FreeCinema

Follow us

Κάρλα Σοφία Γκασκόν. Χωρίς… tweets.


H απίθανη ζωή της Κάρλα Σοφία Γκασκόν ξεκίνησε μια μαρτιάτικη ημέρα του 1972 στην Ισπανία. Τη χρονιά που ο Γουίλιαμ Φρίντκιν έγραφε οσκαρική ιστορία με τον «Άνθρωπο από τη Γαλλία», το μαγικό αστέρι του σινεμά θα ευλογούσε με τα δώρα του έναν άνθρωπο που γεννήθηκε σε κάποιο προάστιο της Μαδρίτης ως… Χουάν Κάρλος Γκασκόν.

Αυτό το παιδί με τα μεγάλα όνειρα, που στα 16 του τηλεφωνούσε για να συμμετάσχει αυτοβούλως σε παραγωγές της ισπανικής κρατικής τηλεόρασης, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι ουσιαστικά μια ολόκληρη ζωή μετά θα μαγνήτιζε τις Χρυσές Σφαίρες με τον συγκινητικό λόγο της και θα έφτανε μέχρι το κόκκινο χαλί των Όσκαρ.

Από αυτόν τον εφηβικό αυθορμητισμό των τηλεφωνημάτων μπορεί να μην προέκυψαν παρά μόνο κάποιες σποραδικές εμφανίσεις σε διαφημιστικά μηνύματα. Ο δημοσιογράφος / ερευνητής, όμως, δεν γινόταν να μη διακρίνει αυτό το πρώιμο τσαγανό που χαρακτήρισε συνολικά τις επιλογές αυτού του ανθρώπου, τόσο κατά τη διάρκεια της φυλομετάβασης, όσο και της καταβύθισης στα άδυτα ενός περίπλοκου ρόλου όπως εκείνου της Εμίλια Πέρεζ.

Πριν από τη μεγαλύτερη αλλαγή της ζωής της, η Κάρλα Σοφία Γκασκόν, παρακινούμενη από τον σκηνοθέτη Χουάν Παστόρ, είχε ήδη μετακομίσει στο Μεξικό και συμμετείχε σε πλήθος από telenovelas οι οποίες απαιτούσαν καλή φυσική κατάσταση, αντοχή και εξοικείωση με sports όπως αυτό της ιππασίας. Έχοντας πάρει την απόφαση ν’ αλλάξει ταυτότητα, ο Κάρλος (φωτό) έχει στο πλευρό του τη σύντροφο της ζωής του, Μαρίσα Γκουτιέρεζ, και φυσικά τη μονάκριβη κόρη τους (γεννημένη το 2011). Αυτό το συγκινητικό, ανεπανάληπτο οικογενειακό δέσιμο το διακρίνει κανείς ρίχνοντας απλά και μόνο μια ματιά στις σελίδες της Κάρλα Σοφία στο Instagram.

Με την εξωτερική της αλλαγή, ήρθε σχεδόν ως θείο δώρο ο ρόλος στην ταινία του Ζακ Οντιάρ «Emilia Pérez». Ο καταξιωμένος Γάλλος σκηνοθέτης αναζητούσε ήδη από το 2022 την κατάλληλη πρωταγωνίστρια για το φιλμ του και τελικά την βρήκε παρακολουθώντας το audition reel της Κάρλα Σοφία Γκασκόν. Όπως μου εξομολογήθηκε και η ίδια, μελέτησε επί πολλούς μήνες τον ρόλο παρέα με τον σκηνοθέτη και τις υπόλοιπες ηθοποιούς στο Παρίσι και, εν τέλει, ερμήνευσε τόσο τον ρόλο του βαρόνου ναρκωτικών Μανίτας όσο και την μεταστροφή του σε Εμίλια. Για όποιον παρακολουθήσει την ταινία, θα καταλάβει ότι δεν πρόκειται για μία ακόμη αριστοτελική (μετ)εξέλιξη χαρακτήρα, αφού μέχρι το τέλος του έργου τα δύο πρόσωπα δεν θα συγκλίνουν σε τίποτε απολύτως μεταξύ τους. Όπως επισημαίνει και η ίδια η Γκασκόν, «δεν νομίζω ότι το κοινό στο τέλος της ταινίας θυμάται ποιος υπήρξε ο Μανίτας, καταλήγουν ως δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι».

Η ταινία (που δυστυχώς βρήκε μικρή ανταπόκριση στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες) σαγήνεψε τις Κάννες και οι ειδήμονες του σεναρίου μίλησαν για έναν εκρηκτικό, αυθάδη συνδυασμό ειδών που ανανεώνει τους παραδοσιακούς κανόνες του Χόλιγουντ. Μετά τα πρώτα θετικά μηνύματα των Καννών, η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου έστρεψε όλα της τα φώτα πάνω στην ταινία του Οντιάρ, βραβεύοντας το σενάριο, την σκηνοθεσία και, φυσικά, τιμώντας τη σπαρακτική ερμηνεία της Κάρλα Σοφία Γκασκόν.

