Η ΑΛΙΚΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ (2016)
(ALICE THROUGH THE LOOKING GLASS)
- ΕΙΔΟΣ: Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέιμς Μπόμπιν
- ΚΑΣΤ: Μία Γουασικόφσκα, Τζόνι Ντεπ, Σάσα Μπάρον Κοέν, Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, Ανν Χάθαγουεϊ, Ρις Ίφανς, Ματ Λούκας, Λίντσεϊ Ντάνκαν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Η Αλίκη επιστρέφει στη Χώρα των Θαυμάτων και βρίσκει τον Τρελοκαπελά να έχει πέσει σε βαθιά κατάθλιψη εξαιτίας της απουσίας των γονιών του. Έχουν πεθάνει ή μπορεί να ζουν ακόμη; Μια απάντηση που μονάχα ο ίδιος ο Χρόνος μπορεί να δώσει…
Δεν ήταν μια λαμπερή στιγμή στη φιλμογραφία του Τιμ Μπέρτον η «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» (2010). Αλλά… ξέσκισε τα ταμεία, παγκοσμίως. Ήταν θέμα… timing! Η όρεξη των θεατών για υπερθέαμα σε 3D είχε ανοίξει με το προ ολίγων μηνών θριαμβευτικό release του «Avatar» του Τζέιμς Κάμερον, ο Τζόνι Ντεπ ήταν στο φόρτε της εμπορικής του απήχησης και η Disney δοκίμαζε τις αντοχές ενός live action επανα-λανσαρίσματος του animated back catalogue των παραμυθιών με τα οποία μεγάλωσε γενιές και γενιές. Και τα πάντα «της έκατσαν» σωστά (με επιφύλαξη στην καλλιτεχνική προσφορά του Μπέρτον, ο οποίος παρέδωσε φαντασμαγορία με ψήγματα του δικού του στιλιστικού ύφους, όμως σίγουρα όχι κάτι πιο προσωπικό και παραδοσιακά goth).
Η επιτυχία εκείνης της «Αλίκης» άνοιξε τον ασκό τού Αιόλου για ένα σχεδόν ετήσιο κύμα από ολοζώντανα «remake» όλων αυτών των κλασικών παραμυθιών που είχαμε στη βιβλιοθήκη ή τη… βιντεοθήκη μας, με μια… λαιμαργία που δεν θα άφηνε τίποτε ανεκμετάλλευτο στο πέρασμά της. Πιο «ακραίο» παράδειγμα, το φανταστικό «prequel» του «Μάγου του Οζ», το «Οζ Μέγας και Παντοδύναμος» (2013) του Σαμ Ρέιμι, το οποίο… καπηλεύτηκε την ιστορία ενός κινηματογραφικού θρύλου (από άλλο χολιγουντιανό studio, μάλιστα!) για να εμπλουτίσει και τον κατάλογο της Disney αλλά και να ανοίξει τον δρόμο για πραγματικά ελεύθερης έμπνευσης sequels, τα οποία θα μετέτρεπαν το κάθε φιλμ / παραμύθι σε ένα νέο… franchise! Η «Αλίκη Μέσα από τον Καθρέφτη», ουσιαστικά, βρίσκεται πιο κοντά στην ιδέα της ταινίας του Ρέιμι, καθώς δεν ακολουθεί τη συνέχεια της συγγραφικής «Χώρας των Θαυμάτων» του Λιούις Κάρολ, αλλά επιχειρεί να αφηγηθεί κάτι το ολότελα καινούργιο, χρησιμοποιώντας τους βασικούς χαρακτήρες και ήρωες από το παρελθόν του παραμυθιού.
Το εγχείρημα είναι τολμηρό από δύο απόψεις: α) η απουσία του Μπέρτον από την καρέκλα του σκηνοθέτη σίγουρα προϊδεάζει ανασταλτικά ως προς την αισθητική που θα ακολουθεί το sequel ενός φιλμ το οποίο έφερε πίσω στο studio περισσότερα από… ένα δισεκατομμύριο δολάρια (είναι πολλά τα λεφτά, Disney!), και β) η σεναριακή αυθαιρεσία επάνω στο original υλικό μάλλον μπορεί να απομακρύνει τον θεατή από το όποιο πλαίσιο ταύτισης με τη δράση (πόσω μάλλον για ένα συγγραφικό έργο το οποίο βρίσκεται σχεδόν στην αφάνεια εξαιτίας της μυθικής φήμης και αξίας του πρώτου βιβλίου). Ως απάντηση, υπάρχουν τρωτά σημεία και για το α) και για το β), όμως το «Μέσα από τον Καθρέφτη», με έναν παράδοξα μαγικό τρόπο, καταφέρνει στο τέλος να σου έχει προσφέρει ένα ισορροπημένο θέαμα που, ναι, ξενίζει αλλά έχει και αρκετές θαυμάσιες στιγμές.
