ΕΙΜΑΙ ΑΚΟΜΗ ΕΔΩ (2024)
(AINDA ESTOU AQUI)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Πολιτικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βάλτερ Σάλες
- ΚΑΣΤ: Φερνάντα Τόρες, Βαλεντίνα Χερσάζ, Μαρία Μανοέλα, Σέλτον Μέλο, Φερνάντα Μοντενέγκρο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 137'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Βραζιλία, 1971. Με το κλίμα της στρατιωτικής δικτατορίας να αγριεύει στον δημόσιο βίο, μια γυναίκα αναζητά τα ίχνη του εξαφανισμένου συζύγου της, ευυπόληπτου αρχιτέκτονα και πρώην βουλευτή, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρήσει τη σταθερότητα της πολυμελούς οικογένειάς της.
Ξέρεις ακριβώς τι να περιμένεις από το «Είμαι Ακόμη Εδώ». Ένα ώριμο δράμα ενηλίκων, πιστό στη σωστή πλευρά του ιστορικού του πλαισίου, που παρουσιάζει όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται τη «μετάλλαξη» μιας οικογένειας με αφορμή τη βίαιη σύγκρουση μ’ ένα καθεστώς που «εξαφανίζει» ανθρώπους με την όποια πολιτική δικαιολογία, δίχως να δίνει ποτέ λογαριασμό για την ύπαρξή τους ή να αναλαμβάνει την παραμικρή ευθύνη για το τι αφήνει πίσω του με τις (εγκληματικές) πράξεις του.
Αν και το θέμα αυτό έχει απασχολήσει πολλάκις το σινεμά της Λατινικής Αμερικής (και όχι μόνο), ο Βάλτερ Σάλες καταφέρνει να μην το κάνει… βαρετό ή στερεοτυπικό δραματουργικά, εκμεταλλευόμενος δύο βασικά στοιχεία. Σε πρώτο επίπεδο, «γειώνει» τους μελοδραματικούς τόνους του έργου, προκαλώντας ταύτιση της αφήγησης με τον χαρακτήρα της κεντρικής του ηρωίδας, μιας γυναίκας που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε «απολιτική», που απέχει με απάθεια από τα πράγματα τα οποία συμβαίνουν έξω από το σπίτι της, που δεν φαντάζεται το κακό που υφίστανται οι άνθρωποι γύρω της. Με τόσα παιδιά και με ολοζώντανη κοινωνική ζωή, η ηρωίδα (που υποδύεται με εξαιρετικά ήπια καρτερικότητα η υποψήφια για Όσκαρ Φερνάντα Τόρες) δεν έχει καν τον χρόνο ν’ ασχοληθεί με κάτι που… δεν την αγγίζει, ώσπου να καταπατηθεί κάθε δικό της δικαίωμα να ζει ελεύθερη. Κάτι που ο Σάλες χειρίζεται εξαιρετικά στην πρώτη νύχτα της κατ’ οίκον «αιχμαλωσίας» της οικογένειας, μα χάνει στο κομμάτι της (πολυήμερης, τελικά) «ανάκρισης» / κράτησης από τις στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής.
Σε δεύτερο επίπεδο, «κρύβεται» η μαγεία του πως μπορείς να «διαβάσεις» το «Είμαι Ακόμη Εδώ», εστιάζοντας στον τίτλο του και το εύρημα της (κυριολεκτικά) φωτογραφικής «μνήμης». Σε αρκετές σεκάνς της ταινίας, μέλη πρώτου βαθμού συγγένειας ή και φίλοι μαζί της οικογένειας των Πάιβα στέκονται μπροστά από κάμερες και ποζάρουν, αποτυπώνοντας μια στιγμή του καθημερινού τους βίου με χαμόγελα τα οποία θα παραμείνουν ανέπαφα (κι αγέραστα) στην αιωνιότητα. Τα πρόσωπα των εικόνων μένουν πάντα «εκεί». Και τα χαμόγελα, ακόμη κι αν βγαίνουν «εκβιασμένα» (όπως στη σκηνή της φωτογράφησης για το reportage μιας εφημερίδας), ξέχωρα από την όποια συναισθηματική φόρτιση της ζωής, ορίζουν αυτό που θα διατηρηθεί ως ανάμνηση μελλοντικά. Θα θυμίζουν τους ανθρώπους που χάθηκαν (μεταφορικά ή όχι), μα θα μένουν για πάντα παρόντες σ’ ένα τυπωμένο χαρτί ή λίγα καρέ σελιλόζης, ως απόδειξη βιωμάτων και συνύπαρξης. Δεν είναι το ψέμα ή η αλήθεια αυτό που έχει σημασία. Είναι το… «ήμουν εκεί».
Να χαμογελάτε στις φωτογραφίες, μας λέει ο Σάλες. Ακόμη κι αν το λυπημένο μας ζητείται διότι μπορεί να «πουλήσει» καλύτερα το δράμα της ζωής (μας). Να χαμογελάτε, όχι ως προσβολή στη ζωή, αλλά σαν μια μορφή αντίστασης. Στο πέρασμα του χρόνου. Στις κακουχίες. Στο κακό που στερεί την ευτυχία από το αύριο. Σε οτιδήποτε δεν επιτρέπει να μένουμε για πάντα ενωμένοι κι αγαπημένοι.