ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ (2021)
(AMERICAN TRAITOR: THE TRIAL OF AXIS SALLY)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δικαστικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικλ Πόλις
- ΚΑΣΤ: Μίντοου Γουίλιαμς, Τόμας Κρέτσμαν, Αλ Πατσίνο, Κάρστεν Νόργκααρντ, Λόλα Κεντ, Μιτς Πιλέτζι, Σβεν Τέμελ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 109'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Η δίκη της Αμερικανίδας Μίλντρεντ Γκίλαρς, γνωστής ως «Axis Sally», η οποία κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου εκφωνούσε διά ραδιοφώνου τη ναζιστική προπαγάνδα του Γιόζεφ Γκέμπελς, στοχεύοντας να πλήξει το ηθικό των συμπατριωτών της. Προδότρια ή θύμα;
Στο κείμενό μας για εκείνα τα «Έξι Λεπτά πριν τα Μεσάνυχτα», στην αρχή της φετινής θερινής σεζόν, αναφέραμε πως η κινηματογραφική μυθολογία περί του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου μοιάζει να είναι ανεξάντλητη. Πριν… στεγνώσει το μελάνι, έρχεται η εκ νέου επιβεβαίωση της συγκεκριμένης πραγματικότητας διαμέσου τούτης της «Αμερικανικής Προδοσίας» (πλην απροόπτου, μάλιστα, έρχονται προσεχώς και νέες επιβεβαιώσεις…). Η ταινία του κάποτε αγαπητού στο indie κύκλωμα σκηνοθέτη Μάικλ Πόλις, πραγματεύεται μια υπόθεση που δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως υποσημείωση, όχι μόνο του πολεμικού φάσματος της περιόδου 1939 – 1945, αλλά και των κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων που ακολούθησαν τη λήξη της παγκόσμιας σύγκρουσης. Υπό αυτό το πρίσμα, θα έπρεπε να είναι κάτι το αληθινά σπουδαίο η εξιστόρηση της δίκης της Μίλντρεντ Γκίλαρς, ώστε να κεντρίσει το ενδιαφέρον του κοινού που σίγουρα αγνοεί την εν λόγω δικαστική σύγκρουση. Ατυχώς, η «Προδοσία» είναι ένα απερίγραπτο φιλμ, που δεν θα έστεκε αξιοπρεπώς ούτε σε μεταμεσονύχτια ζώνη περιφερειακού τηλεοπτικού καναλιού.
Έπειτα από πολλαπλές αποτυχημένες απόπειρες ν’ ακολουθήσει καριέρα ηθοποιού στο Χόλιγουντ, η Μίλντρεντ Γκίλαρς καταλήγει στο Βερολίνο της δεκαετίας του ’30, όπου με τη βοήθεια του φίλου κι ερωμένου της Μαξ Ότο Κόισβιτζ ξεκινά καριέρα τραγουδίστριας στα cabaret της πόλης. Η βελούδινη, γοητευτική χροιά της φωνής της επισημαίνεται από τον Γκέμπελς, ο οποίος αναγνωρίζει στο πρόσωπό της τον άνθρωπο που μπορεί να δώσει τον κατάλληλο τόνο στο προπαγανδιστικό του όραμα. Ο πόλεμος νεύρων και η επιδιωκόμενη κατάπτωση ηθικού των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων, γίνεται ο αποκλειστικός στόχος των ραδιοφωνικών εκπομπών της «Axis Sally» (παρατσούκλι που της κόλλησαν οι Αμερικανοί φαντάροι), καθώς ο «εργοδότης» της δείχνει να συμμερίζεται απολύτως τη σπουδαιότητα της συγκεκριμένης (γκεμπελικής) τακτικής του. Μέσω διαρκών μπρος-πίσω στο χρόνο, η «Αμερικανική Προδοσία» επιχειρεί να ρίξει φως στη χλιδάτη βερολινέζικη ζωή της Γκίλαρς, όπου ο εναγκαλισμός με τους Ναζί αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της, καθώς και ν’ αναπαραστήσει την επί αμερικανικού εδάφους δίκη της, στα 1948, στην οποία βρέθηκε κατηγορούμενη για εσχάτη προδοσία.
