ΕΝΑ ΗΣΥΧΟ ΜΕΡΟΣ 2 (2021)
(A QUIET PLACE PART II)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζον Κραζίνσκι
- ΚΑΣΤ: Έμιλι Μπλαντ, Μίλισεντ Σίμοντς, Κίλιαν Μέρφι, Νόα Τζουπ, Ντζιμόν Χούνσου, Τζον Κραζίνσκι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Με το καταφύγιο της οικογένειας των Άμποτ σχεδόν κατεστραμμένο και χωρίς βοήθεια από το σύζυγό της, πια, η Έβελιν παίρνει τα τρία της παιδιά και ξανοίγεται στους κινδύνους του έξω κόσμου, αναζητώντας ανθρώπινη συντροφιά και ασφάλεια.
Είναι αξιοθαύμαστο αυτό που έχει καταφέρει ο Τζον Κραζίνσκι στο δεύτερο μέρος του sleeper hit «Ένα Ήσυχο Μέρος» (2018), το οποίο χαντακώθηκε από την εμφάνιση του COVID-19 πέρσι, πάνω στα όρια της παγκόσμιας κινηματογραφικής του διανομής στις αίθουσες. Έναν χρόνο και μερικούς μήνες αργότερα, το «Ένα Ήσυχο Μέρος 2», επιτέλους, συναντά τη μεγάλη οθόνη και σίγουρα δείχνει ακόμη πιο σημαντικό σαν φιλμική εμπειρία. Πρώτον, γιατί μας υπενθυμίζει κάπως ειρωνικά (και άθελά του) την «έξοδό» μας από μία πρωτόγνωρη και σχετικά μακρά (στο πλαίσιο κανονικότητας του αστικού βίου) περίοδο εγκλεισμού στα σπίτια μας. Δεύτερον, διότι ταινίες σαν και τούτη είναι ακριβώς αυτό που είχε λείψει από τις ζωές μας – και το σινεμά. Μιλάμε για το απόλυτο σινεμά φυγής!
Σε περίπτωση που υπάρχουν θεατές οι οποίοι δεν έχουν παρακολουθήσει το πρώτο μέρος, ο Κραζίνσκι ανοίγει την ταινία μ’ ένα πανέξυπνο flashback, βοηθητικό ακόμη και για εκείνους που αγάπησαν το «Ένα Ήσυχο Μέρος». Μας πηγαίνει ακόμη πιο πίσω από τη δράση του πρώτου φιλμ και μας ξεδιαλύνει το τι συνέβη στον πλανήτη Γη από την «DAY 1». Η εναρκτήρια σεκάνς εννοείται πως είναι ένα από τα highlights του δεύτερου μέρους και πιστοποιεί τις σκηνοθετικές ικανότητες του Κραζίνσκι, ο οποίος στήνει ένα λιτό… υπερθέαμα καταστροφών και δράσης που βασίζεται ιδιαίτερα στο μοντάζ, μα κυρίως στη διαχείριση της ηχητικής μπάντας, με ένα δίπολο «σιωπής». Από τη μία έχουμε τους κατοίκους της επαρχιακής κοινότητας που συνειδητοποιούν πως έχουν μεγαλύτερες ευκαιρίες να ζήσουν εάν παραμείνουν… ήσυχοι (ο παραμικρός θόρυβος τραβά την προσοχή των εξωγήινων τεράτων που τους καταδιώκουν), από την άλλη έχουμε την κωφάλαλη κόρη των Άμποτ, η οποία βρίσκεται σε μειονεκτική θέση καθώς η απουσία κάθε ήχου αδυνατεί να την προετοιμάσει για τον ερχομό του οποιοδήποτε κακού. Ο Κραζίνσκι παίζει σε αυτά τα δύο tableau εναλλάξ, δημιουργώντας μια απίστευτη ένταση σε τούτη τη μεγάλη σεκάνς, όπου οι απόλυτα «βωβές» στιγμές τεντώνουν εντονότερα τα νεύρα του θεατή και εντυπωσιάζουν με πλέον ευρηματικούς τρόπους. Τούτο το μοτίβο θα χρησιμοποιηθεί εξίσου καλά και σε άλλες στιγμές του φιλμ, με αποκορύφωμα τη σκηνή στο βαγόνι ενός τρένου.
