BARBARA (2017)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ματιέ Αμαλρίκ
- ΚΑΣΤ: Ζαν Μπαλιμπάρ, Ματιέ Αμαλρίκ, Βενσάν Περανί, Ορόρ Κλεμάν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Μια ηθοποιός υποδύεται σε ταινία τη θρυλική τραγουδοποιό Μπαρμπαρά, με την ίδια αλλά και τον σκηνοθέτη να μπλέκουν τη μυθοπλασία και την πραγματικότητα.
Είναι προφανής ο θαυμασμός τόσο της Ζαν Μπαλιμπάρ όσο και του Ματιέ Αμαλρίκ για την Μπαρμπαρά στην ταινία που έκαναν για εκείνη. Η θρυλική Γαλλίδα τραγουδοποιός, που αποτελεί ένα σύμβολο για το γαλλικό chanson, δεν είχε μια τυπική καριέρα, ούτε ένα τυπικό ρεπερτόριο. Ντυμένη πάντα στα μαύρα, έγραφε μελαγχολικά τραγούδια για μάταιες αγάπες, για τον θάνατο, για συναντήσεις που δεν έμελλε να γίνουν, επηρεασμένα από τις δικές τραυματικές εμπειρίες. Τον πόλεμο, τα δύσκολα παιδικά χρόνια, την κακοποίηση από τον πατέρα της. Και είχε ένα φανατικό κοινό που τη λάτρευε.
Τη λατρεία τους αυτή, λοιπόν, δείχνουν ο Αμαλρίκ και η Μπαλιμπάρ (πρώην ζευγάρι) με μια ταινία που ενώ είναι βιογραφία, δεν μοιάζει καθόλου με τέτοια! Είναι η δική τους meta (σιχαίνομαι κάπως τον όρο, αλλά περί αυτού ακριβώς πρόκειται) εκδοχή μιας βιογραφίας της Μπαρμπαρά. Είναι η ιστορία μιας ηθοποιού, της Μπριζίτ, που υποδύεται την Μπαρμπαρά σε μια κινηματογραφική βιογραφία, την οποία σκηνοθετεί ένας θαυμαστής τής chanteuse, τον οποίο ερμηνεύει ο Αμαλρίκ, ο σκηνοθέτης δηλαδή της ταινίας που παρακολουθούμε εμείς. Στο τελικό αποτέλεσμα, η «Barbara» είναι ένας συνδυασμός της διαδικασίας του γυρίσματος της ταινίας, της ταινίας μέσα στην ταινία, αλλά και κάποιων αρχειακών video, στα οποία εμφανίζεται η πραγματική Μπαρμπαρά.
Μπερδεύτηκες; Δεν είναι δύσκολο, θα σ’ το πω κι εγώ. Χρειάζεται λίγος χρόνος μέχρι να μπεις στον ρυθμό του φιλμ και να αντιληφθείς ποιο κομμάτι είναι τι. Πού αρχίζει και πού τελειώνει η μυθοπλασία, η καταγραφή της και η αποτύπωση της πραγματικότητας. Ο Αμαλρίκ προφανώς δεν ήθελε να γυρίσει μια τυπική κινηματογραφική βιογραφία. Ξέρεις, αυτές με τη γραμμική αφήγηση ή ένα τεράστιο flashback, από το οποίο περνά όλη η ζωή του καλλιτέχνη. Από τα δύσκολα παιδικά χρόνια, στη γνωριμία με τη μουσική, την αναγνώριση και μερικά ενδιάμεσα επεισόδια από την προσωπική ζωή, κατά προτίμηση κάτι που να έχει να κάνει με αισθηματικό δράμα και πονεμένες ερωτικές σχέσεις.
Καμία σχέση με τούτο εδώ. Προς τιμήν του, ο Αμαλρίκ επέλεξε έναν λιγότερο εύκολο, συναισθηματικό και δημοφιλή τρόπο, μια μέθοδο που βάζει βαθμό δυσκολίας στον θεατή σε ό,τι αφορά την παρακολούθηση της ιστορίας, αλλά αποδίδει σε ό,τι αφορά την απόδοση της προσωπικότητας της Μπαρμπαρά. Μιας γυναίκας με ιδιαίτερο χαρακτήρα, εκρήξεις, ιδιορρυθμίες. Σ’ αυτό βοηθά ιδιαίτερα και το γεγονός ότι η Ζαν Μπαλιμπάρ μοιάζει, στη φιγούρα και στην όψη, πολύ με την Μπαρμπαρά. Ψιλόλιγνη και με μεγάλες θεατρικές κινήσεις, η Μπαλιμπάρ καταφέρνει πραγματικά να υποδυθεί με αποτελεσματικότητα μια ηρωίδα που δεν είναι εύκολο να αποδοθεί. Τραγουδώντας η ίδια πολλά από τα τραγούδια τής Μπαρμπαρά, είτε σε σκηνές γυρίσματος είτε σε πρόβες που κάνει μόνη της, περνάει την προσωπικότητα της τραγουδοποιού κυρίως με τη σωματική της ερμηνεία, έστω κι αν η – επαρκέστατη – φωνή της δεν έχει το ίδιο ακριβώς χρώμα και έκταση με εκείνη της Μπαρμπαρά.
Το story δεν έχει τόση σημασία, άλλωστε στην πραγματικότητα… δεν υπάρχει ουσιαστικά. Το ίδιο ισχύει και για τους δευτερεύοντες χαρακτήρες, που έχουν πολύ λίγα πράγματα να κάνουν, ακόμη και όταν ερμηνεύονται από διάσημους ηθοποιούς, όπως η Ορόρ Κλεμάν που παίζει την ηθοποιό που υποδύεται τη μητέρα της Μπαρμπαρά. Σε ό,τι αφορά τον Αμαλρίκ, σε αυτήν την ταινία είναι καλύτερος σκηνοθέτης από ηθοποιός. Στον ρόλο τού φανατικού θαυμαστή της Μπαρμπαρά – σκηνοθέτη Ιβ, παίζει τονίζοντας υπερβολικά τον θαυμασμό του τόσο για την τραγουδοποιό όσο και για την Μπαλιμπάρ.