28 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ (2025)
(28 YEARS LATER)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντάνι Μπόιλ
- ΚΑΣΤ: Άλφι Γουίλιαμς, Τζόντι Κόμερ, Άαρον Τέιλορ-Τζόνσον, Ρέιφ Φάινς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 115'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ενώ η Μεγάλη Βρετανία βρίσκεται ακόμα σε καραντίνα, παρά το πέρασμα τόσων χρόνων, μια ομάδα επιζώντων υποχρεώνεται να ζει απομονωμένα σε κοντινή νήσο η οποία συνδέεται με την ηπειρωτική χώρα μέσω μονοπατιού που φανερώνει η άμπωτη. Ένας πατέρας θα περάσει τον γιο του στην απέναντι όχθη με σκοπό να χάσει την «παρθενιά» του στην εξολόθρευση ζόμπι, όμως, τίποτα δεν θα εξελιχθεί βάσει σχεδίου.
«Γίνεται πιο μαλακία;», αναρωτιέται ένας Σουηδός φαντάρος που έχει προκύψει από το πουθενά και στο εντελώς άσχετο στα μισά του έργου. Κι ενώ θες να το βροντοφωνάξεις κι εσύ μαζί του, δεν τολμάς να υποψιαστείς ΠΟΣΟ ΠΙΟ ΜΑΛΑΚΙΑ θα φτάσει να γίνει μέχρι τέλους το «28 Χρόνια Μετά»!
Ένα sequel που εξαθλιώνει κυριολεκτικά το πρώτο (και θαυμάσιο) φιλμ του 2002 και φανερώνει την κατάπτωση του άστρου και του ονόματος του Ντάνι Μπόιλ, ο οποίος αφού «ξεγύμνωσε» δίχως ίχνος έμπνευσης (και λόγο ύπαρξης) τον μύθο του «Trainspotting» (1996) με το ανοσιούργημα του «T2 Trainspotting» (2017), εδώ έρχεται να κατασπαράξει τα απομεινάρια από τις σάρκες του, μ’ ένα… κοινωνικό δράμα σχέσης πατέρα και γιου (και άρρωστης μάνας), όπου τα ζόμπι… τα ψάχνεις! Κι ας έχουν «μετεξελιχθεί» σε τρεις διαφορετικούς τύπους (γιατί;): στα «σκουλήκια» (έρποντα και δυσκίνητα λόγω παχυσαρκίας), στα «νορμάλ» (πιο καχεκτικά και αδύναμα να δράσουν γρήγορα) και τα «alpha» (που σκέφτονται, είναι ταχύτατα και, άμα λάχει κάνουν και σεξ!). Η ουσιαστική παρουσία των ζόμπι στο φιλμ παίζει να μην ξεπερνά κάτι σαν το 20% της συνολικής διάρκειας του τελευταίου (ελπίζω) μέρους τούτης της ατυχέστατης τριλογίας.
Το ακόμα πιο προβληματικό (και ενοχλητικό), όμως, είναι η απίστευτη σεναριακή «αδράνεια» ως προς το πέρασμα όλων αυτών των είκοσι οκτώ ετών (μετά). Απολύτως τίποτα δεν μαθαίνουμε για το τι συνέβη τόσα χρόνια στην ενδοχώρα της Μεγάλης Βρετανίας ή και στην υπόλοιπη Ευρώπη (τουλάχιστον), με το φιλμ να εστιάζει μονάχα σ’ ένα νησί επιζώντων, όπου η έξοδος προς τα μολυσμένα εδάφη έχει κυρίως χαρακτήρα κυνηγετικής εκπαίδευσης για εφήβους. Ο τόσο «κούφιος» σκελετός της ιστορίας καταρρέει γρήγορα, όσο και να προσπαθεί ο Μπόιλ να «τρέξει» την ταινία μονταζιακά, παράλληλα με μία ανόητα «πειραγμένη» ηχητική μπάντα (και τα δύο μαζί σε ξεπερασμένο ύφος ‘90s). Το σύνολο προκαλεί έναν απίστευτο αχταρμά εικόνων και… θορύβου, με αποκορύφωμα την άκυρα «militaire» υστερία που ανακυκλώνει το «Henry V» (1944) του Λόρενς Ολίβιε με λούπες στρατιωτικών κελευσμάτων («αρβύλες, αρβύλες, αρβύλες» και… κλωτσιές).
Το δεύτερο μισό της ταινίας δεν έχει ίχνος συνοχής, νέες «υποπλοκές» σκάνε στον δρόμο του ανήλικου ήρωα και της μάνας του που ελπίζει να θεραπεύσει, μαθαίνουμε πως τα ζόμπι μπορούν να αναπαραχθούν (#wtf) και πως στη Σουηδία τα κορίτσια κάνουν ακόμα… επεμβάσεις πλαστικής χειρουργικής για καλλωπισμό! Καις φλάντζα, όχι αστεία!
Καμία αντίληψη κοινωνικού σχολιασμού, κάτι «σαβουριάσματα» στρατιωτικο-θρησκευτικής αλλοφροσύνης μονάχα, ασύνδετα κι αδούλευτα μέσα σ’ ένα χυμαδιό αφήγησης που πασχίζει να δικαιολογήσει την όλη ασυναρτησία, η οποία γλεντάει και τον πιο ψύχραιμο θεατή μ’ ένα θεόκουλα φαρσικό φινάλε. Τι άλλο να πω; Μόνο ο… Τζάκι Τσαν δεν βγήκε στο τέλος! Βοήθειά σας!