ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΕΝΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ (1959)
(ANATOMY OF A MURDER)
- ΕΙΔΟΣ: Δικαστικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ότο Πρέμινγκερ
- ΚΑΣΤ: Τζέιμς Στιούαρτ, Λι Ρέμικ, Άρθουρ Ο’Κόνελ, Μπεν Γκαζάρα, Ιβ Άρντεν, Τζορτζ Σ. Σκοτ, Κάθριν Γκραντ, Όρσον Μπιν, Ρας Μπράουν, Μάρεϊ Χάμιλτον, Μπρουκς Γουέστ, Τζόζεφ Ν. Γουέλτς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 161'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SUMMER CLASSICS
Βετεράνος δικηγόρος σε επαρχιακή πόλη της Αμερικής αναλαμβάνει την υπεράσπιση ενός στρατιωτικού, ο οποίος έχει ομολογήσει πως σκότωσε τον βιαστή της γυναίκας του. Άραγε, υπάρχει τρόπος ώστε να μην κριθεί ένοχος;
Η «Ανατομία Ενός Εγκλήματος» μοιάζει εκ των υστέρων με αποχαιρετισμό στην αμερικανική κοινωνία της δεκαετίας του ’50, με ταυτόχρονο καλωσόρισμα στη σημαντικά πιο ανοιχτόμυαλη του ‘60. Με μια σειρά από ακομπλεξάριστα ειλικρινείς συζητήσεις περί βιασμού, σπέρματος, κακοποίησης, εσωρούχων, γυναικείας σεξουαλικότητας, καθώς και διερεύνησης της σχέσης μεταξύ ψυχιατρικής κατάστασης και εγκληματικών πράξεων, το φιλμ του Ότο Πρέμινγκερ περιστρέφεται συνεχώς (και μάλιστα εντός του «ιερού» χώρου μιας δικαστικής αίθουσας) γύρω από το ένα θέμα taboo στο άλλο, εγκαινιάζοντας άτυπα τη νέα εποχή που ερχόταν.
Το στόρι είναι απλούστατο, σε σημείο που διαβάζοντάς το εύλογα αναρωτιέσαι πως γίνεται ένα τέτοιο σενάριο ν’ απλωθεί σε σχεδόν τρεις ώρες διάρκειας δίχως να «κρεμάσει». Σε μικρή πόλη του Μίσιγκαν, λοιπόν, ο πρώην εισαγγελέας Πολ Μπίγκλερ πλέον δείχνει πως ενδιαφέρεται περισσότερο για το ψάρεμα και την jazz μουσική παρά για τη δικηγορία. Έπειτα από προτροπή του έχοντος ιδιαίτερη αδυναμία στο ποτό, φίλου και μέντορα του, Πάρνελ ΜακΚάρθι, αναλαμβάνει την υπεράσπιση του υπολοχαγού Φρέντερικ Μάνιον, ο οποίος δύο βράδια πριν δολοφόνησε τον ιδιοκτήτη του τοπικού bar αφού ο τελευταίος είχε επιτεθεί και βιάσει την ποθητή γυναίκα του αξιωματικού, Μάριον. Η πέραν πάσης αμφιβολίας ενοχή (ως προς την πράξη της δολοφονίας) του καθ’ ομολογίαν δράστη εκ πρώτης όψεως κάνει την υπεράσπισή του (με απώτερο στόχο την αθώωσή του) να δείχνει όχι απλά δύσκολη, αλλά… απελπιστική. Ο Νόμος, εν τούτοις, μπορεί να κρύβει διάφορα «παράθυρα» τα οποία επιτρέπουν σε μια φαινομενικά απλή υπόθεση φόνου ν’ αποκτήσει χαρακτήρα πολυεπίπεδης δικονομικής αντιπαράθεσης περί βιασμού, εκδίκησης και παραφροσύνης.
