ΑΛΛΟΘΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟΥΣ.COM (2017)
(ALIBI.COM)
- ΕΙΔΟΣ: Ρομαντική Κωμωδία Δράσης
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φιλίπ Λασό
- ΚΑΣΤ: Φιλίπ Λασό, Ελοντί Φοντάν, Ζουλιάν Αρουτί, Ταρέκ Μπουνταλί, Ναταλί Μπάιγ, Ντιντιέ Μπουρντόν, Ναγουέλ Μαντανί
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Γόης και αξεπαρθένευτος συνεταίρος του εξασφαλίζουν sur mesure αδιάσειστες «βιτρίνες» σε κάθε ενδιαφερόμενο. Μαζί με νεοπροσληφθέντα με κρυφό κουσούρι τυπά θα τραβήξουν τον παθών τους τον τάραχο στις Κάννες όπου τους τρέχει (ως μοιχός για τα μάτια μπασκλάς pop τραγουδιάρας πελάτης) ο πατέρας φιλαλήθους γκόμενας, την οποία παριστάνοντας τον αεροσυνοδό έχει ρίξει κι ερωτευτεί ο beau, όταν εν αγνοία όλων αυτή «σκάει» για Σ/Κ μαζί με τη μητέρα της. Ποιος θα ξεμπροστιαστεί;
Τα θεωρώ μέγιστο κακό, απ’ αυτά που κατά κόρον και με ποικίλους τρόπους μαστίζουν τα μέρη μας εξ αφορμής της κριτικής. Αφενός το να μην έχεις το κουράγιο να αναθεωρήσεις επί το χείρον για μια υποτίθεται ξεκαρδιστική βιντατζιά κωμικής δράσης, π.χ. του μετά από χρόνια προσεχώς επανακάμπτοντος στα θερινά μας Λουί ντε Φινές (η οποία όμως, εκτός του χαρισματικού star, ούτε έχει να επιδείξει σπουδαίες ιδέες ούτε χαρίζει επαρκώς γέλιο και διασκέδαση, στις μέρες μας αν μη τι άλλο). Αφετέρου το να επικροτείς το κολακεύον σαλιάρικα τη μάζα χιούμορ μόνο και μόνο επειδή αυτό ενδύεται την εσθήτα τού φευγάτου ή της σάτιρας, επικυρωμένο από τη γραφίδα και την παρουσία κάποιου καλλιτεχνικά αποδεκτού θεράποντός του, όπως φερ’ ειπείν ο Σεθ Ρόγκεν. Είμαι ήδη παρίας, ας το πω φάτσα φόρα: η μισή εμπορική φιλμογραφία που έχει υπογράψει ο Άνταμ Σάντλερ κι η ομάδα του την τελευταία 15ετία, με όλα τα στραβά της, είναι όχι μόνο ψυχαγωγικότατη αλλά και δεν αξίζει το φτυάρι που έχει φάει. Αν όχι per se, τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ ό,τι το αξίζει εκείνη των περισσότερων εϋυπόληπτων του κλάδου του.
Για να μην παρεξηγηθώ, κι εγώ θα θάψω, μα λιγότερο απ’ ό,τι άλλοι ψυχανεμίζομαι, το νέο χιτάκι τού Φιλίπ Λασό – αλλά όχι προτού του αναγνωρίσω κάποιες ικανότητες. Οι δε αναφορές που προηγήθηκαν δεν είναι τυχαίες, καθώς την καριέρα τού Γιάνκη κωμικού και στο στιλάκι του, επωμιζόμενος το επιπρόσθετο καθήκον της σκηνοθεσίας, έχει αρχίσει να κάνει α λα γαλλικά ο ξανθομπάμπουρας του trio των La Bande à Fifi, λανσάροντας βέβαια ένα άλλο ύφος: ως εάν το πνεύμα τού θρυλικού gendarme συμπατριώτη του κι εκείνο του superbad συναδέλφου του συναντιούνταν για «The Hangover». Όπως κι ο Σάντλερ, δεν είναι funny man με ξεχωριστές δυνατότητες ή γκελ, και υποδύεται τον jeune premier χωρίς να είναι. Αλλά την ψάχνει σε αρκετά απ’ τα υλικά του, ξέρει από δοσομέτρηση, και η «μπόμπα» που βγάζει από το shaker πίνεται σε συνθήκες ξεσαλώματος του πλήθους. Το περσινό cocktail του, «Όλα θα Πάνε Στραβά», στίβοντας μ’ ένα je ne sais quoi μεταμοντέρνου το είδος τού found footage, ήταν αρκούντως ξεδιψαστικό (αποδίδω το φτύσιμό του από τον Ηλία Φραγκούλη στο ότι δεν το είδε μαζί με κόσμο στην αίθουσα). Το φετινό είναι λιγότερο δροσερό, αποτελώντας τώρα μια (πάντα σε διάκοσμο διακοπών) mixologie των θεατρικών ερωτικών πανδαιμονίων τού Ζωρζ Φεντώ με χολιγουντιανά ρομάντζα επ’ αμοιβή πλαστοπροσωπίας όπως τα «30άρης από Σπίτι» (2006) και «Hitch: Ο Μετρ του Ζευγαρώματος» (2005).
