ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΜΙΑΣ ΠΤΩΣΗΣ (2023)
(ANATOMIE D'UNE CHUTE)
- ΕΙΔΟΣ: Ψυχολογικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζιστίν Τριέ
- ΚΑΣΤ: Σάντρα Χούλερ, Σουάν Αρλό, Μιλό Μασαντό Γκρανέρ, Σαμιουέλ Τάις, Αντουάν Ρεϊνάρ, Τζένι Μπεθ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 150'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Ο Σαμουέλ κείτεται νεκρός στο χιονισμένο έδαφος, έξω από το chalet του. Θανάσιμη πτώση ή δολοφονική ενέργεια; Ο μοναδικός άνθρωπος που βρισκόταν κοντά του κατά τη διάρκεια του μοιραίου συμβάντος ήταν η σύζυγός του. Υπάρχουν στοιχεία που υπονοούν την πιθανή ενοχή της; Οι απαντήσεις θ’ αναζητηθούν στη δίκη της Σάντρα Βοϊτέρ.
Πώς μπορείς ν’ αναζητάς την αλήθεια όταν δεν γνωρίζεις την πραγματικότητα; Είναι ένα καίριο, ύπουλο και πλέον σύγχρονο ερώτημα, για μια εποχή όπου τα social media «δικάζουν» καθημερινά τις ζωές όλων μας. Με έναν αλληγορικό τρόπο, η Ζιστίν Τριέ επιχειρεί εδώ μια κυριολεκτική (φιλμική) «Ανατομία», η οποία εξετάζει ουχί απλά την πιθανή ενοχή της ηρωίδας της, αλλά την «Πτώση» ολόκληρης της κοινωνίας μας, βασισμένη σε ένα από τα πιο συγκλονιστικά (και πρωτότυπα) σενάρια με τα οποία είχε την τύχει να καταπιαστεί το (παγκόσμιο) σινεμά εσχάτως. Παρακολουθώντας την καθαρότητα της αφήγησης της «Ανατομίας μιας Πτώσης», αυτή την τόσο λεπτεπίλεπτη καταγραφή και περιγραφή της δομής ενός συντροφικού, μα σχεδόν σε αποσύνθεση ανθρώπινου βίου, υπήρξε η στιγμή που βαθιά μέσα μου αναφώνησα: «Τι τεράστια μαλακία ήταν τελικά ο ‘Κρυμμένος’ του Μίκαελ Χάνεκε;»!
Προσοχή, όμως. Ο Χάνεκε είναι καλύτερος σκηνοθέτης από την Τριέ. Αλλά δεν θα ήταν ποτέ ικανός να γράψει ένα τόσο πλήρες σενάριο, με ιστορία, διαλόγους, εξέλιξη πλοκής και στυγνά ωμά συμπεράσματα ως τροφή σκέψης για τον θεατή. Εκεί που μοιάζουν ο Χάνεκε και η Τριέ είναι στην ψυχρότητα της απόστασης από το έμψυχο αντικείμενό τους. Εκείνος, βέβαια, το κάνει (και) από μισανθρωπία. Η Τριέ, από την άλλη, δεν ευνουχίζει το δικαίωμα στο συναίσθημα. Μα, δεν επιδιώκει να συμπονά. Παρατηρεί. Και κρατά το «νυστέρι». Όχι σε ένα χειρουργικό δωμάτιο για να θεραπεύσει, αλλά σε ένα… νεκροτομείο, για να μπει όσο πιο βαθιά γίνεται μέσα στη «σάρκα» του θέματός της και να εξηγήσει ανατομικά τα αίτια ενός «εγκλήματος». Εκείνου του έρωτος. Του σε γάμου κοινωνία. Της συμβίωσης. Και του θεσμού της οικογένειας.
