FreeCinema

Follow us

ΜΙΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΛΗΣΤΕΙΑ (2018)

(AMERICAN ANIMALS)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα Παρανομίας
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπαρτ Λέιτον
  • ΚΑΣΤ: Έβαν Πίτερς, Μπάρι Κίγκαν, Μπλέικ Τζένερ, Τζάρεντ Έιμπραμσον
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 116'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS

Το 2004 στο Κεντάκι τέσσερις νεαροί την έπεσαν στο ακριβότερο εκπαιδευτικό collector’s item των ΗΠΑ. Το 2018 μια ταινία υπεξαίρεσε το τι έλαβε χώρα. Όχι, σοβαρά τώρα, αφού μας το διηγούνται και οι ίδιοι. Τι, δεν μας / τους πιστεύετε;

Συνήθως σκάβει τον λάκκο του όποιος δραματοποιεί κάτι (f)actual. Φανταστείτε να έχει αποφασίσει ότι μπορεί να κουμαντάρει, παράλληλα με τη μεταφορά του, και το στοιχείο της πραγματικότητας, χωμένο στην ίδια δύσκολη εξίσωση. Αφενός πρέπει να είναι πολύ μούτρο για να μη φάει το κεφάλι του. Αφετέρου πρόκειται για ένα πείραμα που πλέον εντοπίζεις τόσο αραιά σε ντόπια εμπορική σκοτεινή αίθουσα ώστε, ακόμη κι αν βλέπεις επί δεκαετίες ντοκιμαντέρ (εκεί συνήθως επιχειρείται η συνύπαρξη), μπορεί να αισθανθείς ότι ανακαλύπτεις ένα πρωτοφανέρωτο genre. Όλα τα παραπάνω δεδομένα συνωμοτούν αγαστά στο κατ’ ουσίαν fiction ντεμπούτο για τον Μπαρτ Λέιτον, που εξελίσσει τελειοποιητικά το υβριδικό σχέδιο με το οποίο, μετά από καριέρα χρόνων σε doc της μικρής οθόνης, πρωτοεντυπωσίασε επ’ αφορμής τού «The Imposter» (2012), απρόβλητου εδώ. Στα ίδια κατατόπια (ένα παράδοξο του αστυνομικού δελτίου, η οικογένεια και η μετεφηβική ηλικία ως καμβάδες, η τέχνη του εγκλήματος, ένα αδιόρατα σκωπτικό αλλά όχι χωρίς συμπάθεια βλέμμα στα «αμερικανάκια» και τις ζωές τους, οι καταθέσεις – κινούμενη άμμος) αλλά με τη μυθοπλασία πλέον να παίρνει το πάνω χέρι, αυτή είναι μια από κάθε άποψη ξηγημένη δουλειά, καρφωμένη μόνο από την… κορνίζα (τα πλαίσια, τις συμβάσεις) του genre στο οποίο μοιραία ανήκει – και το οποίο, όμως, προς τιμήν της και προς επίρρωσιν του επιτεύγματος, έχει φέρει δεόντως τα πάνω κάτω.

«Αυτό δεν είναι βασισμένο σε μια αληθινή ιστορία», μας πρωτομπάζει στο νόημα, σπέρνοντάς μας ζιζάνια για το τι θα… παίξει, το σουπεράκι της εισαγωγής. Σε ό,τι ακολουθεί αρχικά νομίζεις ότι έχει πάρει γραμμή από το «Έτοιμη για Όλα» (οι συνεντεύξεις στον απογυμνωτικά διερευνώντα φακό, όχι πια εκείνον των – σατιριζόμενων – media αλλά του κινηματογραφικού μέσου) μέσω της αναψηλαφητικής crime σχολής ντοκουμέντου του Έρολ Μόρις ο Λέιτον. Ο οποίος, όμως, αποδεικνύεται κλεπταποδόχος (όπως αυτός που κάποια στιγμή όντως ψάχνει και βρίσκει στη φατσάρα του Ούντο Κίερ στο Άμστερνταμ ο αδέξια νιουμπάς στον υπόκοσμο αρχηγός) περιωπής με πολύ πιο θρασύ δομικά τσαγανό, καθώς σπάει και επί δίωρο μοιράζει τη λεία του από την true story υπόθεση. Ποια είναι αυτή; Κουαρτέτο φοιτητών έγιναν πρωτοσέλιδο ως δράστες κλοπής κειμηλίων από βιβλιοθήκη πανεπιστημίου. Ο σκηνοθέτης κατά πρώτον έγραψε ένα σενάριο απαντώντας στην αγία πεντάδα των ερωτημάτων που πρέπει να θέτει ένας δημοσιογράφος ή μπάτσος ή script-er: πού, πώς, πότε, γιατί, ποιοι. Εξασφαλίζοντας όχι απλώς την άδεια και την εμπιστοσύνη όλων των βασικών εμπλεκομένων (θυτών και θυμάτων), ενώ ακόμη «έτρεχαν» οι συνέπειες των συμβάντων, αλλά και ότι θα αυτοί θα συμπρωταγωνιστούσαν τεκμηριωτικά, on camera συνεργοί των άγνωστών τους (σωτήρια αμοιβαία συμφωνημένη προϋπόθεση) ηθοποιών οι οποίοι τους υποδύονται στο βασισμένο στις «ομολογίες» φιξιονάρισμα. Κι αν κάποιος πάει να βγάλει λάδι την πάρτη του με φούμαρα; Και πώς ενώνεις τις δύο μόντες; Και τι αφήνεις στο μοντάζ; Ε, αν βγεις όχι απλώς σώος αλλά και με μια πραγματικά καλή ταινία από κάτι τέτοιο, είσαι μεγάλη μάρκα.