Μαλτεζάκια που παθαίνουν στο bowling κι από τσιγάρο, διαγενεακή etiquette au naturel και τη συνοδεία γκλομπ-δονητών, κατεβάσματα στοματικών υπολοίπων δοκιμής κρασιού ομήγυρης, επαναληπτικά ατυχήματα με ακαταπόνητο θύμα έναν δεκάχρονο, πεσίματα σε αληθινές ή faux ζέβρες, πλανόδιοι Αφρικανοί υπερθεματιστές, 30άρηδες Θορ που φασώνονται με ραμολί Στορμ, τσιγγάνοι με CCTV και γινάτι, μονομαχίες με λαμπτήρες νέον εν είδει φωτόσπαθων, γάτες θηρευτές κρεμάμενων όρχεων, ο ίδιος ο Φρανσουά Ολάντ να γυρεύει τις υπηρεσίες της start-up του ψέματος; Τα πάντα όλα από οπτικοακουστικά γκαγκ, με έμφαση στο θεαματικό slapstick, πλάι στο σκαμπρόζικο κρυφτό και κυνηγητό τού boulevard αλλά και την καζούρα στο ωφελιμιστικό je m’en fous του τεχνολογικού σήμερα, κατεβάζουν οι κούτρες του παίδαρου και του συνσεναριογράφου & συμπρωταγωνιστή Ζουλιάν Αρουτί, που ακόμα κι όταν το επιδιωκόμενο σούργελο υπολείπεται σε αποτελεσματικότητα, έχουν διαπρέψει σε βαθμό αμερικανιάς στην εκτέλεσή τους. Ίσως έτσι εξηγείται πώς έχουν πείσει όχι μόνο για guest τον Καντ Μεράντ ως VIP τζογαδόρο με άγνωστες στη συμβία του άκρες, τον (βιαστή τού «Μη Αναστρέψιμος») Ζο Πρεστιά ως ζοχαδιασμένο τροχοσπιτά και τον rapper Ζοϊστάρ ως ίνδαλμα του hip-hop με εναλλακτικές ερωτικές προτιμήσεις, αλλά και την σε πρώτο ρόλο Μπάιγ να επιδοθεί σε twerking και να μοστράρει τα γυμνά κωλομέρια της – σε διαφορετικές σκηνές! Το ρετροφιλικό προς τα eighties chic; Αγάπη του Λασό που δένει και το νεανικό ζεύγος των ηρώων, χαρίζει μια επιπλέον ενδιαφέρουσα νότα κι εκτείνεται από το πλεϊμπάκ ντουέτο σ’ έναν ελάσσονα «ύμνο» του φραντσέζικου new wave που θα «στείλει» τους εδώ ρέκτες τού είδους (να ψάχνονται, δε σας λέω τον τίτλο, ρε…), μέχρι μια σκηνή ring ατραξιόν του «Μέχρι Τελικής Πτώσεως» (1988) με τον Ζαν-Κλοντ Βαν Νταμ, που εμπνέει το πιο ανατρεπτικό για τα στερεότυπα των έμφυλων σχέσεων «όργιο» της ταινίας.