Ο Τζέιμς Μπόμπιν στη σκηνοθεσία αξιοποιεί ένα γνώριμο μείγμα παραμυθένιας εικονογραφίας που ταιριάζει στο πιο παλιομοδίτικο ύφος με το οποίο ταυτίστηκε η «Αλίκη» στη φαντασία μας, παντρεύοντάς το με τη CGI υπερβολή τής σημερινής τεχνολογίας που σε κάνει να βιώνεις σχεδόν κάθε σουρεαλιστική ψευδαίσθηση (η ανάγλυφη αίσθηση του 3D εδώ αποτελεί ένα επιπλέον ατού) στη μεγάλη οθόνη. Επειδή η «Χώρα των Θαυμάτων» δεν αποτελούσε ακριβώς και το σήμα κατατεθέν ως προς την πιο σκοτεινή (αλλά πάντα fun) αισθητική παλέτα του Μπέρτον (ο οποίος περισσότερο εκτελούσε «παραγγελιά» παρά δικό του έργο), η απουσία του δεν «στοιχειώνει» τούτο το sequel, αφού κάποια βασικά χαρακτηριστικά τής πρώτης ταινίας κοπιάρονται εκ του ασφαλούς, με μερικούς από τους συντελεστές εκείνου του φιλμ (κυρίως τα οσκαρικά κοστούμια της Κολίν Άτγουντ) να τονώνουν το σχετικό déjà vu στο βλέμμα.
Στο κομμάτι της ιστορίας, το ρίσκο που παίρνει η Λίντα Γούλβερτον περνάει από… πεντακόσια (ψηφιακά) κύματα και ουκ ολίγους χωροχρόνους, καθώς αποπειράται να πλάσει εκ νέου ένα παραμύθι για όλη την οικογένεια, έχοντας να αναμετρηθεί και με τη δική της διασκευή στην προηγούμενη «Αλίκη». Η (ρεαλιστικού σύμπαντος) εισαγωγή εμπεριέχει μια κάποια δόση από… «Πειρατές της Καραϊβικής» (Disney, γαρ!), με την ελαφρώς πιο ώριμη ηλικιακά ηρωίδα να ηγείται του πληρώματος του πλοίου του πατέρα της, το οποίο καταδιώκουν πειρατές με την ελπίδα να το οδηγήσουν σε υποθαλάσσια βράχια και να λεηλατήσουν. Η μετάβαση στην «άλλη πλευρά» γίνεται με κάποια αφέλεια, οι γνωστοί ήρωες του original παραμυθιού δεν «κολλάνε» απαραίτητα με τα τεκταινόμενα και η πραγματικά ζορισμένη ένθεση της Κόκκινης Βασίλισσας Ιράσμπεθ στην πλοκή πλήττει την αφήγηση, η οποία περιστρέφεται γύρω από τον ίδιο τον Χρόνο (περιέργως άνευρη η παρουσία του Σάσα Μπάρον Κοέν!).
Το εύρημα που μας λέει πως ο Χρόνος και ο… Χάρος είναι σχεδόν το ίδιο πρόσωπο, καθώς ο πρώτος είναι εκείνος που ορίζει ουσιαστικά την ύπαρξή μας στον ρεαλιστικό κόσμο, αποτελεί τη μεγαλύτερη επιτυχία του φιλμ και οδηγεί σε μια θαυμάσια σεκάνς κορύφωσης διόλου παιδιάστικη, με τη Χρονόσφαιρα να γκρεμίζει (ή να… παγώνει, μάλλον) τα πάντα, από το «πειραγμένο» παρελθόν μέχρι το τώρα της Αλίκης. Κάπου εκεί συνειδητοποιείς και το πόσο… αχρείαστος είναι και ο ήρωας του Τρελοκαπελά (το «όχημα» των γονιών θα μπορούσε να αφορούσε οποιονδήποτε άλλο χαρακτήρα), που δικαιολογείται σαφώς προσχηματικά, με τον Τζόνι Ντεπ αρκετά άκεφο και… ψηφιακά επεξεργασμένο προς το εκφραστικά άτονο (μάλλον για να κρυφτούν ρυτίδες που το μακιγιάζ δεν θα μπορούσε να «σώσει»…). Ο προβληματικός σκελετός τού στόρι, λοιπόν, είναι το μεγάλο μειονέκτημα του «Μέσα από τον Καθρέφτη», που ενώ σε παρασύρει ως εικόνα, περισσότερο σε μπερδεύει στο μυαλό. Είναι όλο αυτό το υπερφορτωμένο από ιδέες υλικό κατάλληλο να φέρει τον τίτλο ενός παραμυθιού; Μπορεί να αντιληφθεί ένα μικρό παιδί πόσο… φεμινίστρια κατάντησε η Αλίκη; Τολμάς να του εξηγήσεις το νόημα των σταματημένων ρολογιών τού Χρόνου; Υπάρχει στ’ αλήθεια μαγεία σε τούτο το φιλμ;
Οι απαντήσεις θα μοιράσουν τους θεατές, σίγουρα. Η αίσθηση του φινάλε είναι θετική, αλλά η ταινία του Μπόμπιν θα υπάρχει στο μυαλό σου με τον τρόπο που ένα φανταστικό… mixer ανακατεύει τα πάντα: συναισθήματα, αλληγορίες, πραγματικό και παραμυθένιο, αισθητικούς τόπους που το σινεμά δημιουργεί ή… παραμορφώνει. Όπως ένας καθρέφτης με… ελάττωμα.