ΜΟΝΟΣ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ (2016)
(ALONE IN BERLIN)
- ΕΙΔΟΣ: Πολεμικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βενσάν Περέζ
- ΚΑΣΤ: Έμμα Τόμσον, Μπρένταν Γκλίσον, Ντάνιελ Μπρουλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 103'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Ένα ζευγάρι της εργατικής τάξης στο Βερολίνο του 1940 αποφασίζει να αντισταθεί στο ναζιστικό καθεστώς όταν μαθαίνει την είδηση του θανάτου του μοναχογιού τους. Οι δυο τους αρχίζουν να γράφουν carte postale με μηνύματα κατά του Χίτλερ, τις οποίες αφήνουν σε κεντρικά σημεία της πόλης.
Δεν είναι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που μεταφέρεται στον κινηματογράφο μια ιστορία αντίστασης και διαμαρτυρίας ενάντια στο χιτλερικό καθεστώς από μερίδα Γερμανών πολιτών κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά το «Sophie Scholl: Οι Τελευταίες Μέρες» (2005) και το περσινό «Τα 13 Λεπτά που δεν Άλλαξαν την Ιστορία», ο Ελβετός ηθοποιός και νυν σκηνοθέτης Βενσάν Περέζ επιλέγει ένα μυθιστόρημα του Χανς Φαλάντα από τα 1947, το οποίο πραγματεύεται την πραγματική ιστορία του ζεύγους Χάμπελ, που από απλό, καθημερινό μεσήλικο ζευγάρι, εξελίχθηκε σε ένα από τα λίγα πρόσωπα που είχαν το θάρρος να υψώσουν φωνή ενάντια στον ναζισμό εντός Γερμανίας.
Έχοντας χάσει τον μοναχογιό τους στο μέτωπο της Γαλλίας, οι Ότο και Άννα Κβάνγκελ (έχει διατηρηθεί στην ταινία το ελαφρώς διαφοροποιημένο επώνυμο των ηρώων, όπως είναι στο βιβλίο) αποφασίζουν και τολμούν να γράφουν αντιναζιστικά μηνύματα σε carte postale, τις οποίες αφήνουν σε διάφορα φανερά σημεία του Βερολίνου. Συνολικά έγραψαν 285 τέτοιες κάρτες, που διαβάστηκαν από ανυποψίαστους κατοίκους της πόλης και κατέληξαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, στην αστυνομία, προκειμένου εκείνη να επιληφθεί του θέματος και να συλλάβει, τελικά, το ζευγάρι.
Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως η ιστορία έχει πολύ ζουμί και προσφέρεται για ένα πρώτης τάξεως πολεμικοκατασκοπευτικό δράμα. Δυστυχώς, ο Περέζ αποτυγχάνει σχεδόν στα πάντα, αδυνατώντας να παραδώσει ένα φιλμ αντάξιο των δραματικών γεγονότων που διηγείται. Επιλέγει να γυρίσει την ταινία του στην αγγλική γλώσσα (το πρώτο βαρύ ολίσθημα), βάζοντας τους δύο εξαιρετικούς Βρετανούς πρωταγωνιστές του να υποδύονται τους Βερολινέζους που ομιλούν με ένα «κάποιο» γερμανικό accent. Ξεκινώντας την αφήγηση με τον θάνατο του στρατιώτη Κβάνγκελ στα δάση της Γαλλίας, ο Περέζ συνεχίζει μεταφέροντας την είδηση του χαμού τού υιού τους στους γονείς, μέσω τηλεγραφήματος παραδοτέου στο διαμέρισμά τους στο Βερολίνο. Από τον τρόπο που χειρίζεται τη σεκάνς, αφήνει να εννοηθεί πως η Άννα, η οποία ανοίγει τον φάκελο, είχε ήδη αντιναζιστικά αισθήματα προ του θανάτου του παιδιού της, τα οποία όμως για να δούμε επί του πρακτέου πρέπει να περάσουν περίπου άλλα σαράντα λεπτά, όταν και επισκέπτεται την αφ’ υψηλού σύζυγο συνταγματάρχη των SS.