Η ποικιλία «νουμέρων» και τα δεκάδες ντεκόρ, γνώρισμα του «vaudeville», όπως ακόμη αποκαλούν εις Παρισίους τις ταινίες αυτού του είδους, alas ποσώς παρέχει την τέλεια κάλυψη. Το excentrique ιλαροτήτων μπορεί να ξεγυμνώσει τις επίπλαστες τσιριμόνιες ενός χαρακτήρα και, μαζί, τη σμίκρυνση της διάρκειας στο μοντάζ: συμβαίνει χαρακτηριστικότερα στην απ’ το πουθενά φαντασίωση του φρεσκοπαρατημένου οικογενειακού φίλου με τη maman, θαρρείς μόνο και μόνο για να δικαιολογηθεί μια σκηνή αυνανισμού. Οι πλάγιες, πεταχτές αλλά σαφείς νύξεις σε crowd-pleaser (από έναν πίνακα σαν απ’ το «Επιστροφή στο Μέλλον» μέχρι μια αυτοκινητοκαταδίωξη α λα «The Fast and the Furious» μέσω ενός πατιρντί που φέρνει στο «Η Αρπαχτή») βρίσκουν έστω τσάτρα-πάτρα τη θέση τους, εν αντιθέσει προς το ανομολόγητο δάνειο από το ολλανδικό «Alibi» του 2008 που έχει λειτουργήσει ως εν γένει έναυσμα. Κι αυτό προτού, παρά ξύπνιες μοχλεύσεις της θυμηδίας από το σασπένς (ένα αντιτσακωτό – έκπληξη, παρεμπίπτουσα διαφήμιση του οίκου κοσμημάτων Chopard) στην πλοκή, το σχήμα τής φάρσας σταθεί αδύναμο να δικαιολογήσει σημεία και τέρατα. Είτε αυτά είναι ένα ασυνήθιστα αμοραλιστικό κάρφωμα του φαινομένου των ξεβρασμένων απ’ τη θάλασσα μεταναστών (με φορέα τον… κοιμήση υπάλληλο Ταρέκ Μπουνταλί, τον άλλο μόνιμο της δημιουργικής equipe, που ‘ναι και ο καλύτερος τυπίστας εκ των τριών), είτε το μυθοπλαστικά άτσαλο σκωπτικό ξεμπρόστιασμα της σελεμπριτοκουλτούρας των μέσων δικτύωσης (με μόστρα την αλγερινής καταγωγής Κατερίνα Βρανά του Βελγίου, Ναγουέλ Μαντανί) με… αέρα trash τηλεόρασης. Για τον ηθικοπλαστισμό που ελλοχεύει τακτοποιητικά εν μέσω και των πιο ανατρεπτικών κρουσμάτων «κουλαμάρας», εννοείται, ας μην γίνει λόγος καν…
Τελικά, το μέτρο τού πώς θα μπορούσε να έχει ξεγλιστρήσει και σαν καλλιτέχνημα μα δεν τα κατάφερε αυτή η feelgood παγαποντιά (ας μνημονεύσω και την Ελοντί Φοντάν, μπροστά στη Μακρυπούλια είναι Παξινού), δίνουν οι θα-μπορούσαν-να-εντυπωσιάζουν-αλλά-δεν βινιέτες των πελατών των τριών κουμανταδόρων, από μια φαινομενικά τέλεια σύζυγο & μητέρα που ξεπορτίζει μέχρι το μαθητούδι που εμπαίζει τους γονείς του: πρώτα ευεργετημένοι και κατευχαριστημένοι για το paravan που εξασφαλίζεται στις κουτσουκέλες τους, ύστερ’ από το βούκινο για τις δραστηριότητες του alibi.com και τ’ αποκαλυπτήρια των προσωπικών δεδομένων τους αλλά και των «πομπών τους» καμένοι και ξεφτίλα. Έτσι και το άλλοθι αυτό: έχει τη… φάση του αλλά είναι μακριά από ατράνταχτο. Από τα γούστα σου εξαρτάται αν θα το φας. Να μας πάρουν στην πλάκα, αλλά όχι και να μας δουλεύουν εντελώς…