Βαίνοντας προς τα 53 της χρόνια, η Κάρλα Σοφία είναι ήδη χρισμένη Ιππότης του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων στη Γαλλία κι έχει προλάβει να εκδώσει την αυτοβιογραφία της με τίτλο «Karsia: Una Historia Extraordinaria», το 2018. Μακάρι να δούμε κάποτε μεταφρασμένη και στα ελληνικά την αφήγηση της ζωής της Karsia (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο με το οποίο την γνωρίζουν οι ισπανόφωνοι θαυμαστές της), για να συνεχίσουμε ν’ ανακαλύπτουμε και άλλες πτυχές του έργου και της ακτιβιστικής δράσης της. Αποκορύφωμα της υπεράσπισης της ορατότητας της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας από μέρους της υπήρξε η μήνυση που κατέθεσε στις 29 Μάϊου του 2024 εναντίον της Μαριόν Μαρεσάλ Λεπέν, με αφορμή ένα τρανσφοβικό σχόλιο της ακροδεξιάς πολιτικού στο Twitter / X κατόπιν της βράβευσης της Γκασκόν στις Κάννες ως καλύτερης πρωταγωνίστριας.

Σε ό,τι με αφορά τώρα. Αφού έμεινα με το στόμα ανοιχτό παρακολουθώντας την «Emilia Pérez» και τις ταξικές απηχήσεις του μύθου της, αφού υποκλίθηκα σε ένα από τα πιο λεπτοδουλεμένα σενάρια που έχουμε δει τελευταία στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, αποφάσισα να επικοινωνήσω απευθείας με την Κάρλα Σοφία Γκασκόν.

Αρχικά, μου έκανε εντύπωση η αμεσότητά της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το γεγονός ότι μοιραζόταν άφοβα το προσωπικό της e-mail με τους θαυμαστές της. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις ηθοποιών ή σκηνοθετών που θα ήθελα να προσεγγίσω, έστειλα ένα e-mail, κρατώντας (ως freelancer) μικρό καλάθι. Μπορείτε μάλλον να φανταστείτε την έκπληξή μου όταν έλαβα τη λακωνική αλλά θετική απάντηση της ηθοποιού, κοινοποιώντας πλέον στα μηνύματά μας και την ατζέντισσά της!

Αφού πέρασαν πέντε μέρες εν μέσω σιγής ασυρμάτου, αποφάσισα να κάνω ένα follow-up, επισυνάπτοντας αυτή τη φορά τέσσερις ερωτήσεις περί σεναρίου που θα ήθελα να κάνω στην Κάρλα Σοφία, σε περίπτωση που διατηρούσε το ενδιαφέρον της για περαιτέρω επικοινωνία. Μικρό καλάθι εγώ και πάλι, όμως, προς μεγάλη μου έκπληξη, σχεδόν αμέσως έλαβα θετική ανταπόκριση, μαζί με ευχές για το 2025.

Αυτό ήταν! Σε λιγότερο από δύο μέρες, η Κάρλα Σοφία είχε απαντήσει σε κάθε μία από τις ερωτήσεις μου. Εάν ήξερα ότι, όντως, θα ήταν τόσο διαθέσιμη σ’ έναν νεαρό κριτικό κινηματογράφου σαν εμένα, οι ερωτήσεις θα ήταν παραπάνω από δεκατέσσερις, και όχι μόνο τέσσερις!

Πώς αισθάνθηκες την πρώτη φορά που διάβασες το σενάριο της «Emilia Pérez»; Διέκρινες κομμάτια του εαυτού σου μέσα στην ιστορία;

Όταν πρωτοδιάβασα το σενάριο της ταινίας του Ζακ Οντιάρ, έπαθα σοκ. Δεν μπορούσα να συλλάβω πώς ένας Γάλλος σκηνοθέτης, που δεν μιλά λέξη ισπανικά, είχε δημιουργήσει κάτι τόσο αξιοθαύμαστο: ένα μουσικό γκανγκστερικό δράμα για έναν Μεξικανό μεγαλέμπορο ναρκωτικών που καταφέρνει να υπερνικήσει τα σκοτάδια του και γίνει η γυναίκα που πάντοτε ονειρευόταν. Η ιστορία είναι ένα φανταστικό, αυθάδες ανακάτεμα των κινηματογραφικών ειδών, αλλά την ίδια στιγμή παραμένει απίστευτα ανθρώπινη. Μια κριτική της πατριαρχίας που εστιάζει σε δυναμικές γυναίκες, συνδυάζοντας ηλεκτρισμένα τραγούδια και χορευτικά νούμερα, και όλο αυτό φιλτραρισμένο μέσα από τα μάτια μιας trans γυναίκας που ζει την απόλυτη, αυθεντική αλήθεια της. Η «Emilia Pérez» αψηφά τις ταμπέλες και τις παντός είδους καλλιτεχνικές διακρίσεις, για να μας βυθίσει σε μία πρωτόγνωρη δημιουργική διαδικασία. Ένιωσα αμέσως την ανάγκη να είμαι κομμάτι αυτού του έργου Τέχνης.