Έτσι, το βάρος πέφτει κύρια στον ολιγόλογο Ότο, εργοδηγό σε εργοστάσιο κατασκευής φέρετρων, ο οποίος εξωτερικεύει τη θλίψη του για την απώλεια του παιδιού του, καθώς και την οργή του για τον Χίτλερ, μέσω του χαρτιού και του μολυβιού, αφού αυτός είναι ο πρώτος που συλλαμβάνει την ιδέα των γραπτών αντικαθεστωτικών μηνυμάτων. Ο ίδιος πιστεύει πως αφήνοντας αυτές τις carte postale σε κεντρικά σημεία του Βερολίνου (με το παράδοξο, ενώ όλοι ομιλούν την αγγλική, οι κάρτες να γράφονται στα… γερμανικά!), θα διαβαστούν από γονείς που βλέπουν επίσης τα παιδιά τους να χάνονται στον άδικο πόλεμο και κάπως έτσι ο λαός θα αρχίσει να αφυπνίζεται ενάντια στους Ναζί. Αυτό που δεν έχει λογαριάσει καθόλου, όμως, είναι την απόλυτη σχεδόν συνενοχή των συμπατριωτών του, όπως και τη μάλλον ολοκληρωτική αποδοχή του χιτλερικού καθεστώτος από αυτούς, με αποτέλεσμα όλες οι κάρτες του να καταλήγουν στον αστυνομικό διευθυντή της Γκεστάπο, που υποδύεται ο Ντάνιελ Μπρουλ (ο ηθοποιός, συνεχίζοντας τα παράδοξα που συμβαίνουν, μιλά και αυτός στα αγγλικά με γερμανική προφορά… χειρότερη από αυτήν των Τόμσον και Γκλίσον!).
Το κομμάτι αυτό, της συνενοχής και της πλήρους συνεργασίας των πολιτών της Γερμανίας με τους Ναζί, ο Περέζ το αφήνει εντελώς ανεκμετάλλευτο, κάνοντας μια νύξη μόνο στις συμπληρωματικές κάρτες με ιστορικές πληροφορίες, προ των τίτλων τέλους. Δεν καταφέρνει να χτίσει σασπένς σε κανένα σημείο του φιλμ (πλην ίσως μιας και μοναδικής σεκάνς, όπου ο θεατής νιώθει ότι η δράση τού ζεύγους Κβάνγκελ κινδυνεύει να αποκαλυφθεί), κάτι που είναι εξορισμού καταστροφικό για το είδος της ταινίας που φτιάχνει, αφού τα πάντα κυλούν μέσα σε μια επίπεδη αδιαφορία, προτού καταλήξουν στο γνωστό και αναπόφευκτο φινάλε. Η πόλη του Βερολίνου που παίζει σημαντικότατο ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης, όπως άλλωστε γίνεται φανερό από τον τρόπο με τον οποίο κινείται ο αστυνόμος Έσεριχ προκειμένου να ανακαλύψει την ταυτότητα του μυστηριώδους «Φαντομά», όπως τον βαφτίζει, δεν κάνει καθόλου αισθητή την παρουσία της. Ο χάρτης της πόλης στον οποίο ο αστυνόμος σημειώνει τα σημεία όπου ανακαλύπτονται οι carte postale, έτσι ώστε να φτιάξει το προφίλ του δράστη, μένει μονάχα ένας απλός… χάρτης, καθώς το φιλμ έχει γυριστεί κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του σε κλειστούς χώρους, αντίθετα από αυτό που ενδεχομένως προστάζει η φύση της υπόθεσης.
Όλοι οι δεύτεροι ρόλοι (ειδικά των αξιωματούχων των Ναζί) είναι από σχηματικοί έως γραφικοί, ενώ η απαραίτητη melo πινελιά με τη γριά Εβραία γειτόνισσα μοιάζει σα να έχει μπει κατά λάθος από άλλη ταινία, αφού δραματουργικά δεν προσφέρει απολύτως τίποτα. Το μόνο που μένει στο τέλος, εκτός της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας (στο χαρτί…) βασικής υπόθεσης, είναι η προσπάθεια των Έμμα Τόμσον και Μπρένταν Γκλίσον να δώσουν οντότητα σε δύο άξιους, αλλά κακογραμμένους (ειδικά εκείνης) χαρακτήρες.