10.000 ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ (2014)
(10.000 KM)
- ΕΙΔΟΣ: Ρομαντικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κάρλος Μάρκες Μαρσέτ
- ΚΑΣΤ: Νατάλια Τένα, Δαβίδ Βερδαγέρ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 99’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ
Εκείνη πρέπει να πάει στο Λος Άντζελες για ένα χρόνο, μπας και φτιάξει κάτι σαν καριέρα. Εκείνος μένει πίσω στη Βαρκελώνη και βιώνει μέχρι και το βάσανο των διαφορετικών ζωνών ώρας. Θα μπορέσουν να αντέξουν όλη αυτή την απόσταση που τους χωρίζει, διατηρώντας μια σχέση μέσω… Skype;
Το «10.000 Χιλιόμετρα» ξεκινά με μια σκηνή σεξ. Ένα νεαρό ζευγάρι κάνει έρωτα. Εκείνος θέλει να χύσουν μαζί, δείχνει να νοιάζεται τόσο και για τη δική της ηδονή. Πρέπει να είναι πολύ ερωτευμένοι, ίσως στην αρχή της σχέσης τους. Δεν ξέρουμε τίποτε γι’ αυτούς. Μόνο ότι… δεν θα τα καταφέρει να την περιμένει. Για μένα, όμως, και οι δύο πρωταγωνιστές δεν καταφέρνουν να βγάλουν αληθινό πάθος σε αυτό το εναρκτήριο πλάνο, το οποίο, σταδιακά, σου αποκαλύπτει τις πραγματικές του διαστάσεις: ένα μονοπλάνο που διαρκεί σχεδόν 23 λεπτά (!), εμφανώς γερά προβαρισμένο, το οποίο ξεδιπλώνει την ιστορία της Άλεξ και του Σέρτζι, που είναι εδώ και χρόνια μαζί και θέλουν να κάνουν και παιδί, αλλά το «διάλειμμα» της επαγγελματικής πρότασης που δεν μπορεί να αρνηθεί εκείνη θα πατήσει ένα βίαιο «pause» στη ζωή τους για 12 μήνες. Τουλάχιστον…
Η συνέχεια του φιλμ θα μπορούσε να είναι ένα υποθετικό split-screen, με τον Ατλαντικό ωκεανό στη μέση, στο οποίο οι κάμερες των δύο laptop των ηρώων (και αποκλειστικών πρωταγωνιστών του «10.000 Χιλιόμετρα») αγωνίζονται να κρατήσουν δίπλα-δίπλα τις εικόνες της Άλεξ και του Σέρτζι, με προφανή εμπόδια τις διαφορετικές ζώνες ωρών και τα pixels, τις καθυστερήσεις ή το «πάγωμα» μιας κλήσης στο Skype λόγω κακού δικτύου – πριν προχωρήσουμε σε πιο ώριμες συγκρούσεις του ζευγαριού, στις οποίες το «πάνω χέρι», οι θυσίες και το τι προσφέρει ο καθένας απ’ τους δυό σ’ αυτή τη σχέση αλλάζουν ισχύ, θέση εξουσίας στο μέλλον του καθενός ή της οικογένειας που ονειρεύονται να φτιάξουν.
Είναι όμορφος ο τρόπος με τον οποίο ο Κάρλος Μάρκες Μαρσέτ προσεγγίζει τα αυτονόητα, πάντοτε σε ένα πλαίσιο ρεαλισμού που ταυτόχρονα, εννοείται, πληγώνει την αφήγηση και την ευχαρίστηση του θεατή, ο οποίος καλείται να παρακολουθήσει δύο μόλις πρόσωπα σε μια long distance… κλήση διαρκείας, που δύσκολα υποκαθιστά την αληθινή ζωή και δοκιμάζει τις αντοχές του ζευγαριού αλλά και όσων βρίσκονται από την άλλη πλευρά της μεγάλης οθόνης…
Το λάθος τού σκηνοθέτη (και συν-σεναριογράφου) είναι ότι καταναλώνει περισσότερες στιγμές σε καθημερινές ασχολίες και ρουτινιάρικα στερεότυπα (φυσικά και υπάρχει η σκηνή του ιντερνετικού σεξ – αυνανισμού…), παρά σε έναν περισσότερο προσεγμένο διάλογο που θα επέτρεπε στους δύο χαρακτήρες να αναπτυχθούν μέσα στην όχι και τόσο μικρή διάρκεια του φιλμ, έτσι ώστε το… τέλος (;) αυτής της σχέσης να γίνει πιο αισθητό μέσα μας. Αντί για ουσιαστικό διάλογο, λοιπόν, έχουμε απλές συνομιλίες, προβλέψιμες εκρήξεις και συναισθήματα που κάπως ζορισμένα αγγίζουν μέχρι και τη ζήλεια (η σκηνή με τη φωτογραφία από το Facebook), για να φτάσουμε στον επίλογο, ένα ενδιαφέρον αντίβαρο στο καλοδουλεμένο αλλά αμήχανο (και υποκριτικά) μονοπλάνο της εισαγωγής. Εκεί, πια, οι ερμηνείες των Τένα και Βερδαγέρ βγάζουν μια ενέργεια βιωμένου, η… «σύνδεση» βγάζει σπίθες και το φιλμ βρίσκει μια τίμια κλιμάκωση που σου μένει. Ή, όπως έχουν πει καλύτερα και οι Cardigans, «if this is communication, I disconnect…».