Ο Λέιτον γλιστράει σαν Φαντομάς μεταξύ της (σοφά) μειοψηφίας των αναδρομικών de profundis των (αντι)ηρώων της διπλανής πόρτας και της πλειοψηφίας της μετα-αφήγησης στο πλατώ, της αναπαράστασης 100% με τους όρους ενός heist movie, της πλέον ψυχογραφικά και κοινωνικά καίριας εξόν συναρπαστικής αμερικανιάς – όταν γίνεται σωστά, όπως εδώ. Τι παντελονιάζει και σου πουλάει; Πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, στο Λέξινγκτον του Κεντάκι («στο top 20 των πόλεων από άποψη ποιότητας ζωής στις ΗΠΑ», όπως μας λέγεται καμαρωτά off), ένα με αθλητική υποτροφία τρελόπαιδο από εν προόδω διαλυμένο σπίτι, μια καλλιτεχνική ψυχή στο πεζό μεροκάματο, ένας ψύχραιμος σπασίκλας με τετράγωνη λογική κι ένας σφίχτης του σαλονιού, όλοι από καλές μεσοαστικές οικογένειες και καλά παιδιά (όχι σαν του Σκορσέζε), πίστεψαν ότι βρήκαν την άκρη για μια κορυφαία μπάζα – ευκολάκι: σπάνιες εκδόσεις, φυλασσόμενες υποτυπωδώς στη σχολή τού ενός της σπείρας. Εμπόδια στον δρόμο τους; Μια μεσόκοπη βιβλιοθηκονόμος, που θα φρόντιζαν να μην πάθει κακό, και ο… κινηματογράφος (ω του meta σχολίου!), καθώς όντας άσχετοι με το modus operandi μιας τέτοιας βρωμοδουλειάς κατέφυγαν σ’ αυτόν για να διδαχθούν πώς θα κινηθούν. Οι γνωστότερες ταινίες ληστείας τους έδειξαν πώς να παρακολουθήσουν τον επίμαχο χώρο και τη ρουτίνα του, να προμηθευτούν ό,τι χρειάζονται για το ντου, να εντοπίσουν επίσημη πιστοποίηση και διαθέτη για τα τιμαλφή, να καταστρώσουν το άπαν, να μεταμφιεστούν, να μπουκάρουν, να εξουδετερώσουν προσωρινά τον θηλυκό κέρβερο, να βουτήξουν τα παλαίτυπα, να εξαφανιστούν. Ενώ εμείς – παν μέτρον άριστον, άλλο ένα ελαφρυντικό – δεν θα φορτωθούμε παρά μόνο δύο απ’ αυτά τα δίκην μπούσουλα classic (πλάνα του «The Killing», που μονοχρωματίζει την οθόνη και μετά το πέρας του, και κάτι από την ονοματική παλέτα των αρσενικών του «Reservoir Dogs», που βαφτίζει ανεκδοτολογικά τη συμμορία), το μόνο που απομένει στα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα είναι ό,τι έχουν στην εντέλεια προβάλει (#diplhs) στο μυαλό τους να το υλοποιήσουν κιόλας. Εφόσον το κάνουν, τι μπορεί να (μην) πάει στραβά και τι κατάληξη θα έχει το άπαν;

