ΤΡΕΛΗ ΑΓΑΠΗ (2014)
(AMOUR FOU)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί Εποχής
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γέσικα Χάουσνερ
- ΚΑΣΤ: Κρίστιαν Φρίντελ, Μπέρτι Σνέινκ, Στέφαν Γκρόσμαν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 96'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Εγωιστικά, (αυτο)καταστροφικά, εξωφρενικά ρομαντικός, ο Βερολινέζος αμφιλεγόμενος και περιβόητος (πλέον) ποιητής και συγγραφέας Χάινριχ φον Κλάιστ ψάχνει να βρει μια γυναίκα που θα ερωτευτεί και θα τον ερωτευτεί. Όχι για να ζήσουν μαζί, αλλά για να πεθάνουν μαζί. Αυτοκτονώντας. Και τη βρίσκει στη Χενριέτε Φόγκελ, σύζυγο ενός γνωστού του, η οποία ανακαλύπτει ότι πάσχει από ανίατη ασθένεια.
Αυτή την ταινία δεν μπορείς παρά να τη θαυμάσεις. Ειδικά άμα σκαμπάζεις κάτι παραπάνω από τον μέσο θεατή από Ιστορία Τέχνης ή / και λογοτεχνία. Καταρχήν για τα αριστοτεχνικά, λεπτοδουλεμένα κάδρα / πλάνα της, που φέρνουν αβίαστα στο μυαλό το έργο του Γιοχάνες Βερμέερ, και δη μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής, σε ήσυχους, άσπρους, γκρίζους, γαλάζιους, πράσινους, μπορντό, καφέ ή μπλε σκούρους τόνους, όπου τα έντονα, φωσφοριζέ θαρρείς, κόκκινο (στο σακάκι της Χενριέτε όταν ο Χάινριχ της προτείνει να πεθάνουν μαζί) και κίτρινο (στο τελευταίο φόρεμά της) κάνουν δύο καίριες, σημαδιακές, όλο παλμό εμφανίσεις / δηλώσεις.
Κάδρα στατικά, που αναγεννούν ιδανικά την αποστειρωμένη, εγκλωβισμένη σε άκαμπτους τύπους, κλασικά φαλλοκρατική, αλλά πανέμορφη στην όψη καθημερινότητα της βερολινέζικης αριστοκρατίας του 1811, χρίζοντας ταυτόχρονα αυτή την «Αγάπη» ξεχωριστή, αφού δεν μοιάζει με σχεδόν καμία άλλη ταινία εποχής που έχεις δει. Μέσα τους, ακόμα και οι ηθοποιοί φαντάζουν ως στοιχεία μιας «νεκρής φύσης», καθώς πλην από μια σκηνή χορού, δεν κινούνται παρά ελάχιστα, απερίγραπτα νωχελικά (σαν σε αργή κίνηση), και κυρίως στο πρόσωπο. Στα χείλη. Όταν μιλούν ή τραγουδούν (λίγο μετά την αρχή μια διάσημη diva της εποχής και η Χενριέτε, περίπου στα μισά ξανά η Χενριέτε, και στο τέλος η κόρη της – τέσσερα τραγούδια που αποτελούν και, όλη κι όλη, τη μουσική επένδυση του φιλμ).
Να υποκλιθείς, επίσης, στο υπόκωφο, λεπτά ειρωνικό, δηλητηριώδες χιούμορ της. Που αναρωτιέται για τη φύση τού έρωτα, αναγνωρίζοντας τις βαθιά εγωιστικές τάσεις του. Αφήνοντας αναπάντητο το ερώτημα για το κατά πόσο μπορεί να απελευθερώσει από ή να εγκλωβίσει ακόμα περισσότερο τον άνθρωπο στις επιθυμίες και τους φόβους του. Και συμψηφίζοντάς τον εύστοχα και πονηρά με μια ανεξιχνίαστη, από λάθος ασθένεια.
Ναι, αυτή την ταινία δεν μπορείς παρά να τη θαυμάσεις. Μόνο. Γιατί δεν μπορείς να τη νιώσεις. Να την αγαπήσεις. Δίνοντας τόση υπερβολική σημασία στην αισθητική της, υποβάλλοντας τους ηθοποιούς της σε τόσο στεγνή, απειροελάχιστη, σχεδόν απάνθρωπη εκφραστικότητα, διατηρώντας το χιούμορ της τόσο πεισματικά εγκεφαλικό, αλλά και παρεκκλίνοντας περιστασιακά από τα περί έρωτος για να βάλει στο παιχνίδι (πάντα με ειρωνική διάθεση) και τις κοινωνικές της ανησυχίες (στις συζητήσεις των πρωταγωνιστών για το αν θα πρέπει να φοβούνται τις συνέπειες της Γαλλικής Επανάστασης, την ανάγκη ύπαρξης αριστοκρατίας, αλλά και απαλλαγής της από οποιοδήποτε φόρο), προκύπτει εξαιρετικά επιτηδευμένη, ελιτίστικη και απρόσιτη. Γεμάτη από μεγάλες ιδέες, αλλά άδεια από αληθινά συναισθήματα.