ΑΡΚΑΝΤΙΑ (2025)
- ΕΙΔΟΣ: Ψυχολογικό Δράμα Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιώργος Ζώης
- ΚΑΣΤ: Βαγγέλης Μουρίκης, Αγγελική Παπούλια, Έλενα Τοπαλίδου, Νικόλας Παπαγιάννης, Βαγγέλης Ευαγγελινός, Αστέριος Ρίμαγμος Ρήγας, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Έλενα Μαυρίδου, Φλομαρία Παπαδάκη, Γιώργος Μπινιάρης, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Δάφνη Ιωακειμίδου-Πατακιά, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Νίκος Γεωργάκης, Αλέξανδρος Βούλγαρης, Πέτρα Καλαμποκά, Μαρία Κατσανδρή, Λένα Γιάκα, Παναγιώτα Γιαγλή, Δημήτρης Γιατζουζάκης
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 99'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Θανατηφόρο τροχαίο υποχρεώνει τον Γιάννη και την Κατερίνα να βιώσουν τη διαδικασία αναγνώρισης πτώματος σε νεκροτομείο. Η ταυτότητα του θύματος θα συνδυαστεί με σειρά αποκαλύψεων που θ’ αναστατώσουν τις ζωές περισσότερων ανθρώπων, σ’ ένα παραθεριστικό κέντρο… άψυχο εντός της χειμερινής περιόδου.
Τα καλά νέα. Ο Γιώργος Ζώης τολμά να δοκιμαστεί με ταινία είδους. Τα κακά νέα. Το κάνει με φόρμα… weird «art-house»-ιάς για φεστιβαλική κατανάλωση. Ως γνωστό, στο σινεμά προτιμώ το πρώτο. Διότι το σινεμά το έμαθα ως θεατής. Και έτσι εξακολουθώ να το αγαπώ. Εάν ο θεατής (μέσα μου) δεν περάσει καλά, ο κριτικός (της σκέψης μου) αντιδρά… άσχημα. Αγριεύει. Και θυμώνει.
Και είναι κρίμα. Γιατί ο Ζώης δείχνει να ξέρει πώς να στήσει πλάνα, ατμόσφαιρες κι έναν κόσμο με παράδοξη εικαστικότητα, ακόμη και στη θέα του πλέον απλοϊκού ή συνηθισμένου. Δεν την παλεύει σεναριακά, όμως. Εδώ με συνυπεύθυνη την Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη. Το «Αρκάντια» είναι φορτωμένο με ιδέες και ευρήματα, όμως, όταν η ορθολογική συνέπεια της γραφής συγκρούεται με την ιστορία του φιλμ, το «τροχαίο» που προκύπτει είναι σαφώς πιο ολέθριο σε bodycount (διότι ίσως πάρει σβάρνα κάμποσους αθώους θεατές…). Το δε περιεχόμενο αυτής της ιστορίας δεν επιτρέπει σε εμβάθυνση αναφορών στην πλοκή, διότι θα «χαθεί» το όλο μυστήριο (το οποίο αποτελεί ένα υποτιθέμενο χάρισμα της ταινίας).
Έτσι, η προσέγγιση του «Αρκάντια» μένει ευνουχισμένη, ίσως έρμαιο αποσπασματικών παρατηρήσεων, για ένα έργο που επίσης αποσπασματικά βρίσκει τις (οπτικές) αναλαμπές του, μέσα σ’ ένα χυμαδιό από σεκάνς οι οποίες αυτοθαυμάζονται για την «υπνωτιστική» υποβλητικότητά τους, ανίκανες να πουν κάτι παραπάνω.
Η σεναριακή θρηνολογία της ανθρώπινης απώλειας αναζητά μια ουτοπική εκδοχή του παραδείσου με τρόπο που μπορεί να συναντά και το γραφικά άκομψο, βρίσκοντας το αποκορύφωμά της στη νυχτερινή σεκάνς ηδονισμού και στο montage του δημοτικού τραγουδιού (το οποίο με «πέταξε» εντελώς έξω). Οι «σπαζοκεφαλιές» (με το σπασμένο βάζο, με τον σκύλο του αστυνομικού και με τα παπούτσια, to name but a few) μπορούν να προκαλέσουν από απορία, από γέλια, έως και την ανάγκη να τραπεί κανείς σε φυγή, δίχως τη διάθεση να βγάλει άκρη σχετικά με το τι συμβαίνει στο «Αρκάντια» (πρέπει να είναι κανείς ηλίθιος για να μην το έχει αντιληφθεί γύρω στο πρώτο τέταρτο…). Ενίοτε, οι «εξηγήσεις» πέφτουν και πάνω σε λάθη ή πράγματα που δεν αξίζει να τοποθετήσεις σε λογικό πλαίσιο για να δικαιωθείς εσύ ή το έργο.
Πάνω από όλα αυτά, η διάσημη… εκφραστική ατονία του Βαγγέλη Μουρίκη και της Αγγελικής Παπούλια συνθλίβει κάθε απόπειρα του Ζώη να κάνει το έργο επαφή με τον θεατή. Κάποτε πρέπει να νιώσουν και οι ίδιοι οι ηθοποιοί πως το απλανές βλέμμα σε «pause» και η τεθλιμμένη μουγκαμάρα δεν αποτελούν δείγματα υποκριτικής δεινότητας και πρώτοι εκείνοι οφείλουν να επαναστατήσουν ενάντια σε σκηνοθέτες που τους ζητούν να επαναλαμβάνουν προηγούμενες κινηματογραφικές τους εμφανίσεις σαν «προσωπεία» αμηχανίας, μπας κι έρθει αυτή η ρημαδιασμένη η ώρα που θα καταλάβουμε ποιος κοροϊδεύει ποιον και ποιος είναι ο πραγματικά ατάλαντος! Διότι αυτό το πράγμα δεν είναι παίξιμο. Και προσβάλλει αμφότερες πλευρές. Με ευγένεια το λέω, μπορούσα και πολύ χειρότερα…
Τι άλλο να πω; Εγώ είμαι της σχολής… Σιάμαλαν! Έχω ανάγκη από μια ιστορία πλήρη και αφηγηματικά βατή για να οδηγηθώ στη συγκίνηση και να βγω από την αίθουσα με αναμνήσεις που θα κρατώ από ένα φιλμ για πάντα. Καιρό μετά, από το «Αρκάντια» θυμάμαι κυρίως ένα πλάνο μ’ έναν γερανό που δεν μπορούσε να σηκώσει ένα αμάξι το οποίο είχε ανατραπεί στο κενό, στο φράγμα του Μαραθώνα. Ωραία εικόνα.