ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΡΒΕΤΑΣ: «ΤΟ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ.»
Ανταλλάξαμε πολλά e-mail. Στις απαντήσεις του ήταν πάντα συνεπής και δε με άφησε να περιμένω ούτε μια φορά. «Θα σου ετοιμάσω τις απαντήσεις και μιλάμε αργότερα» και μετά «Σοφία, δεν θα προλάβω, τελικά, να κάνουμε την συνέντευξη αυτές τις μέρες». Ήταν παραμονές τής προβολής της ταινίας του «Να Κάθεσαι και να Κοιτάς» στην πρόσφατη Berlinale, όπου προβλήθηκε στο πλαίσιο του Πανοράματος. Οπότε, αποφασίσαμε να την κάνουμε μετά το τρεχαλητό τού Φεστιβάλ, να πάρουμε το χρόνο μας και να γίνει με την ησυχία μας.
Σεμνός, ιδεολόγος, με μια εντυπωσιακά δομημένη σκέψη όσον αφορά τα πράγματα τα κοινωνικά, ο Γιώργος Σερβετάς, στα λίγα λεπτά που καθίσαμε παρέα, μου έδωσε την εντύπωση ενός ανθρώπου με πυγμή αλλά πάνω από όλα πολιτική σκέψη. Δίχως να έχω, προσωπικά, κάνει αντίστοιχη προσέγγιση, αναφέρει τη λέξη – κλειδί που τον αντιπροσωπεύει, που αντιπροσωπεύει την ταινία: γουέστερν. Από πλευράς μου πάλι και με λίγη ώθηση από τούτο το genre και τη μυθολογία του είδα στην Αντιγόνη, την ηρωίδα του, έναν «Ελεύθερο Καβαλάρη», ώριμο και επαναστάτη. Που η φύση του δεν είναι «να κάθεται και να κοιτά», αλλά ούτε και να φεύγει.
Αντιγόνη, η επαναστάτρια ηρωίδα του Σοφοκλή. Πόσο συμπτωματική είναι η επιλογή τού ονόματος της ηρωίδας σας;
Δεν μπορώ να πω, πια. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που άρχισα να γράφω, και το κείμενο πέρασε πολλές φάσεις μέχρι να φτάσω στα γυρίσματα. Σχεδόν δεν θυμάμαι από πού ξεκίνησε η ιδέα για το όνομα. Αυτό που εκ των υστέρων μπορώ να δω, είναι ότι η Αντιγόνη της ιστορίας μου φέρει την κλασική σύγκρουση της συνείδησής της με τον νόμο, ή τέλος πάντων με τον de facto νόμο στην πόλη όπου φτάνει. Νομίζω ότι είναι πάντα χρήσιμο, και ειδικά σε μια εποχή «κράτους έκτακτης ανάγκης», να θυμόμαστε ότι η αξία τού νόμου είναι μόνο σχετική. Ότι η μόνη πηγή νομιμοποίησης είναι η κοινωνική συνείδηση.
Η Αντιγόνη, λοιπόν, επιστρέφει στην πόλη όπου μεγάλωσε και δεν της αρέσουν οι άνθρωποι που συναντά και οι αλλαγές. Πιστεύετε ότι η εξέλιξή της την κάνει να βλέπει αλλιώς τα πράγματα;
Δεν είναι η εξέλιξή της, είναι ότι επιστρέφει ενήλικη. Ως ενήλικη βρίσκεται αντιμέτωπη με ανθρώπους που ορίζονται από ένα πλέγμα σχέσεων βασισμένο στην παραγωγή και στην ιεραρχία.
Πιστεύετε ότι το να νιώθουμε αταίριαστοι, όπως εκείνη, όμως, στο περιβάλλον που μας γέννησε είναι πιο οδυνηρό από οπουδήποτε αλλού;
Δεν το γνωρίζω, και ελπίζω να μην το μάθω. Είναι πολύ πιο οδυνηρό το να φεύγεις από το περιβάλλον που σε γέννησε παρά το να νιώθεις αταίριαστος σε αυτό. Στην πραγματικότητα πιστεύω ότι οι πολιτισμικές μας ρίζες και αναφορές είναι πολύ βαθιές και ισχυρές, κάτι που γίνεται αντιληπτό μόλις, έστω και λίγο, απομακρυνθούμε από αυτές. Το να φεύγει κανείς είναι πάντα η τελευταία επιλογή.