Συνηθίζω να λέω για (τις μέτριες) ταινίες που εξιστορούν αληθινά γεγονότα, πως επαναπαύονται στην όποια σπουδαιότητα της πραγματικότητας που επιθυμούν να παρουσιάσουν, με αποτέλεσμα συχνά να ξεχνούν αρκετά από τα συστατικά τα οποία δύνανται να κάνουν ένα φιλμ απολαυστικό. Σε τούτη την «Προδοσία», σκηνοθέτης, σεναριογράφοι, ηθοποιοί και παραγωγοί πηγαίνουν το άνωθεν σκεπτικό δυο-τρία βήματα παραπέρα, αφού δείχνουν χαρακτηριστική απροθυμία ν’ ασχοληθούν με το οτιδήποτε μπορεί να αποτελεί μέρος μιας κινηματογραφικής παραγωγής. Καταλήγει έτσι το εγχείρημά τους να αναδύει εντονότατο… straight to video άρωμα παρελθόντων δεκαετιών, από εκείνα που οι βιντεοκλαμπάδες χρησιμοποιούσαν ως «μαξιλάρι» για το πίσω μέρος του ραφιού με τα αζήτητα, αφού όσο και να διατυμπάνιζαν στην αθώα πελατεία τους πως «παίζει ο Αλ Πατσίνο, τι να λέμε τώρα», το πράγμα βρωμούσε από την αφίσα του και μόνο.
Αλήθεια είναι, βέβαια, πως ο Πατσίνο είναι ο μόνος από όλους τους εμπλεκόμενους που σου δημιουργεί τη βεβαιότητα πως έχει ξαναπατήσει έστω μια φορά το πόδι του σε κινηματογραφικό set. Κυκλοφορώντας καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ μ’ ένα μουστάκι σκέτη τρέλα, ο τελικός λόγος που βγάζει ως δικηγόρος υπεράσπισης αποτελεί ένα σχεδόν συγκινητικό δείγμα σεναριακής γραφής, μαζί και ερμηνείας, πόσω μάλιστα αν αναλογιστεί κανείς το τι έχει προηγηθεί. Η πρωταγωνίστρια Μίντοου Γουίλιαμς υποδύεται την Γκίλαρς μ’ ένα μονίμως… ζουζουνίστικο ύφος ηδυπάθειας (σε κάποια στιγμή πίστεψα πως θα νιαουρίσει, στ’ αλήθεια!), δείχνοντας αποφασισμένη να μην το πάρει αλλιώς, ακόμη κι αν με κάποιο μαγικό τρόπο πληροφορούνταν πως ο Χίτλερ κέρδισε τελικά τον πόλεμο και η ίδια θα γίνει η μόνιμη φωνή του Τρίτου Ράιχ. Η περίπτωσή της θυμίζει ατάλαντη γκόμενα που κάποιος μεγαλοπαραγωγός επέβαλε σε studio με το έτσι θέλω, το εντυπωσιακό της υπόθεσης, όμως, είναι πως στην προκειμένη παραγωγός είναι… η ίδια, αφού από λεφτά έχει αμέτρητα ως η μοναδική κληρονόμος της αμύθητης περιουσίας του γηραιού, ζάμπλουτου και… μακαρίτη πια συζύγου της!
Όχι, δηλαδή, πως η παραγωγή σφύζει από χλιδή, αφού σκηνικά, κοστούμια και φωτογραφία δεν δείχνουν να έχουν παιδέψει τους υπεύθυνους για περισσότερα από λίγα λεπτά της ώρας, με τα γυρίσματα στην… Κόστα Ρίκα να μην αποτελούν ακριβώς κάποια σοφή κίνηση σπουδαίας έμπνευσης. Κάπου μέσα σ’ όλα αυτά, πληροφορούμαστε πως η Γκίλαρς κακοποιήθηκε από τον Γκέμπελς, κάτι που προσπάθησε να χρησιμοποιήσει ως γερό αθωωτικό χαρτί της. Ο δικηγόρος της, ονόματι Τζέιμς Λάφλιν, επί της ουσίας δεν ασχολήθηκε με την υπόθεση, αφού τον ένοιαζε μονάχα η δημοσιότητα (μέχρι εκείνη την τελική του αγόρευση, τουλάχιστον), ο δε βοηθός του, τον οποίο μάζεψε κυριολεκτικά από το δρόμο δίνοντάς του (προς μεγάλη του έκπληξη) το υπερασπιστικό χρίσμα της πελάτισσάς του, σε κανένα σημείο της πλοκής δεν γίνεται σαφές τι ακριβώς εξυπηρετεί η παρουσία του, πέραν από το να σπάει πλάκα μαζί του το αφεντικό του! Το λέει (περίπου) και ο ίδιος ο Μπίλι Όουεν σε συνέντευξή του, που παίζει παράλληλα με τους τίτλους τέλους. Εάν, πάντως, έβλεπε τον τρόπο με τον οποίο τον υποδύεται εδώ ο ηθοποιός Σβεν Τέμελ, ένα-δυο καντήλια θα τα έριχνε.