FreeCinema

Follow us
07.093:00

Βενετία 73: Παρελθόν, παρόν και… δυστοπικό μέλλον.


Μπορεί άραγε να αποτυπωθεί η δημιουργία του κόσμου και η ιστορία του σύμπαντος επί της μεγάλης οθόνης ή μήπως το «Voyage of Time», η νέα ταινία του Τέρενς Μάλικ η οποία έκανε μόλις πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας, είναι απλά μια υπερφίαλη απόπειρα του πλέον διχαστικού σκηνοθέτη;

Είναι πολύ ενδιαφέρον να προσπαθεί να αναλύσει κανείς τον Τέρενς Μάλικ. Κάθε ταινία τού – υπέρ το δέον παραγωγικού τα τελευταία χρόνια – σκηνοθέτη προκαλεί συζητήσεις, αντιπαραθέσεις, διαφωνίες σχετικά με το αν πρόκειται για ένα μεγαλειώδες όραμα ή μια «δήθεν» αρλούμπα, υπό ενθουσιώδη χειροκροτήματα και γιουχαΐσματα ταυτόχρονα σε κάθε φεστιβαλική προβολή. Ο Μάλικ έχει βολευτεί ουσιαστικά σε μια δική του αφηγηματική φόρμα, ιδιαίτερα αφαιρετική, εκτενώς φιλοσοφική, μάλλον αυτοαναφορική και σίγουρα πολύ προσωπική που, όσο εντυπωσιακή φαίνεται σε όσους την αποδέχονται και την αγκαλιάζουν, άλλο τόσο φρικιαστικά ενοχλητική φαντάζει σε όσους έχει απομακρυνθεί με βεβαιότητα απ’ αυτήν.

Αρκεί να δει κανείς τις τελευταίες (όχι τυχαία, απρόβλητες στους ελληνικούς κινηματογράφους) ταινίες του. Το «To the Wonder» προσπάθησε να πει μια ιστορία για την Πίστη και τις ανθρώπινες σχέσεις στην εποχή της εγκατάλειψης, ενώ το «Knight of Cups» ήταν μια αφήγηση προσωπικής κρίσης ενός ανθρώπου στον κόσμο του θεάματος. Για τους οπαδούς τού Μάλικ, και οι δύο ιστορίες λαμβάνουν μια υπαρξιακή, ανώτερη διάσταση μέσα από τη φιλοσοφική προσέγγιση του σκηνοθέτη. Για τους ορκισμένους εχθρούς του, ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις, ο σκηνοθέτης ανακυκλώνει το ίδιο μοτίβο ξανά και ξανά, «πουλώντας» πνεύμα αλλά δίχως να λέει κάτι ουσιαστικό ή έστω αφηγηματικά στέρεο πίσω από τον εύκολο εντυπωσιασμό της εικόνας.

voyage-of-time-2016

Το καλό είναι ότι το «Voyage of Time» δεν προσπαθεί να αφηγηθεί μια «κανονική» ιστορία. Αντιθέτως, φλερτάρει πολύ δημιουργικά με το είδος τού ντοκιμαντέρ, για να πει με τον δικό του τρόπο ούτε λίγο ούτε πολύ την ίδια την ιστορία τού σύμπαντος. Για την ακρίβεια, ο Μάλικ… ξεφορτώνεται ό, τι τον βάραινε στις προηγούμενες ταινίες του για να αφιερωθεί σε αυτό που ξεκάθαρα τον έχει συνεπάρει τα τελευταία δημιουργικά του χρόνια: στη δύναμη της εικόνας, της φύσης, του χρόνου και της θέσης του ανθρώπου μέσα σε όλο αυτό το χάος.

Είναι αλήθεια ότι η εικονογραφία τού «Voyage of Time» είναι συγκλονιστική. Από τις λήψεις του διαστήματος και τις πρώτες ζυμώσεις τού τοπίου της Γης μέχρι τη σταδιακή ανάπτυξη της ζωής και την αλληλεπίδραση των ειδών, τα εφέ εντυπωσιάζουν, ο ρυθμός παρασύρει και το συναίσθημα προκύπτει αβίαστα μέσα από το ίδιο το μεγαλείο τού πλανήτη. Γη, θάλασσα, φύση, το θαύμα της γέννησης και της δημιουργίας και, ανάμεσα σε όλα αυτά, ο άνθρωπος που λαμβάνει τη θέση ενός απλού κομπάρσου, οι πόλεις και ο πολιτισμός του που δεν λαμβάνουν παρά μόνο μια μικρή θέση στην ιστορία, και τα εμβόλιμα ψηφιακά πλάνα από τον σύγχρονο κόσμο, τα οποία αποδεικνύουν πως η συμβολή τού ανθρώπου στη ροή του χρόνου δεν ήταν ακριβώς και η πιο θετική.