Η εφημερίδα Guardian έγραψε ότι η «Emilia Pérez» είναι μια ταινία που αλλάζει τα όρια των κινηματογραφικών ειδών. Μήπως ο Ζακ Οντιάρ ακολούθησε κάποια συγκεκριμένη προετοιμασία ενώ «δίδασκε» την ουσία αυτής της πολύπτυχης ιστορίας στους ηθοποιούς και τους υπόλοιπους συντελεστές της;

Ο Ζακ Οντιάρ δεν ακολούθησε κάποια ιδιαίτερη ή συγκεκριμένη διαδικασία, παρ’ όλα αυτά είχαμε δασκάλους και εκπαιδευτές κάθε είδους κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, αλλά και πριν από αυτά. Σε ό,τι με αφορά, είχα εκπαιδευτές για την κίνηση, τη φωνητική, τον χορό, το τραγούδι, την προφορά, αλλά έκανα και μια προσεκτική – μέχρι και στην παραμικρή της λεπτομέρεια – δουλειά στη μείξη των ειδών κατά την υποκριτική μου προετοιμασία. Το τελικό αποτέλεσμα προέκυψε από μία αντίστοιχη ανάμειξη προσωπικοτήτων και καλλιτεχνών που κλήθηκαν να ζωντανέψουν την ιστορία. Νομίζω ότι το μόνο πράγμα που έκανε ο Ζακ ήταν να συγκεντρώσει ό,τι καλύτερο μπορούσε να δώσει ο καθένας από εμάς – τόσο από τους ηθοποιούς όσο και από το υπόλοιπο καλλιτεχνικό επιτελείο, τους μουσικούς, τους χορευτές – και να το θέσει στην υπηρεσία της ταινίας.

Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για ένα πολύ συμπαγές σενάριο. Υπήρχε καθόλου χώρος για αυτοσχεδιασμό κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και των γυρισμάτων της ταινίας;

Στην πραγματικότητα, πολλές σεκάνς είναι αποτέλεσμα κάποιου αυτοσχεδιασμού που συνέβη κατά τη διάρκεια των προβών, από τον τρόπο που αλληλοεπιδρούσαμε ως γυναίκες ηθοποιοί, από τις καταστάσεις που δημιουργούνταν μεταξύ μας και από όσα έβλεπε και ο Ζακ. Υπό αυτή την έννοια, ναι, πολλές σεκάνς ήταν αυτοσχεδιαστικές, αλλά προφανώς κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων τίποτε δεν αφέθηκε στην τύχη του, όλα ήταν συνεννοημένα ή σχεδιασμένα από πριν, μιας και είχαμε μια μακρά περίοδο προβών. Και κυρίως εγώ, που στην πραγματικότητα επί τέσσερις μήνες μαζί και με τις υπόλοιπες ηθοποιούς δουλεύαμε με τον Ζακ στο σπίτι του στο Παρίσι και έπρεπε να απαντήσουμε σε κάποια βασικά ερωτήματα του σεναρίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όσα επιμέρους στοιχεία ήταν να ενταχθούν στο σενάριο, ενσωματώθηκαν σε αυτό πριν από την έναρξη των γυρισμάτων. Για παράδειγμα, οι σκηνές της Σελίνα Γκόμεζ στη «χιονισμένη» Λωζάνη, το κείμενο που βλέπουμε να γράφει ο Μανίτας στη συνάντησή του με τον γιατρό ή το τραγούδι «Por Casualidad» που αντικατέστησε κάποιο προηγούμενο (με τίτλο «Cuatro Años»).

Κατά τη διάρκεια της ταινίας, η Εμίλια Πέρεζ μεταμορφώνεται τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Φαίνεται να εξιλεώνεται για την προηγούμενη ζωή της ως gangster. Πιστεύεις ότι αυτή η ηθική μεταμόρφωση της ηρωίδας σου είναι το καθοριστικό στοιχείο που συναρπάζει το κοινό παγκοσμίως;