Ένα άλλο… «ύπουλο» χαρακτηριστικό του «Ένα Ήσυχο Μέρος 2» είναι η συχνή χρήση του παράλληλου μοντάζ, μεταξύ δύο ή και τριών διαφορετικών locations, το οποίο ενίοτε συνοδεύεται από κάποια κοινή «κατακλείδα». Είναι σχεδόν απίστευτο να πιστέψεις με πόση μαγκιά έχει ενορχηστρώσει κι έχει παντρέψει το υλικό του ο Κραζίνσκι. Πρόκειται για κανονικό σκηνοθετικό upgrade! Με απόλυτη ειλικρίνεια, μπορώ να πω ότι το δεύτερο μέρος τούτης της τριλογίας (όπως πρόκειται να εξελιχθεί, τελικά) είναι σαφώς καλύτερο από το πρώτο και αποτελεί ένα υπόδειγμα ταινίας sequel που δεν γυρίστηκε σαν «αρπαχτή», ούτε και αντιμετωπίζει τους θεατές του με τέτοιο, υποβιβαστικό τρόπο. Απλά, πάει το έργο και τους ήρωές ακόμα παραπέρα, δοκιμάζοντας τη δική μας αντοχή στο σασπένς. Να ομολογήσω ότι ακόμη κι εγώ, που λόγω πείρας παρακολουθώ τα φιλμ αυτού του genre σαν να έχω πάθει… «παράλυση», τινάχτηκα από το κάθισμά μου σε κάποια στιγμή, ενώ σε μια-δυο άλλες ανασηκώθηκα από την αγωνία, μονολογώντας προς την οθόνη! Και, προσοχή, δεν αφορά σε τρομακτικά θεάματα η παρατήρηση. Το επισημαίνω, διότι υπάρχει κοινό που αποστρέφεται το gore και το είδος. PG-13 είναι η ταινία. Αλλά… θα τα «χρειαστείτε»!
Μοναδική ένσταση, η ασαφής σε σεναριακή προσέγγιση σεκάνς στο λιμανάκι, που αφήνει εντελώς ανεκμετάλλευτο ένα επιπλέον στοιχείο απειλής για τους βασικούς χαρακτήρες του έργου. Αυτό που συμβαίνει εκεί έχει «υπονοηθεί» από κάποια λεγόμενα του Μάρκους (ο Κίλιαν Μέρφι έχει προστεθεί στο εδώ καστ για να καλύψει το κενό της πατρικής φιγούρας) νωρίτερα, όμως ο Κραζίνσκι δεν τολμά να το αναπτύξει, ούτε καν να το αγγίξει, προφανώς φοβούμενος την αλλαγή του rating σε κάτι πιο ακατάλληλο / adult. Ίσως θα ήταν καλύτερο να απουσιάζει εντελώς αυτή η παράμετρος, καθώς δεν θίγεται ουσιαστικά σε κανένα άλλο σημείο της δράσης του φιλμ και η ατολμία του χειρισμού της καταδικάζει κάτι που ούτως ή άλλως μοιάζει σαν να «προσγειώθηκε» από άλλη ταινία…
Συνολικά, το «Ένα Ήσυχο Μέρος 2» είναι ένα instant classic για το είδος των θρίλερ φαντασίας, μα πάνω απ’ όλα αποτελεί ένα παράδειγμα κινηματογραφικής δουλειάς που σε κάνει να χαίρεσαι που υπάρχει το σινεμά – και μπορέσαμε να γυρίσουμε σ’ αυτό. Τέτοιες ταινίες τιμούν το λόγο ύπαρξης αυτού του τρόπου ψυχαγωγίας και… φυγής. Τρέξτε έξω! Και κάντε και θόρυβο άμα λάχει!