Έρικ Μπάνα. Και ο ηθοποιός… φοβέρα θέλει!
Πρωτάρης στο είδος των ταινιών τρόμου, ο Έρικ Μπάνα έπεσε στα «σκληρά» με τη μια, ως πρωταγωνιστής της νέας ταινίας τού Σκοτ Ντέρικσον («Ο Εξορκισμός της Έμιλι Ρόουζ»), «Ξόρκισε το Κακό». Τον συναντήσαμε στο Λος Άντζελες, για μια αποκλειστική για την Ελλάδα συνέντευξη, λιγότερο φοβισμένο και χωρίς την ανάγκη να φέρουμε εξορκιστή…
Ο Έρικ Μπάνα γεννήθηκε το 1968 στην Αυστραλία, όμως ο πατέρας του έχει κροατική καταγωγή και η μητέρα του είναι Γερμανίδα. Ένα παράξενο κράμα, σίγουρα. Το 2000, δίνει την ερμηνεία της ζωής του στο «Chopper» του Άντριου Ντόμινικ. Επί τέσσερις εβδομάδες έτρωγε… junk food για να πάρει τα extra κιλά που απαιτούσε ο ρόλος! Δεν ήταν, όμως, αυτή του η μεταμόρφωση που προκάλεσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Η ερμηνεία του σ’ αυτό το φιλμ είχε μια σχεδόν πρωτόγνωρη, εκρηκτική ένταση. Αρκετή για να βρεθεί στο Χόλιγουντ αμέσως μετά…
Η συνέχεια της φιλμογραφίας του είναι σχεδόν εκκεντρική, με λιγότερο τολμηρές επιλογές και ρόλους σε στουντιακά φιλμ, κυρίως. Σε αρκετά είδη, αλλά με καμία ταινία τρόμου στο ενεργητικό του. Μέχρι σήμερα. Στο «Ξόρκισε το Κακό», το σενάριο του οποίου εμπνεύστηκε από τις αληθινές ιστορίες που αφηγήθηκε ο αστυνομικός Ραλφ Σάρτσι, το μεταφυσικό, πράγματα που συνήθως αρνούμαστε να πιστέψουμε, μέχρι και εξορκισμοί, προκαλούν τις στερεοτυπικές για το είδος ατμόσφαιρες και εντάσεις. Συναντήσαμε τον Έρικ Μπάνα στο Λος Άντζελες για να μας μιλήσει για το φιλμ, το κλίμα… φόβου των γυρισμάτων και το αν πιστεύει σε όλα αυτά.
(σ.σ.: Πειράζει τον κλιματισμό) Έχω τύχει σε δωμάτια όπου αυτό δε δουλεύει. Καμιά φορά όταν μιλάμε γι’ αυτό το θέμα, η θερμοκρασία αλλάζει. Ανεβαίνει ή πέφτει. (γέλια)
Προφανώς το συγκεκριμένο θέμα εκλύει πολλή ένταση. Πόσο τεταμένη ήταν η ατμόσφαιρα στο πλατό; Ή μήπως ήταν περίεργα; Συνέβη τίποτα ασυνήθιστο;
Ήταν ένας συνδυασμός των δύο. Γιατί το να δουλεύεις με τον Σκοτ (σ.σ.: Ντέρικσον, ο σκηνοθέτης) και την Ολίβια (σ.σ.: Μαν, η σύζυγος στο φιλμ), που είναι ξεκαρδιστικά άτομα, μπορεί να γίνει κι αστείο. Διατρέξαμε ολόκληρη την γκάμα των έντονων συναισθημάτων, γιατί μας πίεζε και ο χρόνος. Το πρόγραμμα γυρισμάτων ήταν πολύ σφιχτό. Ήταν, δηλαδή, μια κατάσταση «πάμε… πάμε… πάμε…»! Ταυτόχρονα, δουλεύεις με ανθρώπους που τους αρέσει να κάνουν την πλάκα τους. Άρα ήταν και πολύ διασκεδαστικό. Όταν δουλεύεις σε μια τέτοια ταινία, ο φωτισμός είναι πάντα τρομακτικός, υπάρχει πάντα κάτι βρωμερό στο πλατό, ξέρεις… μια γάτα σε αποσύνθεση, ένα λυσσασμένο σκυλί, ένας σταυρός με μια οπλή αλόγου. Περιτριγυρίζεσαι συνεχώς από κάτι τέτοιο. Ήταν και ο Σον Χάρις, που δείχνει όπως δείχνει. Ήταν ένα μείγμα, λοιπόν. Μια βόλτα με rollercoaster.