Τηρώντας τα δομικά στοιχεία ενός (βραδείας καύσης) δικαστικού δράματος (ενίοτε και στα όρια του θρίλερ), η Τριέ συστήνει το οικογενειακό περιβάλλον της Σάντρα σαν ένα σχεδόν εμπόλεμο μέτωπο, στα πρόθυρα της ρίψης μαζικής ποσότητας πυρών. Λίγο αργότερα, ο Σαμουέλ κείτεται νεκρός πάνω στο χιόνι, με ίχνη αίματος τριγύρω που γεννούν ερωτηματικά. Ήταν μία ατυχής πτώση ή προηγήθηκε ένα χτύπημα μοιραίο. Μονάχα η Σάντρα βρισκόταν εντός της οικίας τους στο συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, με τον ανήλικο Ντάνιελ να έχει πάει για βόλτα με τον σκύλο του (απαραίτητος συνοδός, καθώς το παιδί έχει σχεδόν χάσει την όρασή του, αποτέλεσμα ατυχήματος προ ετών, με βαρύτητα γονικής αμέλειας). Η Σάντρα δεν είναι σε θέση ν’ αντιληφθεί μέχρι που μπορεί να φτάσει μια τέτοια υπόθεση, καλεί σε βοήθεια έναν παλιό φίλο που τυγχάνει δικηγόρος, οι Αρχές κρίνουν πως οι καταθέσεις που συγκεντρώθηκαν είναι αντιφατικές και η ηρωίδα της Τριέ καταλήγει να κατηγορείται για τον φόνο του συζύγου της, με την ίδια να δηλώνει (φυσικά) αθώα.
Από τη στιγμή που η Τριέ θα μπει στην αίθουσα του δικαστηρίου, τα δύο αντίπαλα μέτωπα θα ξεκινήσουν μια παρτίδα ping-pong εντάσεων, με τον θεατή έρμαιο της συνειδησιακής του κρίσης έναντι της κάθε υποκειμενικής πληροφόρησης για το παρελθόν του ζευγαριού, με το παιδί στη μέση να παίζει ρόλο – κλειδί. Ο σχεδιασμός των χαρακτήρων είναι εξαιρετικός. Το σενάριο ξεγυμνώνει κάθε πτυχή της σχέσης του ζευγαριού, δίχως να υιοθετεί κάποια agenda που θα επιδείκνυε μονοπάτια ευνοϊκότερης ταύτισης για το ανδρικό ή το γυναικείο κοινό (επιτέλους, ένα σπάνιο κατόρθωμα σε καιρούς όπου η «πολιτική ορθότητα» και ο όποιος δικαιωματισμός ανάμεσα στα δύο φύλα μοιάζει με μάστιγα!). Η Σάντρα ούτε έχει ενοχοποιηθεί επειδή είναι γυναίκα, ούτε δικάζεται από την «πατριαρχία». Την βαραίνει μια υποψία ενοχής. Και γι’ αυτήν πρέπει να υπάρξει μια ετυμηγορία. Από ποιον από… όλους, όμως;
Σε μια σχεδόν δίχως σημασία φάση της εξέλιξης της ακροαματικής διαδικασίας, η Τριέ κατευθύνει τον φακό της κάμερας / ματιάς της προς το κοινό που παρακολουθεί τη δίκη της Σάντρα. Είναι μία «προέκταση» του χώρου της κινηματογραφικής αίθουσας, μία προφανής εστίαση – σχόλιο επάνω στην αδηφάγα όρεξη του κοινωνικού συνόλου σήμερα, να παραγνωρίσει την ύπαρξη των ενόρκων και να βγάλει τα δικά της συμπεράσματα, να παρα-βιάσει προσωπικά δεδομένα, να χωθεί μέσα από κλειδαρότρυπες, να βγάλει ένα πόρισμα το οποίο θα έχει φιλτραριστεί από προσωπικές αντιλήψεις οπτικής. Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του σεναρίου της, η «Ανατομία μιας Πτώσης» μεταθέτει στον θεατή τον τοξικά (έκφραση της μοδός) δυσάρεστο ρόλο του όχλου που δίνει δικές του ερμηνείες και «δικάζει» το καθετί, γνωρίζοντας μονάχα ένα τμήμα της πραγματικότητας που ίσως έχει επιλέξει ή έχει «κατευθυνθεί» να πιστέψει. Ανάλογα με τα «θέλω» του θεατή, η Σάντρα είναι ένοχη, είναι ένα τέρας εγωπάθειας, μια άπιστη (και μάλιστα με αμφισεξουαλική «ταυτότητα»), μια γυναίκα που δεν της αξίζει να είναι σύντροφος ή (και) μάνα. Ή το θύμα ενός ηττοπαθούς και καταπιεστικού «ψυχοβγάλτη» συζύγου, που ευρισκόμενος σε αντεπίθεση για να προστατεύσει και ν’ ανυψώσει το εγώ του, δυναμίτιζε τους δεσμούς αυτής της οικογένειας, ώσπου κατέληξε να παραδοθεί σε διαθέσεις αυτοχειρίας;
Δεν είναι καθόλου απλή η κατάσταση εδώ, καθώς η Τριέ παίζει σε αμέτρητα ψυχαναλυτικά tableau συσχετισμών, εμπλέκοντας μέχρι και την ανάμειξη της μυθοπλασίας ως εκδοχή αντιγραφής της «πραγματικότητας», πηγής έμπνευσης ικανής να διαστρεβλώνει τα δεδομένα μιας ζωής. Πνευματώδεις διάλογοι και «debate» λεκτικών διαξιφισμών δίνουν και παίρνουν όσο διαρκεί η δίκη, χτίζοντας ένα σασπένς περιέργειας (του θεατή) γύρω από την υπόθεση. Φυσικά και θέλουμε να μάθουμε τι συνέβη στ’ αλήθεια. Μπορεί, όμως, ακόμη και η αμεροληψία της Δικαιοσύνης να κρίνει όλα τα χρόνια συνύπαρξης αυτού του ζευγαριού; Μπορεί ένας «τρίτος», ένας απλός συλλέκτης σκόρπιων στοιχείων, να κατανοήσει τι υπήρχε πίσω από μία τυχαία πτώση, μία αυτοκτονία ή μία δολοφονία, επί σειρά ετών; Και μπορεί να προσθέσει μέσα σε όλη αυτή τη δοκιμασία κι ένα ανήλικο παιδί – μάρτυρα (#diplhs);
Χωρίς να «ζορίζει» το καστ της, καθοδηγώντας το προς τόνους μελοδραματικούς (καθόλου δεν την ενδιαφέρει κάτι τέτοιο), η Τριέ αποσπά ψύχραιμες και χαμηλότονες ερμηνείες από τους βασικούς πρωταγωνιστές της, που «σπάνε» ρεαλιστικά στις πιο δύσκολες στιγμές αποκαλύψεων ή εξομολογήσεών τους, με (προφανώς) ισχυρό πιόνι της την Σάντρα Χούλερ (αξέχαστη στο «Toni Erdmann»), μα πιο σοκαριστική έκπληξη την ερμηνεία του ανήλικου Μιλό Μασαντό Γκρανέρ, που σε μερικές σκηνές σε κάνει να ξεχνάς ότι παρακολουθείς ταινία.
Πέραν ενός αριστουργηματικού σεναρίου (υπολογίζω από τώρα μια θέση στις οσκαρικές υποψηφιότητες της κατηγορίας του πρωτότυπου), η Τριέ φυλάει για το τέλος τον δικό της σκηνοθετικό baladeur. Τα λεπτά που απομένουν μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας στο δικαστήριο, έρχονται να κλέψουν το οξυγόνο που αναπνέεις, προκαλώντας μια ασφυκτική αίσθηση αμφιβολίας, ανασφάλειας και τρόμου γι’ αυτό που η Δικαιοσύνη θεώρησε σωστό (;). Το σασπένς, πια, είναι (τόσο παράδοξα!) αφόρητο. Περιμένεις μια μεγάλη ανατροπή, ένα δραματικό ξέσπασμα, ίσως κι ένα θανατικό ακόμη, «τιμωρητικό» ή μοιραίο. Ο νους σου πηγαίνει προς το χειρότερο. Και το τελευταίο πλάνο της «Ανατομίας μιας Πτώσης» στρέφει το βλέμμα του… προς εσένα. Είναι ένα (υποκειμενικό) βλέμμα ενοχής. Δικής σου ενοχής! Μπροστά σε μια εικόνα γαλήνης και αρμονίας. Που θα ήσουν σε θέση να στερήσεις από έναν συνάνθρωπό σου ανά πάσα στιγμή. Με τις πιο κακόβουλες σκέψεις σου. Για την «πτώση» κάποιων άλλων. Αθώων ή (και) ένοχων! Εσένα τι σε νοιάζει;