AFTER EARTH (2013)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μ. Νάιτ Σιάμαλαν
- ΚΑΣΤ: Τζέιντεν Σμιθ, Γουίλ Σμιθ, Σόφι Οκονέντο, Ζόι Κράβιτς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Πατέρας και γιος αγωνίζονται να κρατηθούν στη ζωή, όταν το διαστημόπλοιο στο οποίο επέβαιναν κάνει ανώμαλη προσγείωση στον εγκαταλειμμένο και αφιλόξενο για το είδος μας πλανήτη… Γη!
Τι συνέβη στον Μ. Νάιτ Σιάμαλαν; Έκανε ολόκληρο τον πλανήτη να παραμιλά και να… βλέπει νεκρούς ανθρώπους με την «Έκτη Αίσθηση» (1999), συνέχισε με μια ακόμη καλύτερη (προσωπική άποψη) ταινία που απομυθοποίησε τους comic book heroes και την… ανθρώπινη διάστασή τους με τον «Άφθαρτο» (2000) και στη συνέχεια πήρε μια ξέφρενη… κατρακύλα απαξίωσης και χλευασμού, με μοναδικό σκαμπανέβασμα το 2004, μέσω του υποτιμημένου «Σκοτεινού Χωριού» (από τις πιο ουσιαστικές κοινωνικοπολιτικές αλληγορίες που μας έδωσε το αμερικανικό σινεμά την περασμένη δεκαετία). Τα τελευταία χρόνια, το όνομά του έγινε συνώνυμο του ταμειακού ολέθρου και της φιλμικής ασυναρτησίας. Και τα δύο τον περίμεναν στη γωνία πριν καν δει κανείς το «After Earth». Έπρεπε να το περιμένουμε. Τούτη εδώ η ταινία, όμως, δεν είναι και… «Το Συμβάν» (2008)!
Διαφωνώ με την επιθετική στάση της αμερικανικής κριτικής, όσο και με τη βεβαιότητά της, ότι το «After Earth» αποτελεί μια… στεγνή παραγγελιά, μια διεκπεραίωση του σκηνοθέτη δίχως ίχνος από τα προσφιλή του θέματα. Μα, υπάρχει η οικογένεια, η πατρική φιγούρα, η «ξένη» απειλή, ένα μέλλον δυστοπίας και ο γιος του «Ανθρώπου» παλεύει να νικήσει το μεγαλύτερο αντίπαλό του, τη Φύση. Πόσο πιο Σιάμαλαν, δηλαδή;
Το μόνο που θα αφήσω ασχολίαστο είναι οι «θεωρίες συνωμοσίας» που λένε πως η ταινία πραγματοποιήθηκε από πείσμα του Γουίλ Σμιθ, ως ένα είδος «ερωτικής επιστολής» από εκείνον προς τη σαϊεντολογία. Δε θα μπορούσα να αποδείξω κάτι τέτοιο. Η εκπομπή του κυρίου Χαρδαβέλλα ίσως μπορεί να καταπιαστεί καλύτερα με αυτό…
Το «After Earth» δεν είναι μια κακή ταινία. Είναι μια ταινία με προβλήματα. Που μαστίζεται κυρίως από μια αντιφατική, ολοκληρωτικά αντιθετική σχέση όσον αφορά το δεσμό πατέρα – γιου Σμιθ, στην οθόνη και στην αληθινή ζωή. Το φιλμ είναι ένα προφανέστατο όχημα – «δώρο» του Γουίλ προς τον νεαρό Τζέιντεν, τόσο μεγάλο και γενναιόδωρο από την πλευρά του, που φτάνει να χαρίσει στο γιο το ρόλο του πρωταγωνιστή, υποστηρίζοντας όσο ποτέ άλλοτε σε κινηματογραφικό παράδειγμα τη βιωσιμότητα της καριέρα ενός τέκνου σε αυτό το επάγγελμα. 130.000.000 δολάρια, βγαλμένα σχεδόν από την τσέπη του μπαμπά (παραγωγός εδώ, αλλά και το «golden boy» της Sony που δεν μπορεί να του αρνηθεί τίποτα), για έναν πρώτο ρόλο. Μεγάλο το βάρος πάνω στους ώμους του πιτσιρικά… Παραδόξως, η φιλμική σχέση των ίδιων προσώπων μας διδάσκει ακριβώς το αντίθετο πράγμα! Έχουμε ένα παιδί που από τη μια θέλει να ικανοποιήσει τον πατέρα και τα οράματα σταδιοδρομίας που τρέφει γι’ αυτό, όμως, κατά βάθος ο Τζέιντεν της ταινίας θέλει να ανδρωθεί επαναστατώντας κατά των εντολών του Γουίλ, θέλει να αποδείξει την αξία του ως ανεξάρτητη οντότητα και όχι ως κληρονόμος μιας παράδοσης (εκείνης του αξιωματικού στην ταινία). Είναι μια ενδιαφέρουσα κόντρα τοποθετήσεων χολιγουντιανής πραγματικότητας και σεναριακού σύμπαντος, που σχεδόν εκθέτει αρνητικά και τις δύο πλευρές και θα έκανε πολλούς ψυχαναλυτές να σαστίσουν!
