FreeCinema

Follow us
02.0917:30

Βενετία 73: Νυχτόβια πλάσματα στο ρινγκ.


Νυχτόβια πλάσματα, η δύναμη της πίστης και η αληθινή ιστορία πίσω από την… ιστορία αποτελούν τα highlights της τρίτης ημέρας της φετινής Mostra, σε ένα Lido που απολαμβάνει την προσοχή (αλλά αρνείται πεισματικά να παραδοθεί στους φρενήρεις ρυθμούς) των διεθνών καλεσμένων του. Εκτός ίσως από τη στιγμή που η Έιμι Άνταμς εμφανίζεται στο κόκκινο χαλί.

Συμβαίνει κάτι φανταστικό στο Lido της Βενετίας φέτος. Από τη μια υπάρχει μια τρομερή χαλαρότητα σε όλα, από τις σχετικά ολιγάριθμες ουρές και τον κόσμο που είναι διατεθειμένος να σε πατήσει στο κόκκινο χαλί για μια φωτογραφία του Τζέρεμι Ρένερ, μέχρι τη γρήγορη εξυπηρέτηση στα café του Movie Village και τον κόσμο που αράζει ατάραχος στο γρασίδι μπροστά από την ολοκαίνουργια, κατακόκκινη Sala Giardino. Από την άλλη, το φετινό πρόγραμμα της διοργάνωσης αποδεικνύεται εξαιρετικά πολυποίκιλο αλλά και πρωτοκλασάτο, προσφέροντας εναλλαγές, stars, διαφορετικές προτάσεις και σχεδόν ελάχιστη βαρεμάρα (Βέντερς και Σιανφράνς, εσάς κοιτάω) με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα κλίμα πολύ ευχάριστης διάθεσης. Δύσκολα θα βρει κανείς στις φρενήρεις Κάννες ή το μάλλον χαώδες Βερολίνο κάτι τέτοιο, όσο κι αν τα συγκεκριμένα Φεστιβάλ συνήθως κερδίζουν στις αφίξεις διεθνών καλεσμένων.

Ας δούμε για παράδειγμα τις τελευταίες εικοσιτέσσερις ώρες. Το menu περιείχε δύο ταινίες με την Έιμι Ανταμς, την επιστροφή του Τομ Φορντ και της λαμπερής γκαρνταρόμπας του στα κινηματογραφικά δρώμενα, μια ενδιαφέρουσα περίπτωση από τη Χιλή που αποκτά αξία λόγου σε ένα διεθνές Φεστιβάλ και μια βιογραφία με τον Λιβ Σράιμπερ και τη Ναόμι Γουάτς, που εξιστορεί την ιστορία του πραγματικού ανθρώπου πίσω από το «Rocky» του Σιλβέστερ Σταλόνε! Για να μη μιλήσουμε για τη σημερινή βραδινή παρουσίαση του restored «Dawn of the Dead» του Τζορτζ Ρομέρο από τον Ντάριο Αρτζέντο και τον Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν, το ντοκιμαντέρ για τη Φράνκα Σοτσάνι της ιταλικής Vogue ή την επιστροφή της Ράμα Μπουρστάιν του «Στο Κενό της» με μια ακόμη εναλλακτική ρομαντική ταινία, την οποία ευελπιστούμε να προλάβουμε σε μια από τις επόμενες προβολές της. Η Βενετία φέτος προσφέρει θέαμα, αρκετό genre, συγκίνηση αλλά και διάθεση πειραματισμού, που μπορεί ακόμα να μην έχει εμφανίσει κάποιο απρόσμενο διαμάντι αλλά ούτε και έχει απογοητεύσει με την τυχόν κενότητά του. Και, φυσικά, έχει ήδη σηματοδοτήσει την αρχή της οσκαρικής κούρσας με τα «La La Land» και «Arrival», δύο καθαρά στουντιακές ταινίες που είναι και μεγάλες ταινίες.