Πιστεύεις σ’ αυτά τα «πράγματα»;
Εξαρτάται. Σε κάθε περίπτωση, μου άνοιξε τα μάτια το να δουλεύω με το Ραλφ (σ.σ.: Σάρτσι, ο συγγραφέας του βιβλίου – μαρτυρίας, βάση της ταινίας) και το Σκοτ, που γνωρίζει περισσότερα για το ζήτημα και γι’ αυτό το κινηματογραφικό είδος απ’ ό,τι θα μάθω εγώ ποτέ. Το σίγουρο είναι ότι τώρα γνωρίζω περισσότερα απ’ ό,τι πριν απ’ τα γυρίσματα. Με ξεστράβωσε.
Έκανες καθόλου πρόσθετη έρευνα εκτός απ’ το να διαβάσεις το βιβλίο του Ραλφ; Βρήκες μόνος σου στοιχεία για το θέμα;
Χρησιμοποίησα το Σκοτ ως οδηγό μου. Γιατί, όπως είπα, γνωρίζει περισσότερα για το ζήτημα απ’ ό,τι θα μάθω ποτέ εγώ. Με βοήθησε πολύ, υποδεικνύοντάς μου υλικό, με το να μοιράζεται άλλο μαζί μου και ήταν συνεχώς η βάση αναφοράς μου. Ο Σκοτ ήταν το «κέντρο νεοσυλλέκτων» μου. Ο χρόνος που πέρασα με το Ραλφ ήταν, επίσης, πολύ ωφέλιμος. Ως ηθοποιός, ξέρεις, σκέφτεσαι: «Ωραία, θα είμαι με τον τύπο. Έχω μια λίστα ερωτήσεων. Αυτό, αυτό, θέλω να μάθω κι αυτό, να μου δείξει πώς γίνεται το άλλο…». Αλλά μια μέρα μετά, σκέφτηκα: «Ξέρεις κάτι; Μαλακίες. Δε θα τον ρωτήσω τίποτα.»! Μου έγινε απολύτως προφανές ότι το καλύτερο θα ήταν να κρατήσω το στόμα μου κλειστό και να τον «ρουφήξω», να τον γνωρίσω. Τον συμπαθώ πραγματικά κι αυτό έκανε τα πράγματα ευκολότερα. Ευχαριστιέμαι την παρέα του. Αρέσουν και οι μοτοσυκλέτες και στους δύο μας! Σχεδόν δεν τον ρώτησα τίποτα για τη δουλειά τού αστυνομικού ή για το υπερφυσικό. Απλώς τον γνώρισα και τον είδα να αντιδρά στους άλλους ανθρώπους, να ακούει τι είχαν οι άλλοι να πουν. Δεν ένιωθα άνετα ή σωστό (δεν ξέρω γιατί) να τον αντιμετωπίσω ως κινητό λεξικό. Δε μου φάνηκε πρέπον, καταλαβαίνεις. Αλλά δεν ήταν καθόλου όπως τον περίμενα.
Βρισκόταν κάθε μέρα στα γυρίσματα;
Ναι. Αλλά ήταν παρών με την τυπική ιδιότητά του, για να μας βοηθήσει με το αστυνομικό διαδικαστικό κομμάτι. Αυτός ήταν ο επίσημος ρόλος του. Δεν ήταν εκεί ως σύμβουλος σε θέματα υπερφυσικού ή για να μας λέει π.χ. «Όταν θα πρέπει να περάσετε απ’ την πόρτα, θα το κάνετε έτσι…». Αλλά και να ήθελε απλώς να είναι τριγύρω για να βλέπει, ο Σκοτ κι εγώ δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Δε θα ‘λεγα, «Κοίτα, δεν μπορώ να παίξω με το Ραλφ κοντά…». Για την ακρίβεια, σε μια-δυό περιπτώσεις επέλεξε να μην είναι παρών γιατί δεν αισθανόταν αυτός άνετα. Αλλιώς, ήταν εκεί καθημερινά. Ποτέ δε δημιουργήθηκε θέμα. Ήταν με ανεπίσημο τρόπο δίπλα μας.