Τηρουμένων των αναλογιών της αληθινής ζωής του Γουίλ Σμιθ, η ταινία μπορεί να ιδωθεί καλύτερα ως ένα πολύ προσωπικό… ψυχολογικό δράμα – αλληγορία για το super star – πατέρα, ο οποίος, μέσα από μια σειρά ενοχικών flashback του φιλμικού του ήρωα, αγωνιά για την ενδεχόμενη διάσπαση της οικογένειάς του – με δική του ευθύνη -, όντας απών λόγω υποχρεώσεων. Η σκηνή όπου υπόσχεται στη σύζυγό του να αποσυρθεί από το επάγγελμα όταν ο υιός ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του, μοιάζει με κάλεσμα αιώνιων δεσμών του ζεύγους (παρά τη συνεχή χολιγουντιανή φήμη περί διαζυγίου και πολυετούς «ανοιχτού» γάμου που υφίσταται μονάχα για τα δύο τους παιδιά). Δεν μπορείς να αποφύγεις όλες αυτές τις σκέψεις παρακολουθώντας την ταινία. Ακόμη κι αν δεν ευσταθούν, το μυαλό κάνει αντιπαραβολή της αληθινής ζωής, δηλώνοντας το πρώτο σοβαρό πρόβλημα του «After Earth»: το κάστινγκ! Ήταν σφάλμα να παίξουν μαζί πατέρας και γιος, και ακόμη πιο τραγικό το λάθος να επιμένει ο πρώτος για την καταξίωση του Τζέιντεν στο χώρο της showbiz. Το παιδί δεν είναι χαρισματικό. Δεν κάνει γι’ αυτή τη δουλειά. Δεν έμοιασε στο Γουίλ. Και κάποτε πρέπει να το αντιμετωπίσει – αφού νοιάζεται τόσο για την οικογένειά του.
Φαντάζομαι, επίσης, πόσο μεγάλος πρέπει να ήταν ο άθλος του Σιάμαλαν, να ολοκληρώσει ένα φιλμ το οποίο θα ευχαριστούσε τους Σμιθ. Η ταινία δεν καθρεφτίζει το ναρκισσισμό τους. Προβάλλει τη δύναμή τους, την αντοχή, τη σκληρότητα που πρέπει να επιδεικνύεις ώστε να σε κρατά στην κορυφή ως εξουσία. Οι διάλογοι, γεμάτοι από προφανή τσιτάτα σοφίας (τύπου… fortune cookie) του Σιάμαλαν, μαρτυρούν την παρουσία του δημιουργού και, σίγουρα, θα δελέασαν τον μπαμπά Σμιθ. «Ο φόβος δεν είναι αληθινός. Είναι ένα παράγωγο των σκέψεων που κάνουμε. Ο κίνδυνος μπορεί να είναι πραγματικός, αλλά ο φόβος είναι μια επιλογή», μας λέει ο Σιάμαλαν, που για να ολοκληρώσει την αποστολή του πρέπει να ενεργοποιήσει τη δύναμη του «ghosting», η οποία τον κάνει… αόρατο και, τελικά, ανίκητο. Αμπελοφιλοσοφίες. Πρόβλημα.
Αυτό που μένει είναι ένα «παραμύθι» ενηλικίωσης, προορισμένο να καταναλωθεί από ολόκληρη την οικογένεια, μπας και περάσουν κι εκείνα τα έρμα τα μηνύματα ή τα προσωπικά άγχη του Γουίλ Σμιθ, που θέλει να αποδείξει σε όλους πόσο ικανός πατέρας είναι, επί και εκτός της οθόνης. Έτσι, η δράση είναι περιορισμένη στο ταξίδι της άνδρωσης του νεαρού ήρωα, που μοιάζει με ηλεκτρονικό παιχνίδι, στο οποίο το κάθε επόμενο level περιλαμβάνει και από έναν άγριο και πεινασμένο εκπρόσωπο του ζωικού βασιλείου, έως την τελική αναμέτρηση με τη θρυλική Ούρσα, το εξωγήινο τέρας που έχει στιγματίσει τη χειρότερη στιγμή στην ιστορία της φιλμικής οικογένειας του Γουίλ Σμιθ. Υπάρχουν πετυχημένες σκηνές σασπένς, design, gadgets και το διαστημόπλοιο (με αναφορές σε… τριήρη!) παρουσιάζουν σχεδιαστικό ενδιαφέρον (χωρίς, όμως, να πλησιάζουν το καλλιτεχνικό επίπεδο και επίτευγμα του πρόσφατου «Oblivion»), το επίπεδο παραγωγής είναι εγγυημένο, αλλά αυτή η ταινία αφήνει διαρκώς τη γεύση του ανολοκλήρωτου. Ή του λάθους…