ΑΦΤΕΡΛΩΒ (2017)
- ΕΙΔΟΣ: Αισθηματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στέργιος Πάσχος
- ΚΑΣΤ: Χάρης Φραγκούλης, Ηρώ Μπέζου
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 94'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Ο Νίκος φροντίζει το σπίτι ενός φίλου για το καλοκαίρι. Σκύλος, τα φυτά, καταλαβαίνεις. Βίλλα βορείων προαστείων με πισίνα, παρακαλώ. Είναι το τέλειο άλλοθι για να πλησιάσει ξανά την πρώην του, Σοφία, την οποία προσκαλεί για «ολιγοήμερες διακοπές» με σκοπό… να την κλειδώσει εντός, μέχρι να του εξομολογηθεί γιατί χώρισαν.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Στέργιου Πάσχου ξεκινά με τρόπο που… δεν πιστεύεις! Μιλάμε για ένα τόσο θετικό ξάφνιασμα, που για κάμποσα λεπτά (θα) κουνιέσαι από τη θέση σου. Είναι φρέσκο πράμα, σε επαφή με το σήμερα. Το σπάσιμο του λεγόμενου «fourth wall» από τον Χάρη Φραγκούλη λειτουργεί χιουμοριστικά, και σεναριακά και υποκριτικά, δίνοντας σοβαρές υποσχέσεις γι’ αυτό που θα ακολουθήσει. Κάποια στιγμή, όμως, το «μαγκιόρικο» solo του Φραγκούλη πρέπει να σταματήσει και το intro θα χρειαστεί να δώσει σκυτάλη σε μια κάποια σεναριακή εξέλιξη. Κι εκεί το «Άφτερλωβ» αρχίζει να προσγειώνεται. Χωρίς να ξέρεις πού θα σε «ρίξει» στην τελική.
Όλο αυτό το αρχικό εύρημα της αφήγησης κάπου παραμερίζεται στην πορεία (λάθος), για να μείνουμε στις τριβές μεταξύ των δύο χαρακτήρων, που μέχρις ενός βαθμού προφανώς και ακολουθούν ένα υπαρκτό σενάριο, αλλά σε διάφορες στιγμές αισθάνεσαι ότι έχουν αφεθεί (και) σε κάτι ξεκάθαρα αυτοσχεδιαστικό. Το ανέμελο των σκηνών σε κάνει να ξεχνιέσαι για λίγη ώρα, ελπίζοντας έστω και έτσι, αφελώς, να εισπράξεις κάτι για τον Νίκο και τη Σοφία, να τους γνωρίσεις, να τους καταλάβεις, να τους πλησιάσεις λίγο, να διαλέξεις «μέτωπο» ταύτισης, άσχετα από φύλο (εννοείται).
Ο Νίκος σχεδόν θα ξεχάσει να μας απευθύνει το λόγο on camera, οι πλακίτσες μεταξύ των δύο χαρακτήρων θα πατήσουν χειρόφρενο και εκεί είναι που το φιλμ κρούει τον κώδωνα της ανάγκης για καλοδουλεμένο διάλογο, αφού πρόκειται για μια αντι-ρομαντική boy meets… ex-girlfriend κομεντί. Με δύο μονάχα πρωταγωνιστές, «αιχμάλωτους» σε ένα σπίτι (με την τεράστια αύρα των «Κουρελιών» του Νίκου Νικολαΐδη!) – σκηνικό, το σενάριο του ίδιου του Πάσχου γρήγορα σηκώνει τα χέρια ψηλά, υιοθετώντας ένα αμήχανο κρυφτούλι του φακού από δωμάτιο σε δωμάτιο, χωρίς να έχει ρίξει ποτέ τα θεμέλια για την ανάλυση αυτών των ηρώων μέσω των λεγόμενών τους.
Η Ηρώ Μπέζου ως Σοφία δεν πετυχαίνει την καλύτερη «χημεία» με τον Φραγκούλη ή κάπου αφήνεται να την (συμ)παρασύρει εκείνος προς αυτό που έχει αποφασίσει να υποδυθεί (και να κοντράρει απέναντί της). Επειδή αυτό που παρακολούθησα σχετικά πρόσφατα από τη νεαρή ηθοποιό στον «Άνεμο» του Κωνσταντίνου Ρήγου (στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στο Rex) ήταν πιο «δικό της» και ταιριαστά δροσερό (και) για τούτη την ταινία, θα καταλήξω στο συμπέρασμα ότι ο Πάσχος δεν είναι ακόμη έτοιμος να καθοδηγήσει ερμηνεία. Μαζί με την αδυναμία του να υπογράψει μια πλήρη ιστορία σχέσεων και ανατροπών (διότι σε έναν τέτοιο κλειστό χώρο πρέπει να έχεις γερά κότσια για να κλειδώσεις μέσα δύο χαρακτήρες), η ετυμηγορία τού χρεώνει έναν εύκολο σκηνοθετικό «ναρκισσισμό» που για ντεμπούτο δεν είναι απόλυτα κατακριτέος (αφού τις καλές στιγμές του τις έχει, ομολογουμένως), αλλά το «εκ του ασφαλούς» των επιλογών του δεν αποτελεί και καμάρι. Όσο για την έπαρση του μονοπλάνου πριν από το τέλος, σίγουρα χρειαζόταν «μαχαίρι» στο μοντάζ (περισσότερο από αυτό που με πληροφόρησαν ότι έπεσε…).
Σε γενικές γραμμές, το «Άφτερλωβ» εκπροσωπεί κάτι μικρό αλλά αναζωογονητικό, ένα ενδιαφέρον ξεκίνημα που επιχειρεί να εισαγάγει μια «νέα» γλώσσα στο ελληνικό σινεμά, εκείνη που δεν διστάζει μπροστά στο no budget της ντόπιας παραγωγής… της κρίσης, με αποδέκτη ένα σχετικά νεανικό κοινό, το οποίο μπορεί να «μυριστεί» τι συμβαίνει εδώ ως ένα δείγμα καταστάσεων και ανθρώπινων συμπεριφορών του καιρού μας. Καλοδεχούμενο στην προκειμένη, αλλά ελπίζω να μην γίνει η επόμενη «πατέντα» των Ελλήνων κινηματογραφιστών που θα πολλαπλασιαστεί σε σύντομο χρονικό διάστημα…