FreeCinema

Follow us
01.0917:30

Βενετία 73: Ο Ντενί Βιλνέβ και το sci-fi του συναισθήματος.


Ποιος ασχολείται με τις απογοητεύσεις αν η φεστιβαλική μέρα προσφέρει έστω κι ένα αριστούργημα; Μπορεί ο νέος Βέντερς να είναι αδιάφορος και το «The Light Between Oceans» να… αχνοφαίνεται με το ζόρι, όμως το «Arrival» του Ντενί Βιλνέβ έκανε σήμερα το Lido να κλαίει και να παραμιλά – και απέδειξε γιατί πρέπει να προσέχουμε πολύ τον Ντενί Βιλνέβ (κι ας μη μας τίμησε με την παρουσία του).

The Beautiful Days of Aranjuez

Κατά την πρωινή δημοσιογραφική προβολή τού «The Beautiful Days of Aranjuez», της νέας δηλαδή δουλειάς τού Βιμ Βέντερς, ένα τεχνικό πρόβλημα με τους αγγλικούς υπότιτλους ανάγκασε την ταινία να ξεκινήσει ξανά από την αρχή, αυτή τη φορά χωρίς όμως ιταλικούς υπότιτλους, εξοργίζοντας τους ντόπιους θεατές και δημιουργώντας ένα σχετικό σούσουρο μπροστά στην κριτική επιτροπή, η οποία είχε έρθει για να παρακολουθήσει τη 3D προβολή του φιλμ. Δυστυχώς, αυτό ήταν και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο ολόκληρης της προβολής γενικά, η οποία αφορούσε μια ταινία φλύαρη, αρκετά ενοχλητική στον τρόπο που επαναλάμβανε ξανά και ξανά το ίδιο πράγμα και μάλλον υπερβολικά βιωματική για τον Πέτερ Χάντκε, σε σημείο που η εμπειρία αδυνατούσε να μεταφερθεί στον θεατή.

Το meta στοιχείο που δίνει μια αίσθηση παιχνιδίσματος στην όλη διαδικασία (με τον συγγραφέα να γράφει το θεατρικό το οποίο φαντάζεται να διαβάζεται μπροστά του ως πρόβα), η καταναγκαστική σχεδόν εμφάνιση του Νικ Κέιβ σε ένα μουσικό ιντερλούδιο (ένεκα και του παρελθόντος των «Φτερών του Έρωτα») και η δημιουργία μερικών πανέμορφων tableaux vivants, που δίνουν βάθος αλλά δε δικαιολογούν τη χρήση του 3D, προσδίδουν ελαφρυντικά στην ταινία. Γεγονός, όμως, παραμένει ότι το φιλμ θυμίζει περισσότερο Αλέν Ρενέ στα γεράματα (βοηθάει και η γλώσσα και η θεματολογία) παρά τον Βέντερς του παρελθόντος που θα θέλαμε (αλλά η αλήθεια είναι ότι, μετά την τελευταία του ταινία, δεν περιμέναμε).

The Light Between Oceans

Τουλάχιστον, παρά την αποτυχία, η ταινία προσπάθησε να παρουσιάσει κάτι (δομικά, τουλάχιστον) ενδιαφέρον, κάτι μάλλον καλύτερο, δηλαδή, από μια ταινία απλά βαρετή, δίχως ίχνος ζωής και καρδιάς, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του «The Light Between Oceans». Το φιλμ του Ντέρεκ Σιανφράνς (των «Blue Valentine» και «Στο Τέλος του Δρόμου»), ενώ υπόσχεται δράμα και δύσκολες επιλογές (καθώς αφηγείται την ιστορία ενός ζευγαριού, λίγο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο βρίσκει ένα μωρό και το αναθρέφει για να ανακαλύψει στην πορεία ότι η αληθινή μητέρα του το αναζητεί), καταλήγει άνευρο και επιφανειακό και, σίγουρα, μια χαμένη ευκαιρία.

