50/50 (2011)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζόναθαν Λεβίν
- ΚΑΣΤ: Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ, Σεθ Ρόγκεν, Άννα Κέντρικ, Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, Αντζέλικα Χιούστον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: VILLAGE FILMS
Ο Άνταμ είναι αρκετά νέος και υγιής. Αλλά έχει καρκίνο. Το μαθαίνει απότομα. Δεν ξέρει πώς να ζήσει μ’ αυτό. Το ίδιο και οι άνθρωποι που τον περιβάλλουν. Υπάρχει θεραπεία; Για όλους;
Δεν έχεις πατήσει καν τα 30. Θεωρητικά, έχεις την υγειά σου. Ένας πόνος στην πλάτη σε στέλνει στο γιατρό. Η διάγνωση του τελευταίου μπορεί να σε «στείλει» στον αγύριστο. Κάπως έτσι άλλαξε η ζωή του Γουίλ Ράιζερ, ο οποίος μετέτρεψε σε αυτοβιογραφικό σενάριο τις εμπειρίες του απ’ το κατώφλι του θανάτου, με ποσοστό θνησιμότητας… 50/50.
Μη φρικάρεις! Το φιλμ του Τζόναθαν Λεβίν (του εκπληκτικού «The Wackness», από το 2008) ουδεμία σχέση έχει με τα στερεοτυπικά, «νοσοκομειακά» μελό, με ήρωες… «based in a true story» ασθενείς που σου μαραζώνουν την ψυχή για ένα δίωρο, πριν καταλήξουν στα θυμαράκια. Το «50/50» είναι μια ανοιχτόκαρδη buddy movie, με ολίγη από chick flick, που σου ζητάει να μπεις στη θέση του Άνταμ, να αισθανθείς το άδικο, να βρεις τη μακαβριότητα σε όσο χιούμορ σου απέμεινε και να την παλέψεις με συμπαραστάτη το «άλλο σου μισό» (μια από τις κρυφές εξυπνάδες του τίτλου), είτε έχει τη μορφή μιας ερωμένης, είτε τη μορφή του καλύτερού σου φίλου, είτε της οικογένειας που όσο δυσλειτουργική κι αν υπήρξε στο μυαλό σου, είναι άγριο να στερείται το παιδί που έφερε στον κόσμο.
Ο Λεβίν δεν προσπαθεί ποτέ να σε φέρει στη θέση του θεατή μιας χολιγουντιανής ταινίας που θα εκμεταλλευτεί τα συναισθήματά σου. Κυκλοφορεί μέσα σ’ ένα ρεαλιστικό, καθημερινό σύμπαν ανθρώπων, ξεφεύγει από στενάχωρες παγίδες με το σαρκασμό της γνώσης ενός επερχόμενου θανάτου και «ντύνεται» με έξτρα χαρακτήρες άψογα σκιαγραφημένους και τόσο εύστοχα επιλεγμένους στο κάστινγκ (με αποκορύφωμα την εύθραυστη μάνα της Αντζέλικα Χιούστον ή τον Φίλιπ Μπέικερ Χολ, στο ρόλο του συνοδοιπόρου βετεράνου των κλινικών).
Μοναδική αστοχία του «50/50», η ανασφάλεια του σεναρίου ως προς τη διάγνωση ενός… happy end. Μπροστά στο δισταγμό της επιλογής, το φιλμ μοιάζει να έχει τουλάχιστον δύο φινάλε, τα οποία επιχειρούν να καταπραΰνουν τον «πόνο» του θεατή, να τον κάνουν να ξεχάσει πως ο καρκίνος στ’ αλήθεια σκοτώνει και δεν αποτελεί, απλά, ένα πρόβλημα υγείας το οποίο εξουδετερώνουμε με το πιο αβυσσαλέα μαύρο χιούμορ μας. Χωρίς αυτό να μειώνει την αξία μιας ταινίας που σέβεται τα ρίσκα που παίρνει.