Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ (2025)
(ANNIVERSARY)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Πολιτικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιαν Κομασά
- ΚΑΣΤ: Νταϊάν Λέιν, Κάιλ Τσάντλερ, Μάντελαϊν Μπρούερ, Ζόι Ντόιτς, Φίμπι Ντάινεβορ, ΜακΚένα Γκρέις, Ντάριλ ΜακΚόρμακ, Ντίλαν Ο’Μπράιεν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 112'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Η πολυμελής οικογένεια των Τέιλορ γιορτάζει την επέτειο του γάμου της Έλεν και του Πολ με μία δυσάρεστη έκπληξη: ο υιός Τζος παρουσιάζει στους γονείς του τη νέα του σύντροφο, μια κοπέλα που η Έλεν είχε εξοστρακίσει ως Ακαδημαϊκός και σήμερα εμφανίζεται ως συγγραφέας ενός ακραίου αναγνώσματος που καλεί στη δημιουργία μίας (μετ)αλλαγμένης Αμερικής.
Ο Πολωνός Γιαν Κομάσα («Corpus Christi») μετακομίζει στις ΗΠΑ και σκηνοθετεί ένα είδος πολιτικοκοινωνικής δυστοπίας που αντικατοπτρίζει μία (πιθανή;) παρεκτροπή της σημερινής τραμπικής πραγματικότητας. Το concept είναι ιντριγκαδόρικο, καθώς παρακολουθεί τις μεταλλάξεις του καθημερινού βίου μίας μεγαλοαστικής οικογένειας μέσα από επετειακές και άλλες εορταστικές συγκεντρώσεις των μελών της, σε συνάρτηση με την «Αλλαγή» που επιφέρει σταδιακά η δημοτικότητα ενός bestseller το οποίο προωθεί επικίνδυνα τον αυταρχισμό. Εκεί που η «Επέτειος» τα βρίσκει σκούρα είναι όταν ο θεατής θ’ αντιληφθεί πως η δράση του έργου δεν ξεπερνά σχεδόν ποτέ τα όρια της… αυλής των Τέιλορ, ευνουχίζοντας έτσι ένα σημαντικό(τατο) κομμάτι της αφήγησης που (μοιραία) αφήνει πίσω του πολλά κενά.
Χρησιμοποιώντας ένα βιβλίο ως εφαλτήριο για τη δημιουργία ενός νέου κινήματος, με ρίζες εταιρικού αυταρχισμού που εξαπλώνονται ύπουλα στην κοινωνία προκαλώντας μία αίσθηση απολυταρχικού καθεστώτος, ο Κομάσα φαντάζεται τη διασπορά ενός πατριωτικού «ιού» που (θα) καταπατά κάθε έννοια Δημοκρατίας, ελευθερίας της έκφρασης, επιλογής στην άποψη και διαφορετικότητας, εμφανίζοντας ως αποτέλεσμα μία τρομακτική παρεκτροπή λογοκρισίας (και λογοδοσίας!) που φυλακίζει (με ή χωρίς εισαγωγικά) τον πολίτη ακόμη και μέσα στο ίδιο του το σπίτι.
Υπό αυτή την έννοια, ο δραματουργικός περιορισμός της δράσης της «Επετείου» στους χώρους της οικίας των Τέιλορ έχει κάποιο νόημα. Από την άλλη, όμως, ο θεατής παρακολουθεί ένα «θολό τοπίο» στο οποίο ο έξω κόσμος δεν έχει σχεδόν ποτέ μια κάποια διάδραση με το σεναριακό καταστασιακό της αφήγησης (πιο ουσιαστική εξαίρεση αποτελεί η σεκάνς του λιντσαρίσματος μίας από τις κόρες της οικογένειας, της από κάθε άποψη πιο radical, που προκαλεί τα πλήθη με τον αναρχικό της λόγο από τη σκηνή ενός stand-up show). Είναι σαν να σου λένε πως από μία ταινία τύπου «The Purge» (2013) μπορούν να απουσιάζουν οι πράξεις βίας που χαρακτηρίζουν την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου φιλμικού ευρήματος!
Το φινάλε της ταινίας δίνει την εντύπωση πως ολόκληρη η αμερικανική κοινωνία ζει υπό συνθήκες… «1984» (!), προκαλώντας μία σχετική έκπληξη για το… πότε (και πως) διάολο συνέβη όλο αυτό, με τον Κομάσα να φορτώνει με εξωφρενική υπερβολή την πολιτική αλληγορία του έργου, το οποίο σου «κλείνει το μάτι» στο τελευταίο κάδρο του με μία αδικαιολόγητα απλοϊκή κατακλείδα εκδίκησης. Θα λειτουργούσε καλύτερα εάν (και) το υπόλοιπο φιλμ βασιζόταν σ’ έναν παρόμοια κυνικό τόνο.