Το déjà vu, σε τύπους και καταστάσεις και διαλόγους και πλοκή, που έχουν σωρεύσει στη συλλογική μνήμη κι αισθητική αυτά ακριβώς τα φιλμ – αναφορά, φτυαρίζει εις βάρος τού εγκεφάλου πίσω απ’ την κάμερα και του δικού σου εγκεφάλου, με μια δεύτερη σασπενσιάρικη κλιμάκωση μετά το επίμαχο… χτύπημα, σ’ έναν οίκο δημοπρασιών, να ψιλοϋποφέρει, όπως και δύο μουσικές επιλογές (ένας Ντόνοβαν κι ένας Έλβις, ΟΚ, νύξεις σε παλιότερη τάλε κουάλε cinematic χρήση τους αλλά boοοring). Μα περισσότερο ίσως κι απ’ το σημαινόμενο (η η-ζωή-δεν-είναι-σινεμά ονειροσυντριβή ως επακόλουθο της us αυθυποβολής τού acting out τις όποιες ενορμήσεις σου: να νιώσεις ζωντανός, να πιάσεις άκοπα τον the good life στόχο, να αποδράσεις απ’ τα στεγανά του ενήλικου μέλλοντος, να «γράψεις» μοναδικά), που ο εξομολόγος, ψυχολόγος, ανακριτής, ανατόμος Λέιτον έχει εξαγάγει τεχνηέντως απ’ τους κομβικούς φιλοξενούμενους του true story (που εν προόδω αποδεικνύονται καθηλωτικοί όσο και το συλλογικά υποδειγματικό ανσάμπλ υποκριτών) και φυγαδεύει στο ιστόρημα (προσέξτε πώς οι ενίοτε αντικρουόμενες μαρτυρίες τους αναδιαμορφώνουν τα δεδομένα των σκηνών μυθοπλασίας και ματσώνουν την εν γένει συνδήλωση), πειστήριο των ικανοτήτων του κι ως παραμυθά πλέον είναι πρώτα η σταθερά παρούσα ικανότητά του να μηχανεύεται κόλπα ως filmmaker. Και μετά απ’ αυτά, με κορυφαία το εμπρόσθιο αντικαθρέφτισμα ενός γκουγκλαρίσματος και το rewind στον Ολλανδό που θα «σκοτώσει» το εμπόρευμα, να αιχμαλωτίζει τους κάθε φορά επιθυμητούς τόνους και μαζί εσένα: θα φοβηθείς για την τύχη ενός αθώου όταν θα κάτσει κάτι απευκταίο, θα νιώσεις τη στερνή-μου-γνώση-να-σ’ είχα-πρώτα μεταμέλεια που πλανάται στον επίλογο. Πάνω απ’ όλα, θα βγεις… πλουσιότερος απ’ το σχετικά καινοφανές, σχεδόν συλλεκτικό της εμπειρίας. Τα πήρες όλα (που λέει ο λόγος) κι έφυγες. Ταιριαστό, έτσι;

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Το φετινό «Baby Driver» ως εάν είχε δώσει μερτικό στο «Ιστορίες της Ζωής μας». Αυτό σημαίνει ότι αν ξηλωθούν για εισιτήριο ένας σοφιστικέ (που θα ξαναδεί τον αγορίνα – Νέμεση του «Ο Θάνατος του Ιερού Ελαφιού») κι ένας μουλτιπλεξάς, ένας γονιός κι ο λυκειόπαις του, είναι πολύ πιθανό να το χαρούν εξίσου. Εκτός αν ακούνε… «κλεψιμέικο» απ’ τα States και φωνάζουν το 100. Συγχαρητήρια στον διανομέα για την πανευρωπαϊκή πρεμιέρα και την απόφαση να μην κρατήσει το φιλμ στο ράφι μέχρι τη συμφόρηση του φθινοπώρου, τέτοια (και όχι τον βαρβαρισμό «κοινότυπος» ή τη λανθασμένη προφορά «Λάιτον», αμφότερα στη ρεκλάμα) να βλέπουμε.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.

ΧΩΡΙΣ ΟΞΥΓΟΝΟ

Στο Μπρούκλιν του 2039, με τη ζωή να έχει σχεδόν εξαφανιστεί εξαιτίας της απώλειας οξυγόνου, μια οικογένεια επιστημόνων έχει βρει τη βιώσιμη λύση να αναπνέει… εντός της οικίας της, για να γίνει στόχος απρόσκλητων επισκεπτών που ή ζητούν τη βοήθειά της για ν’ αναπαράγουν τον τεχνολογικό εξοπλισμό της ή επιδιώκουν να πάρουν τη θέση της.