Ίσως γιατί δεν κάνατε και ντοκιμαντέρ. Ούτε μεταφέρατε επακριβώς το βιβλίο του, ώστε να είναι εκεί και να λέει, «Δεν έγιναν έτσι τα πράγματα». Γιατί ο Σκοτ πήρε το βιβλίο και δημιούργησε κάτι διαφορετικό απ’ αυτό. Έτσι δεν είναι;
Σωστά. Είναι μια «ερμηνεία» τού υλικού τού Ραλφ από το Σκοτ. Το μόνο πράγμα που ενοχλούσε το Ραλφ ήταν αν, ως αστυνομικοί, κάναμε κάτι «περίεργο». Τότε δεν μπορούσε να το δεχτεί. Για παράδειγμα το «νούμερο» με το μαχαίρι. Έπρεπε να φαίνεται ότι το ’χεις πάνω στη ζώνη σου 10 χρόνια. Παραφυλούσε πάντα για την αυθεντικότητα. Να πείθουμε ο Τζόελ (σ.σ.: ΜακΧέιλ, σε β΄ ρόλο) κι εγώ ως μπάτσοι του Μπρονξ. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για εκείνον. Κι απ’ αυτή την άποψη, τον χρησιμοποιήσαμε πολύ.
Συνάντησες κι άλλους μπάτσους του Μπρονξ; Τα ήπιες μαζί τους ή κάτι τέτοιο;
Έρχονταν κάθε μέρα στο πλατό. Ο Ραλφ είναι ήρωας εκεί, τον σέβονταν πολύ και τον φοβούνταν. Έρχονταν οι παλιοί και ρωτούσαν, «Πού ‘ναι ο Σάρτσι;»! Κι οι νεότεροι από δίπλα τα ’χαν κάνει πάνω τους που θα τον γνώριζαν! Τον έχουν σε πολύ μεγάλη υπόληψη στην περιοχή. Ήταν πολύ ενδιαφέρον να το βλέπεις. Έλεγαν στους νέους: «Εκεί είναι. Πήγαινε να του πεις ένα γεια.» – «Δεν πάω. Μόνο αν με συστήσει κάνας παλιός!»… Έβλεπες κάτι macho τύπους κι έκαναν σα 12χρονα γύρω του. Απίστευτο θέαμα. Για μένα ήταν πιο σημαντικό να παρατηρώ αυτό από το να βάλω το Ραλφ να μου διηγηθεί μια ιστορία για τα ζόρια του. Να βλέπω την επίδραση που έχει στους άλλους.
Πώς βρήκες την προφορά;
Απ’ ό,τι φαίνεται, πολύ εύκολα. Το πρώτο πράγμα που είπα στο Σκοτ αφού διάβασα το σενάριο ήταν: «Σε παρακαλώ, πες μου ότι δε θα το γυρίσουμε στο Τορόντο ή στο Σίδνεϊ ή ξέρω ‘γω πού…». «Πάμε Νέα Υόρκη, ιδανικά, ελπίζω, στο Μπρονξ», μου είπε, και τελικά είχαμε όντως το Μπρονξ. Αυτό μάλλον έκανε τα πράγματα πολύ ευκολότερα. Κι όπως είπα, το ότι είχα το Ραλφ εκεί καθημερινά. Ήταν πολύ εύκολο, για την ακρίβεια.
Σε ιντρίγκαρε το ότι το σενάριο τοποθετεί την υπόθεση στο «ghetto»;
Σίγουρα. Ο Γουίλιαμ Μόρις, ο ατζέντης μου που μου έστειλε το σενάριο, έκανε κάτι πολύ έξυπνο. Μου είπε: «Σου στέλνω μερικές ταινίες του Σκοτ. Δες τις και μετά σου στέλνω και το σενάριο». Αυτό ήταν καλό γιατί έδωσε στο σενάριο ένα ευρύτερο πλαίσιο κι επίσης γιατί δε θα έκανα ποτέ τέτοιου είδους ταινία με πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη. Αγάπησα το χαρακτήρα αμέσως και ήξερα ότι θα ήταν φοβερό να τον υποδυθώ. Ταυτόχρονα, ήταν η πρώτη μου επαφή με το είδος και αντιλήφθηκα (χάρη στο γιο μου που το λατρεύει και το σέβεται, όπως και τις ρίζες του) ότι το timing ήταν το σωστό για να κάνω κάτι τέτοιο. Και, όπως είπα, ο Σκοτ είναι δάσκαλος του τρόμου. Ένιωσα πάρα πολύ άνετα κάνοντας την ταινία μ’ αυτόν. Ήταν κάτι σαν το δίχτυ ασφαλείας μου. Διάβασα το σενάριο, το αγάπησα αμέσως κι ευτυχώς μπόρεσα να συναντήσω το Σκοτ γρήγορα, ενώ τέλειωνα κάποια άλλη ταινία. Μείναμε σ’ επαφή κι αρχίσαμε να δουλεύουμε το σχέδιο αμέσως. «Κόλλησα» στο project και 6 μήνες αργότερα αρχίσαμε γυρίσματα. Έχω δουλέψει και με τον Τζέρι (σ.σ.: Μπρουκχάιμερ, ο παραγωγός) παλιότερα, κι αυτό βοήθησε πολύ, επίσης.
