ΜΕΤΑ ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ (2025)
(AFTER THE HUNT)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λούκα Γκουαντανίνο
- ΚΑΣΤ: Τζούλια Ρόμπερτς, Άιο Εντέμπιρι, Μάικλ Στούλμπαργκ, Άντριου Γκάρφιλντ, Κλόι Σεβινί, Λίο Μέχιελ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 139'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Καθηγήτρια φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ γίνεται μάρτυρας της εξομολόγησης μιας ευνοούμενης φοιτήτριάς της, ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά από συνάδελφό και στενό φίλο της πρώτης. Θα τη βοηθήσει ή θ’ αμφισβητήσει την κατηγορία, που ξυπνά και μυστικά από το δικό της παρελθόν;
Με ένα εντελώς «right here, right now» πρωτότυπο σενάριο, ο Λούκα Γκουαντανίνο μας δίνει ένα φιλμ ριψοκίνδυνα αμφίσημο, που μοιάζει να φλερτάρει με το σινεμά του Γούντι Άλεν (το στυλ και η γραμματοσειρά των opening credits τον «καρφώνουν») της περιόδου του «Match Point» (2005), σχεδόν στοχεύοντας σ’ ένα διχαστικό debate των θεατών κατόπιν της προβολής. Τελικά, κερδισμένο βγαίνει και το σινεμά και ο ίδιος.
Το «Μετά το Κυνήγι» είναι ένα έργο χειρονομιών. Κυριολεκτικά εκφραστικών, όσο και μεταφορικών. Ο Γκουαντανίνο συχνά παρατηρεί και εστιάζει σε κινήσεις των χεριών ή παρακολουθεί τις ενέργειες των ηρώων του, θέλοντας να εκφράσει μια στάση αποδοχής ή αποδοκιμασίας προς αυτούς, θέτοντάς τους στην κρίση μας με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια του καθενός (από εμάς). Όλοι τους μιλούν για ηθική, όμως, σε τούτο το power play χαρακτήρων η οπτική είναι ολότελα ατομική και το «ζύγι» του δίκαιου στις αναμεταξύ τους σχέσεις αντιφάσκει κατά το δοκούν.
Η ανάδειξη σύγχρονων κοινωνικών τάσεων, όπως τις ορίζει η… επικινδυνότητα της «πολιτικής ορθότητας», σχηματίζει καταστασιακά έντασης που ταυτίζονται με την cancel culture, τις διαγενεακές συγκρούσεις και τα ηθικά διλήμματα των διδασκόντων στο ακαδημαϊκό περιβάλλον, οι οποίοι δοκιμάζονται λες και οφείλουν να επανατοποθετηθούν επάνω στην ύλη τους (και τις αντιλήψεις τους) ή να ανατρέψουν εντελώς (έως και) φιλοσοφικές βάσεις… αιώνων!
Το χρώμα του δέρματος, το φύλο ή και η ταξική προέλευση ορίζουν τη ρευστότητα των αξιών με τρόπο που φοβίζει (πια). Όλες οι έννοιες αντιμετωπίζονται υπό κατάσταση σύγχυσης και «δικάζονται», σε αναζήτηση της ανθρώπινης αδυναμίας, της αλήθειας και της (ευρύτερης) ευθύνης, όπως αρμόζει στη ματιά ταύτισης της κάθε «agenda» αυτόδηλου δικαιωματισμού. Η γλώσσα των διαλόγων της Νόρα Γκάρετ δίνει στο ξεκίνημα της ταινίας την εντύπωση εξυπνακίστικου διανοητικισμού, για να εξελιχθεί (σταδιακά και με την εξοικείωση) σε μία τραχύτητα εξυπνάδας που παρασύρει τον θεατή δίχως να τον αφήνει να τολμήσει και να κοιτάξει το ρολόι του.
Τα μελετημένα στατικά κάδρα του (βετεράνου βιντεοκλιπά) Μαλίκ Χασάν Σαγίντ αποδίδουν μια σχεδόν ψυχρή στιλπνότητα μινιμαλισμού, την οποία «τεμαχίζει» με χαλαρά κοφτό ρυθμό το μοντάζ του Μάρκο Κόστα. Ο Γκουαντανίνο «χειρουργεί» τους πρωταγωνιστές τους, κάθε σπιθαμή των προσώπων τους, τις κινήσεις και τη γλώσσα των σωμάτων τους, με κορυφαία την παρουσία της Τζούλια Ρόμπερτς σε μία ερμηνεία που εκτινάσσει ξανά την κλάση του ταλέντου της.
Ελαφρύ ατόπημα η υποπλοκή με τη συνταγή των φαρμάκων και το (παρολίγον «διπλό») φινάλε του «που βρισκόμαστε μερικά χρόνια μετά», φαντάζει σαν ένα «λυσάρι» για τον θεατή που δεν είχε ξεδιαλύνει ποιος είναι ο μεγάλος νικητής της ιστορίας / πλοκής του φιλμ. Αλλά, και πάλι, εδώ μιλάμε για ένα έργο πιο πολύπλοκο (στην ουσία του) και μοντέρνο από αυτό που μπορεί να «χωνέψει» (ή αξίζει…) το mainstream κοινό του σήμερα. Δυστυχώς. Για το κοινό…
