ΤΟ ΗΣΥΧΟ ΚΟΡΙΤΣΙ (2022)
(AN CAILÍN CIÚIN)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κολμ Μπερέιντ
- ΚΑΣΤ: Κάθριν Κλιντς, Κάρι Κρόουλι, Άντριου Μπένετ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 94'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Για να μην είναι βάρος στην εγκυμοσύνη της μητέρας της, η μικρή Κάιτ εγκαταλείπει το φτωχικό της δυσλειτουργικής οικογένειάς της και φιλοξενείται για το διάστημα του καλοκαιριού στο σπίτι της ξαδέλφης της πρώτης. Το μεσήλικο ζευγάρι των εντελώς άγνωστων (μέχρι τότε) «δικών της» θα της προσφέρει πρωτόγνωρη φροντίδα και στοργή, ξεχνώντας ένα μυστικό που βασανίζει τις ψυχές του.
Σκηνοθετικό ντεμπούτο μυθοπλασίας μεγάλου μήκους για το σινεμά από τον Ιρλανδό Κολμ Μπερέιντ, το «Ήσυχο Κορίτσι» διαθέτει στοιχειώδεις αρετές, καλαισθησία στα (παλαιομοδίτικα «τετράγωνα») κάδρα του και απλοϊκότητα στην αφήγησή του, δίχως ροπή προς την υπερβολή. Όπως λέει και ο τίτλος, ελαφρώς ειρωνικά και εις βάρος του φιλμ κατά τη γνώμη μου, είναι (και) ένα… ήσυχο έργο. Με μία ακόμη πιο… ήσυχη ιστορία, δυστυχώς.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, μια φτωχική και πολυμελής ιρλανδική οικογένεια αναμένει τον ερχομό ενός ακόμη παιδιού, το οποίο θα αυξήσει τις ευθύνες και τα ζόρια όλων τους. Η μητέρα επικοινωνεί δι’ αλληλογραφίας με μια ξαδέλφη της και της ζητά ν’ αναλάβει την μικρή Κάιτ για το καλοκαίρι, τουλάχιστον μέχρι να γεννήσει. Το ζεύγος των συγγενών (που δεν είχε γνωρίσει ποτέ μέχρι τότε) έρχεται να παραλάβει το κορίτσι και το φιλοξενεί στην οικία του, προσφέροντάς του ένα δικό του δωμάτιο, καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και, σταδιακά, δόσεις αγάπης που θα κάνουν την Κάιτ να τους αντιμετωπίσει σαν πραγματικούς γονείς. Σ’ αυτό το σπιτικό, όμως, υπάρχει ένα (ελαφρώς προβλέψιμο) μυστικό, όσο και μία χρονική ημερομηνία λήξης που φαίνεται πως θα πληγώσει τους πάντες.
Ο Μπερέιντ δίνει όλη του την έμπνευση και την καλή του διάθεση στο οπτικό μέρος της ταινίας, προσφέροντας πανέμορφες εικόνες μιας γαλήνιας επαρχίας, καθώς περνά από τη σκυθρωπή μιζέρια του πατρικού σπιτιού στη φωτεινή θαλπωρή ενός πιο ευνοϊκού κλίματος για το μεγάλωμα του ανήλικου κοριτσιού. Οι χαρακτήρες δεν είναι «χάρτινοι» και η διαχείριση των σχέσεων, κυρίως σε ότι αφορά στους «θα ήθελαν να είναι οι γονείς της» Κάιτ, έχει ενδιαφέρουσες διακυμάνσεις, καθώς η μικρή αρχικά μοιάζει να μην «χωρά» πουθενά σε τούτο τον κόσμο ή να γίνεται «αντικείμενο εκμετάλλευσης» για να καλύψει ένα κάποιο κενό στη ζωή άλλων ανθρώπων, με την ίδια να στέκει σαν κάτι το «περιττό» ή «διακοσμητικό». Όλα αυτά παρουσιάζονται με μια ευγένεια και συναίσθημα που δείχνει τις διαστάσεις του καθώς περνά η ώρα. Ατυχώς, ο Μπερέιντ δεν έχει και πολλά να πει μέσα από την τόσο λιτή και… ήσυχη ιστορία του (ως συν-σεναριογράφος), ακολουθώντας όχι παραδοσιακές οδούς κινηματογραφικής αφήγησης για το συγκεκριμένο είδος, αλλά τη σύγχρονη (και «της μοδός», όπως και στην επιλογή του aspect ratio…) μέθοδο της ψυχρής αποστασιοποίησης του καταστασιακού, ο σκελετός του οποίου παραμένει ισχνός και αδιάφορος.
Η ομορφιά του έργου, στην τελική, μοιάζει άσκοπη και δεν μπορεί να καλύψει τις αδυναμίες της δραματουργίας, που σίγουρα δεν συντίθεται από σκόρπια (μα εξαιρετικά φωτογραφημένα) πλάνα, τα οποία δεν αντικατοπτρίζουν τίποτα από τον ψυχισμό της κεντρικής ηρωίδας. Το φινάλε και η διττή ερμηνεία της χρήσης της λέξης «πατέρα», μας προσφέρουν ίσως την πιο ουσιαστική στιγμή αυτού του «Ήσυχου Κοριτσιού», μαζί και μια πιθανή ελπίδα πως ο Μπερέιντ θ’ αφοσιωθεί περισσότερο στο σενάριό του την επόμενη φορά.