12 ΧΡΟΝΙΑ ΣΚΛΑΒΟΣ (2013)
(12 YEARS A SLAVE)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στιβ ΜακΚουίν
- ΚΑΣΤ: Τσούετελ Ετζίοφορ, Μάικλ Φασμπέντερ, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Μπραντ Πιτ, Πολ Τζιαμάτι, Πολ Ντέινο, Λουπίτα Ενγιόνγκ’ο, Σάρα Πόλσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 134'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Στη Γουόσινγκτον του 1841, ένας ελεύθερος μαύρος μουσικός πέφτει θύμα απαγωγής και πωλείται ως σκλάβος σε Νότιους δουλεμπόρους. Θα αναγκαστεί να ζήσει σε καθεστώς δουλείας για 12 χρόνια, μέχρι να αποδείξει και να ανακτήσει την ελευθερία του.
Είναι αναμενόμενο το γεγονός ότι το «12 Χρόνια Σκλάβος» αποτελεί ένα από τα κορυφαία φαβορί για τα Όσκαρ που θα απονεμηθούν σε λίγους μήνες. Η ταινία βασίζεται σε αληθινή ιστορία, είναι γεμάτη δράμα και πόνο, διαθέτει την υποστήριξη star στο καστ και στην παραγωγή (συμπαραγωγός είναι η Plan B του Μπραντ Πιτ, που παίζει έναν μικρό ρόλο), έχει την υπογραφή ενός σκηνοθέτη με καλλιτεχνικό background και, το βασικότερο όλων, δίνει την ευκαιρία στην Ακαδημία με ένα – ή περισσότερα βραβεία – να εξιλεωθεί για τις παλιές αμαρτίες τής Αμερικής. Το πακέτο είναι πλήρες και ιδανικό για μια βραδιά θριάμβου στο Dolby Theatre. Τι κρίμα ωστόσο, που η ταινία αυτή καθεαυτή δεν είναι ισάξια του hype που την περιβάλλει.
Εξαιρετικός και πολυβραβευμένος εικαστικός, ο Στιβ ΜακΚουίν έδειξε ότι έχει να πει πολλά και στον κινηματογράφο με το «Hunger» και το «Shame», σε ό,τι αφορά τόσο τη θεματολογία όσο και την κινηματογραφική γραφή. Το «12 Χρόνια Σκλάβος», όμως, είναι σα να έχει γυριστεί από άλλον άνθρωπο. Από κάποιον που έχει ξεχάσει την έννοια του ρίσκου και της καλλιτεχνικής τόλμης και έχει παραδοθεί στο ακαδημαϊκό mainstream. Προσωπικά, ο χειρισμός τού υλικού από το ΜακΚουίν μού έδωσε την αίσθηση, ότι ο δημιουργός δεν έχει να προσθέσει κάτι νέο, μια διαφορετική οπτική στο θέμα τής δουλείας, αλλά ότι βρήκε την κατάλληλη ιστορία και το σωστό όχημα προκειμένου να ανέβει κατηγορία στην κινηματογραφική βιομηχανία.
Αν έχεις δει παλιότερα στην τηλεόραση τις «Ρίζες» (το remake των οποίων ετοιμάζει το History Channel), έχεις δει μια πληρέστερη εικόνα τής εποχής και του θέματος. Αν έχεις δει το «Django, Ο Τιμωρός», έχεις δει την προσωπική ματιά και την ανατροπή των στερεοτύπων. Αυτό που κάνει ο ΜακΚουίν επί δύο ώρες και κάτι, είναι να παρακολουθεί μονότονα την ιστορία του κεντρικού του ήρωα και να μεγεθύνει το κλισέ «μαύροι – θύματα» «λευκοί – θύτες», χωρίς διακυμάνσεις και σχεδόν χωρίς καμία εξαίρεση στο πολυπληθές σύνολο χαρακτήρων.
Η πραγματική ιστορία τού Σόλομον Νόρθαπ (που γυρίστηκε προηγουμένως για την τηλεόραση το 1984, με το «Solomon Northup’s Odyssey»), είναι πραγματικά συγκλονιστική. Ένας ελεύθερος και αξιοσέβαστος καλλιεργημένος άνθρωπος, ένας οικογενειάρχης, βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη αλυσοδεμένος και στη θέση τού εμπορεύματος. Θύμα περιπλανώμενων ταχυδακτυλουργών που τον πούλησαν για να βγάλουν εύκολα χρήματα, ο Νόρθαπ αναγκάστηκε να κρύψει τη μόρφωσή του προκειμένου να επιβιώσει. Ο τρόπος με τον οποίο ο ΜακΚουίν καταγράφει τη διαφορά στις συμπεριφορές ανάμεσα στη Βόρεια και τη Νότια Αμερική, είναι ίσως το μοναδικό σημείο που μπορεί να διαβαστεί και ως σχόλιο για την αντίθεση μεταξύ της προοδευτικής και συντηρητικής Αμερικής, που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να είναι έντονη. Ο ίδιος ο Σόλομον, όμως, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, παραμένει παθητικός, υπομένοντας όλα όσα του συμβαίνουν. Αν και βρίσκεται σχεδόν σε κάθε πλάνο, στο τέλος δε μας είναι ιδιαίτερα ή περισσότερο γνωστός ως χαρακτήρας. Η σχέση του με τη μουσική και το βιολί, είναι δευτερεύουσα. Η αγάπη του και ο πόνος για την οικογένεια που έχασε, περνούν επιφανειακά σε flashback. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους τους υπόλοιπους ήρωες, που έρχονται, παίζουν το ρόλο τους στο μαρτύριο του Σόλομον και αποχωρούν, χωρίς να μάθουμε κάτι παραπάνω για το από πού προκύπτει η συμπεριφορά τους ή τι κρύβουν μέσα τους.
Μια-δυο σκηνές έχουν μεγαλύτερη δύναμη: Ο ομαδικός θρήνος των σκλάβων για ένα σύντροφό τους που έπεσε νεκρός από την εξάντληση στα χωράφια και η απελπισμένη έκκληση μιας σκλάβας στο Σόλομον, να την απαλλάξει από τα μαρτύριά της και να δώσει τέλος στη ζωή της. Είναι δύο καλές, γερά στημένες σκηνές, που δίνουν ένα μέτρο σύγκρισης για το πώς θα μπορούσε να είναι ολόκληρη η ταινία και όχι μόνο δυο αποσπάσματά της. Στον βασικό ρόλο, ο Τσούετελ Ετζίοφορ είναι καλός, στο σημείο που το σενάριο και η σκηνοθεσία τού επιτρέπουν να εκφράσει συναίσθημα και βάθος. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η δουλειά τού Χανς Τσίμερ στη μουσική.