Με το «μυστήριο» της δολοφονίας να έχει καεί εξαρχής και το σασπένς τύπου «ποιος τον σκότωσε;» να είναι εξ ορισμού αδύνατον να υπάρξει, η αγωνία για την τύχη του κατηγορουμένου προκύπτει μοναχά από τη διαδικασία της δίκης, η οποία άλλωστε ούτε λίγο ούτε πολύ καλύπτει τα δύο τρίτα της διάρκειας της ταινίας. Υπάρχει, άραγε, η αμυδρή (έστω) υποψία πως ο υπολοχαγός μπορεί να είναι αθώος; Ποια είναι τα κρυφά χαρτιά που ενδεχομένως κρατούν στα χέρια τους δημόσιος κατήγορος και υπεράσπιση; Θα μπορέσουν να πείσουν τους ενόρκους; Τι θα κάναμε εμείς εάν ήμασταν στη θέση τους; O Πρέμινγκερ λαμβάνει όλα αυτά τα ερωτήματα υπ’ όψη του, όμως, αντιμετωπίζοντάς τα υπό το πρίσμα της ηθικής και όχι του ξερού εγκλήματος, στο πλαίσιο μιας τυπικής δίκης. Εκμεταλλευόμενος τα πλεονεκτήματα που απλόχερα χαρίζει το αμερικανικό δικαστικό σύστημα στήνει μία σχεδόν θεατρική παράσταση, όπου με πρόσχημα έναν φόνο εξετάζονται με τρόπους που για την εποχή τους μέχρι και βλάσφημοι θα μπορούσαν να εκληφθούν θέματα γάμου, θρησκείας, αφοσίωσης, οικογενειακών σχέσεων και ελευθεριότητας των ηθών. Μάλιστα, δίχως να καταφεύγει σε εύκολους συναισθηματισμούς, διατηρώντας σε όλη τη διάρκεια της ταινίας μια κυνική αποστασιοποίηση, διανθίζοντας τους διαλόγους με αιχμηρά σχόλια και καυστικό χιούμορ.
Η ασάφεια της αντικειμενικής πραγματικότητας ναι μεν είχε εμφανιστεί ως ιδέα στο «Rashomon» (1950), όμως, εδώ η συνθήκη αυτή τίθεται υπό το μικροσκόπιο του Νόμου. Η διερεύνηση της πιθανής σεξουαλικής συγκατάθεσης της Λόρα Μάνιον προς τον δολοφονημένο βιαστή της θέτει τη δίκη προ μιας σειράς αδιεξόδων και αποκλίσεων, με την καθοριστική κουβέντα γύρω από ένα εσώρουχο να μοιάζει μέχρι και αδιάφορη για τον σημερινό θεατή, εν τούτοις, μάλλον σοκαριστική για εκείνον του ’50. Η δε ευθεία ερώτηση του άτρωτου κατήγορου Ντάνσερ (του Τζορτζ Σ. Σκοτ) προς την «πεταχτούλα» Μάριον (της Λι Ρέμικ), για το κατά πόσο φορά πάντα ή όχι κιλότα όταν βγαίνει μόνη της έξω τα βράδια, είμαι σίγουρος πως θα έκανε σημαντική μερίδα του τότε κοινού να κοκκινίσει από ντροπή! Παρεμπιπτόντως (και κατά την ταπεινή μου γνώμη), η εμφάνιση της Ρέμικ αποτελεί μία (παραγνωρισμένη) παρακαταθήκη του φιλμ σε ό,τι αφορά ερμηνεία και attitude, αφού η Μάριον καταφέρνει να συνδυάσει πρόκληση και αθωότητα μοιάζοντας ύποπτη (στον σύζυγό της), μα και θύμα (σε πολλούς από τους υπόλοιπους). Η σκηνή που βγάζει το καπέλο για να δείξει τα μαλλιά της στον δικαστή, επιβεβαιώνει μ’ έναν παιχνιδιάρικα λάγνο τρόπο το άνωθεν σκεπτικό.
Η ερμηνεία του Νόμου και ο τρόπος με τον οποίο η εκ των πραγμάτων ατελής γνώση των υπό εξέταση γεγονότων στέκουν ως καθοριστικοί παράγοντες λήψης δικαστικών αποφάσεων (ζωής ή θανάτου, εν προκειμένω) στην «Ανατομία Ενός Εγκλήματος». Τα μεταβαλλόμενα κοινωνικά πρότυπα αποτελούν την αναντίρρητη ουσία της.