Πολλά προβλήματα ροής, ατυχές μοντάζ, άστοχες ερμηνείες και νερόβραστο συναίσθημα, γενικά (μαζί με μηδενική χημεία), καθιστούν το «The Light Between Oceans» εκείνη την ταινία που, ενώ είναι πολύ μακροσκελής και όλο προσθέτει επεισόδια στην αφήγηση, ουσιαστικά σε καμία περίπτωση δεν λέει κάτι καινούργιο, με αποτέλεσμα να προκύπτει αφόρητα κενή και πληκτική. Οι αφηγηματικές, δε, τρύπες προκαλούν δυσάρεστα την έκπληξη, όπως και ο χειρισμός των ηθοποιών, οι οποίοι εμφανίζονται και εξαφανίζονται αψηφώντας τους κανόνες της λογικής και της εξέλιξης του χρόνου. Το μεγαλύτερο ηλικιακά κοινό ενδέχεται να το απολαύσει παίζοντας με τις πέρλες του, οι υπόλοιποι, όμως, θα αναρωτηθούν πώς γίνεται ένα τέτοιο δράμα να καταλήξει σε πραγματικό… φεστιβάλ αδιαφορίας. Όμορφες εικόνες, κατά τα άλλα ό, τι πρέπει για νανούρισμα!

Arrival-2016

Αυτό, όμως, που πραγματικά έκανε και τις δύο προηγούμενες ατυχείς επιλογές να ξεθωριάζουν με ευκολία στο μυαλό (και να μην πειράζουν, κιόλας) είναι ο θρίαμβος του «Arrival», της νέας ταινίας του Ντενί Βιλνέβ, στην οποία η Έιμι Ανταμς υποδύεται μια γλωσσολόγο που καλείται να ανακαλύψει αν οι εξωγήινοι που μόλις επισκέφθηκαν τη Γη έχουν εχθρικές ή φιλικές διαθέσεις. Και ποιος είναι ο θρίαμβος; Όπως κάθε καλό sci-fi που σκέφτεται τον εαυτό του, το «Arrival» κρύβει μέσα του μια μεγάλη αλήθεια, η οποία ξεπερνά την αποθέωση της γλώσσας και της επικοινωνίας για να μιλήσει απρόσμενα για την ίδια τη ζωή και τον τρόπο που τη βιώνουμε. Μπορεί η επιφάνεια να είναι η καθαρή επιστημονική φαντασία, όμως σταδιακά και μέσα από ένα ευφυές μοντάζ, το ίδιο το φιλμ ξεπερνά τα είδη και γίνεται κάτι μεγαλύτερο και απόλυτα ανθρώπινο – όσο κλισέ κι αν ακούγεται αυτό.

Οι αρχικές συγκρίσεις με την «Επαφή» είναι όντως δόκιμες, όμως παράλληλα και άδικες, καθώς η ταινία παίρνει τον δικό της δρόμο συνδυάζοντας όλες τις ευαισθησίες του Βιλνέβ: την αγάπη του για το ανθρώπινο δράμα, την αυστηρή σκηνοθεσία, το πάθος και την εύνοια στο συναίσθημα και, φυσικά, την αγάπη για το παράδοξο και τον… low budget καναδικό τρόμο (η ταινία έχει και ένα still – ακριβές… αντίγραφο του «Enemy: Ο Άνθρωπος Αντίγραφο»). Αλλά, επιπλέον, έχει και μια εξαίσια Άνταμς που κουβαλάει την πλειοψηφία της ταινίας σε κοντινό πλάνο, μια αφήγηση που επαν-ερμηνεύει εντυπωσιακά τον χρόνο και μια θεώρηση της γλώσσας που δεν έχουμε ξαναδεί στο σινεμά και πηγαίνει το φιλμ σε απρόβλεπτες περιοχές. Δεν έχει σημασία αν είναι η καλύτερη ταινία του Βιλνέβ (προσωπικά μιλώντας, αν δεν είναι η καλύτερη, είναι η δεύτερη καλύτερη μετά το «Sicario»), αλλά το γεγονός ότι το σινεμά του βρίσκει ακόμα τρόπους να παρασύρει και να δημιουργεί ακριβώς αυτό που χρειάζεται: αγνό συναίσθημα. Κι ας κρύβεται πίσω από την επιστήμη, είπε, σκούπισε τα δάκρυά του και κατέβηκε να πάρει ακόμα μια πίτσα για μεσημεριανό.

Venice 2016