GLITTER ΚΑΙ ΝΥΧΤΟΒΙΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ

nocturnal-animals

Τα «Nocturnal Animals» του Τομ Φορντ έχουν σίγουρα το πιο δυνατό άνοιγμα που μπορεί να περιμένει κανείς: στιλιζαρισμένο, σκοτεινό και σαφώς πασπαλισμένο με glitter, ακριβώς όπως θα ήθελε κανείς ολόκληρη την ταινία του Τομ Φορντ, ο οποίος με το ντεμπούτο του «Ένας Άνδρας Μόνος» πέρασε με επιτυχία τις κινηματογραφικές του εξετάσεις. Οι μορφές των στραπατσαρισμένων, εύσωμων ή άσχημα γερασμένων γυμνών γυναικών που χορεύουν προκλητικά μπροστά από τις βαριές κόκκινες κουρτίνες υπό τη μουσική του Άμπελ Κορζενιόφσκι, όμως, δίνουν δυστυχώς πάσα σε μια ταινία άνιση και εν τέλει ελαττωματική, η οποία προσπαθεί (όχι πάντα επιτυχημένα) να παντρέψει το pulp, «βρώμικο» στυλ του βιβλίου στο οποίο βασίστηκε (το cult «Tony and Susan» του Όστιν Ράιτ) με τη μανία του σκηνοθέτη για την αποτύπωση της λάμψης και της φινέτσας ακόμα και στα όχι ακριβώς πιο εμφανώς όμορφα πράγματα. Υπάρχουν στιγμές που αυτό λειτουργεί, ειδικά όταν επιχειρείται η μετάβαση ανάμεσα στις δύο ιστορίες (η ταινία αφορά την ανάγνωση ενός βιβλίου που εμπνέεται από το παρελθόν και συνεχώς ρίχνει εναλλάξ ματιές στην πραγματικότητα και την οπτικοποίηση των σελίδων του πρώτου) ή όταν προσπαθεί να αποκαλύψει το σκοτάδι πίσω από το φως της επιτυχίας. Όταν, όμως, το σενάριο απαιτεί δράση, ένταση και την απόλυτη τραγωδία, ο Φορντ αποδεικνύεται ανεπαρκής και ελλιπής στον χειρισμό των (άπειρων, ακόμα και για μια σκηνή) ηθοποιών του, προδίδοντας τις προθέσεις του και παραμένοντας σε μερικά πραγματικά κλασάτα πλάνα, τα οποία αποκαλύπτουν φερ’ ειπείν την απειλή του θανάτου σε έναν βελούδινο καναπέ. Το καστ, ωστόσο, παραμένει εξαιρετικά φωτογενές, είτε πρόκειται για τους πρωταγωνιστές Τζέικ Τζίλενχολ και Έιμι Άνταμς, είτε για τα ένδοξα περάσματα της Λόρα Λίνεϊ και του Μάικλ Σάνον – και αυτό σίγουρα κάνει καλύτερη την εμπειρία της προβολής κατά πολύ.

Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΡΟΚΙ

THE BLEEDER

Ο Τσακ Γουέμπνερ είναι ο άνθρωπος πίσω από την ιστορία που ενέπνευσε το «Rocky», εκείνος ο τύπος που από σπόντα πάλεψε στο ring με τον Μοχάμεντ Άλι και είδε τη ζωή του να γίνεται μια ταινία που έμεινε στην ιστορία χωρίς να έχει καμία απολαβή. Το «The Bleeder» του Φιλίπ Φαλαρντό (της φήμης του «Εξαιρετικού Κυρίου Λαζάρ», εδώ στην πρώτη «ακατάλληλη για ανηλίκους» ταινία του, κυρίως λόγω των σκηνών με χρήση ναρκωτικών), επιχειρεί να πει αυτή την αληθινή ιστορία και ακολουθεί κατά γράμμα τους κανόνες μιας τυπικής βιογραφίας (από τα επεξηγηματικά voice over και το αρχικό «based on a true story» μέχρι τις τελικές κάρτες με τα μετέπειτα γεγονότα και την πραγματική εικόνα του Τσακ Γουέμπνερ), παραμένοντας ωστόσο διασκεδαστικό, fun και ανάλαφρο μέχρι το τέλος, ιδανικό για μια προβολή χωρίς προβληματισμούς ή ανώτερα ηθικά διδάγματα. Βοηθάει και η αφοσίωση του Λιβ Σράιμπερ στον ρόλο (δεν σε αφήνει άφωνο, δεν αποδεικνύεται όμως λίγος), βοηθάει η disco Ναόμι Γουάτς που δεν ξέραμε ότι είχαμε ανάγκη, βοηθάει και η γρήγορη διαδοχή των γεγονότων που δεν αφήνει την ιστορία να βαλτώσει. Το οικιακό δράμα του φιλμ, ναι, το έχουμε δει χιλιάδες φορές – αλλά δεν χρειάζεται κάθε ταινία να ανακαλύπτει τον τροχό, αρκεί να ολοκληρώνει με επάρκεια την αποστολή της. Εδώ, αυτή η αποστολή είναι ένα χαλαρό, διασκεδαστικό δίωρο. Και αυτό δεν είναι καθόλου κακό.

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΧΙΛΗ

El Cristo Ciego

Το «El Cristo Ciego» του Κρίστοφερ Μάρεϊ, από την άλλη πλευρά, εμπνέεται από τη ζωή τού Χριστού για να περιγράψει τη ζωή ενός ανθρώπου από τη Χιλή, ο οποίος νιώθει ότι έχει μέσα του την ικανότητα να πραγματοποιήσει ένα θαύμα θεραπεύοντας έναν παλιό του φίλο. Το καλό είναι ότι η ταινία εμφανίζει σαφή προσανατολισμό, κρύβει καλά τον πολιτικό σχολιασμό πίσω από μια καθαρά προσωπική ιστορία και χρησιμοποιεί τη θρησκευτική γλώσσα για να αποδείξει ότι η Πίστη είναι τελικά κάτι διαφορετικό, μακριά από εκκλησίες και παπάδες (οι οποίοι παραμένουν απόντες καθ’ όλη την ταινία). Το κακό είναι ότι σαν ταινία δεν κάνει την υπέρβαση, ούτε εμφανίζει την ορμή που θα την καθιστούσε φαινόμενο, όμως, στο σύνολό της, είναι μια πολύ συμπαθής φεστιβαλική παρουσία που επιμένει στη λιτή αφήγηση, φροντίζει την ανάπτυξη του χαρακτήρα της και στοιχειοθετεί κάθε στάδιο της πορείας με καίριες παραβολές (σε ακόμη μια θρησκευτική αναλογία) που κλείνουν το μάτι στη χιλιανή πραγματικότητα. Κρατούμε σίγουρα το όνομα του σκηνοθέτη στα υπόψη για το μέλλον.

Venice 2016