήσει αυτό το όνειρο ζωής. «Ευνουχισμένος» από πατρική φιγούρα (και την αντίστοιχη αγάπη), ο νεαρός Ρόμπι ονειρεύεται με τη σειρά του να νιώσει αυτό που θα τον κάνει καλύτερο άνθρωπο, για τον εαυτό του και τους δικούς του ανθρώπους. Με παιδιάστικη φωνή, εκτελεί μια πανέμορφα συμφωνική version του «Feel» που προσθέτει στο έργο μια μιούζικαλ διάσταση (!), σε πνίγει στο συναίσθημα και γύρω στα δώδεκα λεπτά του φιλμ εμφανίζεται ο τίτλος του «Better Man». Έχεις ήδη «ψωνίσει»!
Όλο το κομμάτι της συμμετοχής του στους Take That, σχεδόν πριν καν ενηλικιωθεί, με την κυριολεκτική εκτόξευση στο stardom και συγκρίσεις μεγέθους επιτυχίας ακόμη και με τους Beatles (μόνο για τη Μεγάλη Βρετανία, εννοείται), μοιάζει με ένα «τρενάκι του τρόμου» που ακολουθεί της αδιανόητης χορευτικής σεκάνς στη Regent Street του Λονδίνου (με ένταση φαντασμαγορίας που φέρνει στον νου έως και το κορυφαίο «An American in Paris»!). Να τονιστεί πως αποφεύγεται κάθε χρήση σύνθεσης του Γκάρι Μπάρλοου (ακόμη και στην προαναφερθείσα σεκάνς, χρησιμοποιείται το «Rock DJ»!), δηλώνοντας έμμεσα το μίσος του προς τον πρώην συνεργάτη του και δημιουργό των μεγαλύτερων σουξέ των Take That ο οποίος έγινε πάμπλουτος, ενώ τα υπόλοιπα μέλη του boy band ψωμολυσσούσαν. Μέχρι και οι ηχογραφήσεις των τραγουδιών δουλεύτηκαν εξαρχής για το soundtrack, δίχως τα φωνητικά του Μπάρλοου!
Πίσω από την εκμετάλλευση ατζέντηδων και δισκογραφικών, ο εξαναγκασμός σε φυγή από τον δημόσιο βίο (θαυμάσια η στιγμή όπου η μητέρα του Γουίλιαμς κλείνει τις κουρτίνες του σπιτιού τους για να «απομακρύνει» τον όχλο), η εξουθένωση από τις περιοδείες, η κατάθλιψη, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά. Όσο «τυποποιημένα» κι αν ακούγονται όλα αυτά, ο Γκρέισι τα κάνει να δείχνουν πραγματικά βιωμένα (όπως και είναι…), με θαρραλέα σκληρότητα και δημιουργική τρέλα, δανειζόμενος λόγια από τα προσωπικά hits του τραγουδιστή (που ενίοτε αποκτούν νέο νόημα). Ο δρόμος της εκδίκησης μέσω της solo καριέρας δεν ωραιοποιεί τίποτα, οι καταχρήσεις θυμίζουν την «αρρώστια» από σεκάνς του «Trainspotting» (1996), η (κατεστραμμένη) σχέση του με την Νικόλ Άπλτον (των All Saints) δεν παρουσιάζεται με τρόπο που εκβιάζει για συναισθηματική εξιλέωση ή αποποίηση ευθυνών και η (σκηνή ανθολογίας) κορύφωση της εμφάνισης στο Knebworth Festival αποκτά επικές διαστάσεις μονομαχίας (!) με το κάθε «alter ego» που δίχασε την ύπαρξη του Γουίλιαμς προς χάριν της κατανάλωσής του από τους fans.
Ο Ρόμπι Γουίλιαμς σήμερα είναι ζωντανός. Είναι ο χιμπαντζής του. Και… he did it his way. Το «Better Man» κατεβάζει αυλαία μ’ ένα ηχηρό «Fuck yourselves!» προς κάθε αποδέκτη (το λες και μάθημα ζωής) και σ’ αφήνει με μια γαμημένα όμορφη αίσθηση κινηματογραφικής ψυχαγωγίας που σου αξίζει. Δικαιωματικά. Πόσο ταινιάρα!