voyage-of-time-2016a

Μέσα σε όλο αυτό, το – και πάλι ιδιαίτερα μαζεμένο για τα δεδομένα του Μάλικ – voice-over θα μπορούσε κάλλιστα να λείπει, καθώς προκύπτει προφανώς «εύκολο» ή τουλάχιστον όχι στο επίπεδο που βρίσκονται οι αποτελεσματικότατες σεκάνς της δημιουργίας και του κόσμου (στη Βενετία προβλήθηκε η κινηματογραφική εκδοχή του project με την αφήγηση της Κέιτ Μπλάνσετ, ενώ στα IMAX θα προβληθεί η σαραντάλεπτη version με την αφήγηση του Μπραντ Πιτ). Ναι, σαφώς και η ύπαρξη voice-over είναι γραμμένη στο DNA του Μάλικ, όμως εδώ ειδικά η αφηγηματική ισχύς των πλάνων ξεπερνά οποιαδήποτε δυνατότητα των λέξεων. Και αυτό ουσιαστικά είναι το τεράστιο προσόν της ταινίας. Και η μεγαλύτερη απόδειξη ότι ο Μάλικ παραμένει ένας πραγματικός μάστορας της εικόνας. Ευτυχώς που το «Voyage of Time» του δίνει τη δυνατότητα να επικεντρωθεί ακριβώς εκεί, μήπως και καταφέρει να ξαναπάρει με το μέρος του μερικούς από τους πολέμιούς του.

ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΝΙΒΑΛΟΙ ΕΧΟΥΝ ΚΑΡΔΙΑ;

The Bad Batch

Ναι, αλλά τι συμβαίνει με το μέλλον; Η Άνα Λίλι Αμιρπούρ του «Ένα Κορίτσι Γυρίζει Σπίτι Μόνο του τη Νύχτα» ρίχνει μια ματιά στη δική της μετα-αποκαλυπτική πραγματικότητα και επιστρέφει με ένα δυστοπικό love story σε μια κοινωνία όπου απόκληροι κανίβαλοι προσπαθούν να ζήσουν όσο πιο φυσιολογικά γίνεται το υπόλοιπο του βίου τους. Η Αμιρπούρ ουσιαστικά δημιουργεί το genre του «arthouse grindhouse», θυμίζοντας πολλές φορές έναν πιο… καλλιτεχνικό Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, ντύνει με neon φώτα την έρημο του Τέξας κάνοντας έτσι πιο pop τους αχανείς, βαμμένους με αίμα ξερότοπους, ψάχνει τη χαλαρότητα σε έναν άκρως κανιβαλιστικό κόσμο όπου το παρελθόν δεν είναι τελικά και τόσο καθοριστικό, και παίζει με την ελαφριά φιλοσοφία για να την πετάξει στα μούτρα του κοινού ως το αποτέλεσμα μιας μετα-αποκαλυπτικής pop κουλτούρας («Κι αν ό,τι έχει συμβεί, έχει συμβεί ώστε τα επόμενα πράγματα που είναι να μας συμβούν, να μας συμβούν;»). Οπτικά, εξακολουθεί να κάνει θαύματα, αφηγηματικά χρειάζεται και πάλι να συμμαζέψει το σύνολο των ιδεών της, όμως το «The Bad Batch» προκύπτει ως η φωνή μιας νέας δημιουργού που αγαπά τον κινηματογράφο των ειδών και τη ρομαντική, πολύχρωμη και ταυτόχρονα άκρως σκοτεινή πλευρά του (και τον ημίγυμνο Τζέισον Μομόα προφανώς, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι σε όλη τη διάρκεια της ταινίας ο χαρακτήρας του αγνοεί την έννοια της μπλούζας…). Μπορεί το μέλλον να μη μας επιφυλάσσει τα καλύτερα, αλλά έστω θα επιβιώσει η pop μουσική, οπότε όλα καλά.

Venice 2016