1341 ΚΑΡΕ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΥ (2023)
(1341 FRAMES OF LOVE AND WAR)
- ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ραν Ταλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 89'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Ο Ισραηλινός ντοκιμαντερίστας Ραν Ταλ επιχειρεί μια καταγραφή της ζωής του διάσημου φωτορεπόρτερ Μίσα Μπαρ-Αμ, μέσα από 1.341 δικά του καρέ αφιερωμένα στον έρωτα, τον πόλεμο και τη θνητότητα.
Μετρώντας στο ενεργητικό του έξι ακόμα φιλμ (όλα ντοκιμαντέρ), ο Ραν Ταλ παραθέτει στην καινούργια του ταινία 1.341 καρέ από τα (δίχως υπερβολή) εκατομμύρια που τράβηξε ο καταξιωμένος φωτογράφος Μίσα Μπαρ-Αμ, σε μια προσπάθεια να ρίξει ελάχιστο φως στην καριέρα ενός ανθρώπου που μετρά περισσότερες από πέντε δεκαετίες και βρισκόταν πάντοτε στην πρώτη γραμμή της Ιστορίας.
Σε ό,τι αφορά σε αυτό το τελευταίο, εκεί τα πράγματα είναι λιγάκι διαφορετικά, με τον Μπαρ-Αμ να διερωτάται αρκετές φορές περί της ηθικής του επαγγέλματός του εν καιρώ πολέμου. Αυτός είναι μονάχα ένας από τους βασικούς λόγους που το ντοκιμαντέρ του Ταλ έχει την ικανότητα και τη δύναμη να σε «απορροφήσει» σταδιακά, παρά το γεγονός ότι στα δέκα πρώτα του λεπτά μπορεί και ν’ αναρωτηθείς εάν μια συρραφή φωτογραφικών εικόνων είναι αρκετή για να κρατήσει το ενδιαφέρον σου αμείωτο.
Προοδευτικά, συνειδητοποιείς πως πράγματι δεν πρόκειται για μια απλή και στείρα παράθεση φωτογραφιών. Ο Ταλ συνδιαλέγεται διαρκώς με τον Μπαρ-Αμ, ο οποίος προσφέρει το ηχητικό φόντο της εκάστοτε φωτογραφικής σειράς, υπό τη μορφή (και) φωνητικής καταγραφής του παρελθόντος, αλλά και με ψήγματα εξομολογητικής διάθεσης, μέχρι τουλάχιστον εκεί όπου ο ίδιος επιθυμεί, αφού άπαξ και το θέμα γίνει υπερβολικά (ή / και πολιτικά) ευαίσθητο, η συζήτηση θεωρείται λήξασα. Στο πλαίσιο αυτό (της συζήτησης), εξαιρετική είναι και η προσθήκη των λεγόμενων της συζύγου του Μπαρ-Αμ, Όρνα, η οποία διαθέτει το απαραίτητο τσαγανό των ηλικιωμένων κυριών που δεν διστάζουν να «τα χώσουν» στους συζύγους τους, βάζοντάς τους στη θέση τους όποτε το κρίνουν σκόπιμο! Σε μια από τις πιο έξυπνες καλλιτεχνικές συλλήψεις της ταινίας (μόλις στα πρώτα της λεπτά), ο Μπαρ-Αμ ξεκινά τη διήγησή του στον Ταλ και παράλληλα βλέπουμε στην οθόνη τις φωτογραφίες από τα αντίστοιχα γεγονότα, μόνο για να τον διακόψει η σύζυγός του, η οποία του λέει πως δεν τα θυμάται καλά και ξεκινά μια δική της, ορθά τεκμηριωμένη (λόγω αρχειακού υλικού) εξιστόρηση, με τις φωτογραφίες να «πέφτουν» και πάλι στην οθόνη, αυτή τη φορά με βάση την χρονική αλληλουχία που προτείνει η Όρνα. Σύντομα, το ζευγάρι αρχίζει να τσακώνεται ως προς το ποιος έχει δίκιο, μια στιγμή που αναμφίβολα ενισχύει τον σταδιακό «εξανθρωπισμό» του φιλμ.
Από εκεί και πέρα, οι «ακίνητες» φωτογραφικές σεκάνς εναλλάσσονται μεταξύ πολεμικού υλικού και οικογενειακών instantané, ενώ σε δύο περιπτώσεις τα κινηματογραφικά home movies του Μπαρ-Αμ (ένα ασπρόμαυρο από την παιδική του ηλικία κι ένα έγχρωμο με την γυναίκα του) «σπάνε» την επιλεχθείσα φόρμα αφήγησης, για μια πιο σινεματική προσέγγιση.
Δεδομένης μιας πιο old-school σχολής, στην οποία μαθήτευσε ο καταξιωμένος Ισραηλινός φωτογράφος, τούτο το ντοκιμαντέρ διαπνέεται από μια εξίσου παλαιομοδίτικη αισθητική, που όμως συμβαδίζει απόλυτα με την πληθώρα του ασπρόμαυρου φωτογραφικού του υλικού (αλλά και του πιο περιορισμένου έγχρωμου, μια καλοδεχούμενη αλλαγή σε επίπεδο περιεχομένου). Η «φωνή» της μνήμης του Μπαρ-Αμ που συνοδεύει τις εικόνες και μαρτυρά μια πλέον πολυετή εμπειρία τόσο για συμβάντα για τα οποία μπορεί να μιλήσει, όσο και για εκείνες τις φρικαλεότητες του πολέμου και της βίας που κανένα φιλμ δεν θα μπορούσε να ήταν σε θέση ν’ απαθανατίσει τόσο… αληθινά, μετατρέπει το «1341 Καρέ Έρωτα και Πολέμου» σε έργο απαραίτητο (όχι μόνο) για αρχειακούς λόγους.