A COMPLETE UNKNOWN (2024)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Μουσική Βιογραφία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέιμς Μάνγκολντ
- ΚΑΣΤ: Τιμοτέ Σαλαμέ, Ελ Φάνινγκ, Μόνικα Μπαρμπάρο, Έντουαρντ Νόρτον, Νταν Φόγκλερ, Σκοτ ΜακΝέρι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 141'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Στα 19 του, ο Μπομπ Ντίλαν φτάνει στη Νέα Υόρκη ως ένας… εντελώς άγνωστος και άσημος νέος, με μοναδικά μπαγκάζια μια κιθάρα και τους στίχους του. Λίγα χρόνια αργότερα, απαλλάσσοντας από πάνω του τον τίτλο του folk μουσικού, θ’ ανοίξει τους ορίζοντές του προς τον μύθο της rock στον οποίο εξελίχθηκε.
Αρκεί μονάχα ένα όνομα για ν’ αποκτήσει σημασία μία κινηματογραφική βιογραφία; Όχι! Χρειάζεται αυτή η διασημότητα, τη ζωή της οποίας παρακολουθούμε στη μεγάλη οθόνη, να είχε κι έναν κάποιο συναρπαστικό βίο. Ως ιστορία. Ο Μπομπ Ντίλαν δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία, πόσω μάλλον από τη στιγμή που το «A Complete Unknown» παρακολουθεί τα πρώτα βήματα της μουσικής του καριέρας. Τα οποία δεν είναι εντελώς… πληκτικά, αλλά σίγουρα δεν είναι και κάτι που έλειπε από τη ζωή σου, ούτε ψυχαγωγικά, αλλά ούτε και πληροφοριακά.
Στα 1961, ο πιτσιρικάς Ντίλαν φτάνει στη Νέα Υόρκη με στόχο (όπως εμφανίζει το φιλμ) να συναντήσει τον νοσηλευόμενο Γούντι Γκάθρι και να του παίξει ένα τραγούδι που έγραψε γι’ αυτόν. Παρών θα είναι και ένας φίλος του δεύτερου, ο Πιτ Σίγκερ, επίσης μουσικός της folk. Ήταν ο άνθρωπος που άνοιξε τον δρόμο για να σταθεί στα πόδια του ως μουσικός ο Ντίλαν, αρχικά στο συγκεκριμένο είδος ρεπερτορίου, που την εποχή εκείνη είχε και έντονο πολιτικό / ακτιβιστικό λόγο.
Πάνω-κάτω, αυτή ήταν η ζωή του Ντίλαν… τότε. Για να «ξυπνήσει» κάπως τη φιλμική δράση, ο Τζέιμς Μάνγκολντ εστιάζει κυρίως στο ερωτικό τρίγωνο που γεννάται μεταξύ του κεντρικού ήρωά του, της Σίλβι Ρούσο (είναι η κοπέλα στο εξώφυλλο του album «The Freewheelin’ Bob Dylan» του 1963) και της Τζόαν Μπαέζ (ήδη φίρμας της folk εκείνη την περίοδο). Το συγκρουσιακό σε διαπροσωπικές σχέσεις (και δη ζευγαριών) είναι κάτι που γνωρίζει και είχε δουλέψει εξαιρετικά ο Μάνγκολντ το 2005 στο «Walk the Line», όμως, εκεί το ταμπεραμέντο του Τζόνι Κας και της Τζουν Κάρτερ άναβε φωτιές. Εδώ, όσο και να το προσπαθούν, ειδικά τα δύο κορίτσια, η Ελ Φάνινγκ και η Μόνικα Μπαρμπάρο, το αποτέλεσμα δεν βγάζει καν σπίθες! Και δεν αρκεί ως όχημα δραματουργίας για ολόκληρη την ταινία.
Φυσικά, υπάρχουν και τα πρώτα τραγούδια του Ντίλαν, που (ειδικά στην περίπτωση της live εμφάνισής του στο Folk Festival του Νιούπορτ το 1964, με το «The Times They Are a-Changin’») δίνουν ένα στίγμα της εποχής με όμορφα νοσταλγικό και συγκινητικό τρόπο, αλλά κι αυτά δεν είναι αρκετά για να δικαιολογήσουν την ύπαρξη ενός τόσο μεγάλου σε διάρκεια βιογραφικού φιλμ. Λίγα παρασκήνια του χώρου και υπενθυμίσεις ιστορικών γεγονότων από τηλεοπτικούς δέκτες «ντύνουν» με δικαιολογίες το έργο, μέχρι να φτάσει στο ουσιαστικό «ζουμί» του (που δεν είναι το με ποια γκόμενα θα καταλήξει, προφανώς…): τη θρυλική εμφάνισή του Ντίλαν στο Φεστιβάλ του Νιούπορτ της επόμενης χρονιάς, όπου τα έκανε… πουτάνα όλα, ζητώντας να παίξει με ηλεκτρικές κιθάρες και προκαλώντας μια εμπόλεμη κατάσταση με διοργανωτές και μουσικόφιλους θεατές… ορκισμένους στο είδος της folk! Αυτό το κομμάτι έρχεται στο τέλος του «A Complete Unknown», διαρκεί γύρω στα τριάντα λεπτά, απογειώνει την ταινία, όμως, και πάλι… δεν αρκεί. Κινηματογραφικά, πάντα.
Συμπληρώνοντας τις αρχικές μου παρατηρήσεις για τη φιλμικότητα του (early) βίου του Μπομπ Ντίλαν, ο ίδιος ο τίτλος του έργου μαρτυρά ένα ακόμη πιο βασικό πρόβλημά του: μέχρι το τέλος του, ο ήρωας παραμένει ένας… άγνωστος για τον θεατή. Ειρωνικά, την ίδια απορία έχει σε μια σκηνή της ταινίας και η Σίλβι (Φάνινγκ)! Έχει σχέση μαζί του, αλλά δεν γνωρίζει τίποτα γι’ αυτόν! Εμείς, δε, μαθαίνουμε πως έγραφε τα πρώτα του τραγούδια, πως ξεκίνησε την καριέρα του στη δισκογραφία, παίρνουμε πληροφορίες τύπου… βιογραφία στο Wikipedia κι ύστερα… το «κενό». Μπορεί, λοιπόν, ο τίτλος του φιλμ να είναι απόλυτα ειλικρινής, όμως, όποιο κι αν είναι το ονοματεπώνυμό σου, στο σινεμά οφείλεις να φέρνεις μαζί σου κι έναν (ολοκληρωμένο) χαρακτήρα. Όχι έναν… πλήρως άγνωστο.