12 ΔΥΝΑΤΟΙ (2018)
(12 STRONG)
- ΕΙΔΟΣ: Πολεμική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νικολάι Φούγκλσιγκ
- ΚΑΣΤ: Κρις Χέμσγουορθ, Μάικλ Σάνον, Μάικλ Πένια, Ναβίντ Νεγκαμπάν, Τρεβάντε Ρόουντς, Έλσα Πατάκι, Γουίλιαμ Φίχτνερ, Ρομπ Ριγκλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Αμέσως μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στη Νέα Υόρκη, ο αμερικανικός στρατός οργανώνει την πρώτη απόρρητη αποστολή αντεπίθεσης. Επίλεκτη ομάδα δώδεκα ανδρών των Ειδικών Δυνάμεων προσγειώνεται σε ορεινή περιοχή του Αφγανιστάν, ζητώντας τη βοήθεια τοπικού πολέμαρχου, ώστε να καταλάβουν πόλη – σημαντικό προπύργιο των Ταλιμπάν.
Δεν είναι μια απόλυτα τυπική πολεμική περιπέτεια τούτη εδώ, αφού βασίζεται σε γεγονός αληθινό, το οποίο επιχειρεί να μετατραπεί σε αληθοφανές κινηματογραφικό θέαμα, παραδόξως όχι με τις μεγάλες, εκρηκτικές και πατριωτικές φανφάρες του παραγωγού Τζέρι Μπρουκχάιμερ. Δεν θα δεις ούτε την αμερικανική σημαία να κυματίζει στη μούρη σου στο φινάλε (αντ’ αυτής, μαθαίνουμε ότι ένα γλυπτό που έχει τοποθετηθεί στον τόπο όπου έπεσαν οι Δίδυμοι Πύργοι είναι αφιερωμένο στην ομάδα των «12 Δυνατών»). Θα προβληματιστείς, όμως, για το κατά πόσο μπορεί μια τέτοια αληθινή ιστορία να διαθέτει συναρπαστικές στιγμές (ή συγκινήσεις) και στο σινεμά.
Ο πρωτοεμφανιζόμενος Νικολάι Φούγκλσιγκ λειτουργεί κάπως αμήχανα στον χειρισμό δράσης και ρυθμού και το αποτέλεσμα σίγουρα δεν αγγίζει το σασπένς και την ένταση που είχε καταφέρει να δημιουργήσει ο Πίτερ Μπεργκ στο παρόμοιας θεματικής «Ο Μόνος Επιζών» (2013). Έχει, όμως, με το μέρος του ένα καλό επιτελείο πρωταγωνιστών και επίπεδο παραγωγής (και ουχί ξεπέτας ή μπι-μουβιάς), για να σου εξασφαλίσει ένα τελικό «προϊόν» που δεν σου κλέβει το αντίτιμο του εισιτηρίου αδίκως. Αρκεί να αγαπάς το genre.
Παρά τον αριθμό των δώδεκα ηρώων (του τίτλου), ελάχιστους μαθαίνουμε σαν χαρακτήρες στην πραγματικότητα και είναι κυρίως οικογενειάρχες, απλοί άνθρωποι που φορώντας τη στολή μοιάζουν με κάτι πολύ πιο δυναμικό, φέροντας τη διαβόητη φήμη των «Πρασινοσκούφηδων». Είναι άνθρωποι που αφήνουν πίσω τους γυναίκα και παιδιά, μερικές φορές και τη ζωή τους, επιστρέφοντας σε ένα φέρετρο που κανείς δεν είναι σίγουρος ότι μπορεί να περιέχει ένα ολόκληρο σώμα. Υπάρχει μεγάλη μερίδα κοινού (ή της κριτικής, περισσότερο) που δεν ανέχεται αυτή την «αμερικανιά» στην αφήγηση ταινιών του είδους. Αποτελούν, όμως, μια πραγματικότητα αυτές οι καταστάσεις, άσχετα από το πόσα γνωρίζουμε για τους χαρακτήρες, την ιδεολογία ή τον ψυχισμό των φαντάρων. Οι δώδεκα της ταινίας είναι μια ομάδα «ζυμωμένη» μεταξύ της, που θα θελήσει να αναλάβει την αποστολή και λόγω δουλειάς αλλά και λόγω υπεράσπισης της χώρας, μετά από το (ίσως) πιο τρομακτικό σε μέγεθος χτύπημα μεγαλούπολης στην ιστορία του σύγχρονου πολιτισμού. Δεν θα προλάβουμε να μάθουμε πολλά για την καθημερινότητά τους, καθώς η μεταφορά τους στα εχθρικά εδάφη θα είναι άμεση.
Από εκεί και πέρα, οι «12 Δυνατοί» ασχολούνται με τακτικές πολέμου, την ισορροπία που πρέπει να κρατηθεί απέναντι στους ντόπιους, την αντιμετώπιση ενεδρών και τις απαραίτητες σκηνές μάχης που θα τους «αντρώσουν» όσο πιο σκληρά γίνεται, ώστε να αποκτήσουν όλοι τους το «δολοφονικό βλέμμα», όπως το αποκαλεί ο συνεργαζόμενος μαζί τους τοπικός πολέμαρχος, ο οποίος θέτει ενίοτε και μερικές «σοφίες» γύρω από τα αίτια και τα καθήκοντα που πρέπει να έχει σαν προτεραιότητα ένας πολεμιστής. Δυστυχώς, ο Φούγκλσιγκ δεν επικεντρώνει τόσο στο δραματουργικό μέρος της υπόθεσης, δεν τονίζει τη φρίκη του πεδίου της μάχης, αλλά μεταφέρει το όλο κλίμα σαν μια κατάσταση ρουτίνας, από την οποία οι ήρωες ελπίζουν και έχουν την πεποίθηση ότι θα βγουν αλώβητοι. Ίσως και η ίδια η αποστολή να μην ήταν τόσο συναρπαστική ώστε να μεταφερθεί στο σινεμά ή πρόκειται περί ατολμίας σκηνοθετικής κυρίως. Έτσι, το φιλμ δεν καταφέρνει ποτέ να ανυψωθεί σε κάτι το ανώτερο φιλμικά, αδιαφορώντας ακόμη και για το «αντίβαρο» της προσωποποίησης του κακού, που γίνεται με αφελή και γραφικό τρόπο, φυσικά (ο ηγέτης – στόχος είναι μια μοχθηρή φάτσα που δίνει μονάχα εντολές να πέφτουν ρουκέτες…).