Το ερώτημα που θέτει η ταινία είναι αν πρέπει να «να κάθεσαι και να κοιτάς» ή να δρας, όπως κάνει η Αντιγόνη. Ποιο από τα δυο αντιπροσωπεύει τη δική σας οπτική και γιατί;
(Σιωπή) Τα τελευταία χρόνια ακούει κανείς συχνά από δημιουργούς να λένε ότι «τα έργα τους θέτουν ερωτήματα και ότι δεν δίνουν απαντήσεις κλπ.» και προσωπικά έχω βαρεθεί να το ακούω. Στην κατάσταση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, νομίζω ότι τα ερωτήματα φυτρώνουν στον δρόμο και κανείς δεν χρειάζεται να του τα θέσουν. Θεωρώ ότι η ταινία μου περιέχει και μια απόπειρα απάντησης. Η Αντιγόνη φτάνει ως ξένη και πρακτικά ως ανήλικη. Ως τέτοια, δεν φέρει εκείνα τα φίλτρα που κάνουν κάποιον να δέχεται ως φυσιολογική την ιεραρχία με την ταπείνωση και τον εξευτελισμό που αυτή συνεπάγεται… Η Αντιγόνη απαντά με τον μοναδικό τρόπο που της υπαγορεύει η συνείδησή της. Έτσι, ώστε να μπορεί να απαντά σε εκείνον τον στίχο της Λένας Πλάτωνος: πες με τρεις λέξεις το πολύ, τι έκανες όταν σε αδικήσανε;
Η ταινία για μένα προσωπικά, έχει ένα πολύ θηλυκό perspective. Η Αντιγόνη πάει να ταράξει τα νερά τής νοσηρά κοιμισμένης πόλης. Είναι θέμα φύλου ή θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο από έναν άνδρα;
Νομίζω ότι αν μείνουμε στο ότι η (αντι)ηρωίδα της ταινίας είναι γυναίκα, με έναν τρόπο αναπαράγουμε στερεοτυπικούς ρόλους φύλων. Είναι σαν να παραδέχεται κανείς ότι αν ήταν άνδρας στον ρόλο, θα ήταν με έναν τρόπο φυσιολογικό και αναμενόμενο. Δεν κάνω αυτή την παραδοχή. Τα κίνητρά της είναι προσωπικά και μου αρκεί ότι είναι ανθρώπινα, όχι γυναικεία ή ανδρικά. Νομίζω ότι αυτό δεν την απασχόλησε.
Το τοπίο της ταινίας έχει μια πολύ υποβλητική τραχύτητα. Πείτε μας για τη διαδικασία επιλογής των locations.
Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια η κρίση συνοδεύτηκε από μια νέα επέλαση της κερδοφορίας σε βάρος της φύσης και προφανώς των ανθρώπων. Το τραυματισμένο τοπίο τής ταινίας φέρει τα ίχνη τής επέλασης της πράσινης ανάπτυξης. Ενός καπιταλισμού κανιβαλικού και στα όριά του, που έχει αντικαταστήσει το επιθετικό όραμα της ανάπτυξης με ένα μίζερο μεν, αδηφάγο δε, μοντέλο διαχείρισης της καταστροφής. Εκεί νομίζω δένει και το τοπίο της μάντρας ανακύκλωσης και το καμένο δάσος με τις ανεμογεννήτριες. Κάτι άλλο που με ενδιαφέρει στο τοπίο της επαρχίας είναι ότι λείπουν οι παραδοσιακοί διαχωρισμοί σε ζώνες κατανάλωσης, διασκέδασης και παραγωγής. Όλα συνυπάρχουν με έναν τρόπο που καθιστά ανάγλυφο τον τρόπο οικονομικής ανάπτυξης. Είναι ταυτόχρονα το πεδίο τής κατανάλωσης και η βρώμικη πίσω αυλή τής παραγωγής.
Πόση σχέση έχει η Ελλάδα της κρίσης με την ανώνυμη κωμόπολη όπου διαδραματίζεται η ταινία;
Πρέπει να μιλάμε για Ευρώπη της κρίσης, ή για κρίση του καπιταλισμού. Η ελληνική κρίση δεν είναι παρά ένα στιγμιότυπο αυτής. Με αυτό στο μυαλό μου, νομίζω ότι η ταινία μου μιλάει, ή έστω φιλοδοξώ να μιλάει, για την Ευρώπη της κρίσης. Σε μια αντίστιξη με τον μύθο των γουέστερν, τον μύθο της επέκτασης του δυτικού πολιτισμού στην φύση, την συγκρότηση των θεσμών και του νόμου, νομίζω ότι σήμερα μιλάμε για την κοινωνική απονομιμοποίηση των θεσμών. Για την ανάγκη των κοινωνιών να αμφισβητήσουν τον νόμο και τους θεσμούς, όπως αυτοί αντανακλούν τις σχέσεις ισχύος σε μια κοινωνία.
«Ο κόσμος προχωράει και πρέπει να το θέλουμε». Πρέπει;
Το ζήτημα που πρέπει να τεθεί είναι ποια ανάπτυξη θέλουμε, αν τελικά θέλουμε, και πώς ασκείται ο κοινωνικός έλεγχος πάνω σε αυτήν. Από την δεκαετία του ’60 ήδη είχε αρχίσει να εκφράζεται μια έντονη αμφισβήτηση απέναντι στην επέκταση του ανθρώπου στην φύση. Αυτό που γίνεται στην πραγματικότητα είναι ότι το κυνήγι της κερδοφορίας και της ανάπτυξης έχει επιβάλει μεταβολές στην κοινωνία και την φύση, στις οποίες ούτε ζητήθηκε ούτε δόθηκε η συναίνεση κανενός. Η Αντιγόνη τής ταινίας και κάθε άνθρωπος μεγαλωμένος σε μια αναπτυγμένη δυτική κοινωνία, όπως ήταν η Ελλάδα κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, είδε το τίμημα της ανάπτυξης να μην έχει αντίκρισμα… (Σιωπή) Θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε γιατί η ζωή δεν έγινε καλύτερη με τόσο μεγάλη καταστροφή της φύσης και του τοπίου κατά τις τελευταίες δεκαετίες, σε τι χρησίμευσε και πού πήγε η ανθρώπινη εργασία που σπαταλήθηκε.
Η ταινία «Να Κάθεσαι και να Κοιτάς» κάνει πρεμιέρα στους ελληνικούς κινηματογράφους από την 1η του Μάη, σε διανομή της εταιρείας Feelgood.