Για να πω την αλήθεια, δεν νομίζω ότι το κοινό στο τέλος της ταινίας θυμάται ποιος υπήρξε ο Μανίτας, καταλήγουν ως δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι. Είναι, όμως, προφανές ότι το κοινό συνδέεται ή αισθάνεται συμπάθεια μ’ έναν χαρακτήρα που προσφέρει το καλό στους άλλους και που το κάνει με όλη την ψυχή και το πνεύμα να βοηθήσει τους συνανθρώπους του. Στο τέλος, πιστεύω ότι αποδεικνύεται να είναι λιγότερο σημαντικό το παρελθόν που φανταζόμαστε ότι είχε η ηρωίδα. Εκείνο που πλέον αντικατοπτρίζει είναι κάτι που μας αγγίζει όλους, κι αυτό δεν είναι άλλο από την ευκαιρία ν’ αλλάξουμε τα κακώς κείμενα μέσα μας και να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Η επιθυμία να βοηθήσουμε τους συνανθρώπους μας είναι οικουμενική και συνυπάρχει με το εγώ μας, το οποίο συχνά επιθυμεί μονάχα τη δική μας ευημερία. Για τον θεατή, η Εμίλια γίνεται ένα άτομο σημαντικό για τον κόσμο, κάποια που κατάφερε να ξεπεράσει τον εαυτό της.

Υ.Γ. Το FREE CINEMA προτίμησε να μην ασχοληθεί καθόλου με την υπόθεση των tweets της Κάρλα Σοφία Γκασκόν από το παρελθόν, δηλώνοντας την αντίθεσή του στο πνεύμα και την δήθεν «ηθική» των media-κών σκαπανέων «σκανδάλων».

Η ταινία «Emilia Pérez» συνεχίζει την προβολή της στους ελληνικούς κινηματογράφους σε διανομή της εταιρείας ΣΠΕΝΤΖΟΣ.


MORE INTERVIEWS

Γιώργος Τσεμπερόπουλος. Για όλα όσα έχει υπάρξει.

Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος είναι ένα από τα πιο σεβαστά ονόματα στα χρονικά της ελληνικής κινηματογραφίας. Δεν είχε τύχει να μιλήσουμε ποτέ ξανά έτσι στο παρελθόν. Βρεθήκαμε με αφορμή το «Υπάρχω». Άκουσα, έμαθα, μοιραστήκαμε. Ομολογώ πως ήταν μία συγκινητική εμπειρία για μένα.

Άγγελος Φραντζής. Μια κουβέντα... σαν ταινία!

Ο Άγγελος Φραντζής δεν κωλώνει! Και απαντά και ρωτάει. Συναντηθήκαμε για να μιλήσουμε για τον «Νόμο του Μέρφυ» και καταλήξαμε να βρισκόμαστε μπροστά από την κάμερα… για μιάμιση ώρα! Σαν να βλέπεις κανονική ταινία, δηλαδή. Αλλά θα τα ακούσεις… ΟΛΑ!

ΝΤΕΝΗΣ ΗΛΙΑΔΗΣ: MAKING A BUZZ... AGAIN.

Τελευταία φορά που το κάναμε αυτό, να μιλάμε μπροστά από κάμερες, ήταν Γενάρης του 2014. Πέρασαν αδικαιολόγητα πολλά χρόνια, μέχρι να ξαναδούμε ταινία του Ντένη Ηλιάδη στους κινηματογράφους. Και σήμερα, το «Buzzheart» βρίσκεται ήδη αντιμέτωπο με την κρίση του ελληνικού κοινού. Εδώ, λοιπόν, τα λέμε χωρίς spoilers και… χωρίς την αίσθηση ότι πρόκειται για μία «υποχρεωτική», προωθητική συνέντευξη.

Ο Κρίστιαν Φρίντελ για τη «Ζώνη Ενδιαφέροντος».

Ο Κρίστιαν Φρίντελ, πρωταγωνιστής της «Ζώνης Ενδιαφέροντος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ, δεν παρουσιάζει τον ήρωά του σαν ένα κτήνος του ναζισμού στην περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Απλά, υποδύεται έναν Γερμανό αξιωματικό που τυγχάνει να μεγαλώνει την οικογένειά του, όμορφα και ειρηνικά, δίπλα από το στρατόπεδο του Άουσβιτς! Ας δούμε τι είχε να μου πει για την εμπειρία της προετοιμασίας και των γυρισμάτων της καλύτερης ταινίας του 2023.

Τζον Κάμερον Μίτσελ: The cum revolution.

Στις Κάννες του 2006, ένα φιλμ τόλμησε να προκαλέσει όσο κανένα άλλο στο παρελθόν, προτείνοντας την ευφορία του πανηδονισμού σαν λύση απέναντι στην ολοταχώς οπισθοδρομική Αμερική του Μπους. Είχα την τύχη να ζήσω το «Shortbus» ακριβώς όταν… έσκασε εκεί, όσο και την τεράστια απόλαυση του να μιλήσω με τον Τζον Κάμερον Μίτσελ για μια ταινία που θεωρώ instant classic, όσο κι αν φόβισε (και θα φοβίζει πάντα) το κοινό!