Ποιες ταινίες του είδες;
Το «Ο Εξορκισμός της Έμιλι Ρόουζ», που είχα ξαναδεί, και το «Sinister». Και λυπάμαι τους ανθρώπους που βλέπουν τέτοιες ταινίες λανθασμένα. Ο ήχος σ’ αυτές τις ταινίες είναι ένας απ’ τους μείζονες χαρακτήρες. Το σχεδιασμό ήχου του Σκοτ και τον τρόπο με τον οποίο κάνει το mix είναι εξαιρετικά σημαντικό να τα ακούσεις μέσα σε κινηματογράφο. Η διαφορά είναι τεράστια.
Ο γιος σου σου πρότεινε ταινίες; Σου είπε «Πρέπει να δεις αυτό»;
Όχι, αλλά ξέρει τα πάντα για το είδος. Ή, τέλος πάντων, πολύ περισσότερα απ’ ό,τι ξέρω εγώ. Αν και βασικά είναι πολύ μεγάλος fan του Deltora (σ.σ.: λογοτεχνικό / game / anime franchise φαντασίας). Και καλλιτεχνική φύση κι ο ίδιος: σχεδιάζει και γράφει. Είχα απόλυτη επίγνωση του πόσο σοβαρά αντιμετωπίζει ο κόσμος το είδος και το συγκεκριμένο θέμα. Αυτό με ωφέλησε πολύ γιατί όταν κάθησα κάτω με το Σκοτ κατανοούσα καλύτερα το σύμπαν αυτό και πώς το βλέπουν οι οπαδοί. Μπόρεσα να πάω με τα νερά τους.
Μιλώντας για την ένταση της ταινίας, ένας εξορκισμός είναι το είδος της σκηνής απ’ το οποίο είναι δύσκολο να «βγεις» μετά το γύρισμα; Επιστρέφεις στο ξενοδοχείο σου και είσαι ακόμα «μπριζωμένος»;
Όχι, γιατί προμελετημένα τοποθετήσαμε αυτή τη σκηνή στο τέλος τέλος των γυρισμάτων. Ώσπου να φτάσεις σ’ αυτό το σημείο, είσαι τόσο γειωμένος, τόσο κουρασμένος και τόσο κοντά στην ολοκλήρωση της δουλειάς, ώστε τα δίνεις όλα, ό,τι έχεις και δεν έχεις. Επίσης είσαι πολύ εξοικειωμένος με το θέμα, δε σε τρομάζει τόσο. Ήταν πολύ πιο τρομακτικές οι πρώτες σκηνές για μένα. Σε επηρεάζουν περισσότερο. Εκεί ακόμα ψάχνεσαι, δεν ξέρεις τι θα βγει. Θα σκιαχτείς; Θα συμβεί τίποτα αλλόκοτο; Δεν ξέρεις.
Συνέβη τίποτα τέτοιο;
Βέβαια, μου κόπηκε η χολή κάποιες φορές! Είδα στο στάδιο της προπαραγωγής πράγματα με τα οποία ένιωσα πολύ άβολα, αναστατώθηκα και θύμωσα μόνο που τα είδα. Δεν μπορούσα να τα «ξεδώ», πλέον. Στην αρχή «τα είχα πάρει» με το Σκοτ, δεν καταλάβαινα γιατί μ’ έβαλε να τα δω.
Τι πράγματα ήταν αυτά;
Πλάνα από videos. Δεν μπορώ να σου πω αναλυτικά τι, γιατί ήταν ιδιωτικής φύσης υλικό. Αλλά αμέσως μόλις το παρακολούθησα, κατάλαβα ότι ήταν αληθινό.
Ήταν snuff;
Όχι. Ήταν ένας συνδυασμός ανθρώπων που ανακαλούσαν και διηγούνταν «συμβάντα» και άλλων που υφίσταντο «θεραπείες». Και η Ολίβια έλεγε, «Όχι! Κρίμα που έλειπα και δεν τα είδα κι εγώ!»… Δεν τα λες αυτά, ρε συ. Εγώ θα έκανα ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου για να μη δει κάτι τέτοιο ποτέ κανείς. Η περίοδος της προπαραγωγής και της έρευνας ήταν, λοιπόν, πολύ τρομακτικότερη για μένα. Ανακουφίστηκα όταν πατήσαμε πόδι στο πλατό! Πολύς κόσμος και κάμερες, ξέρεις τι σου γίνεται εκεί! (γέλια)
Στο ξενοδοχείο, ο παραμικρός θόρυβος και τρίξιμο σε φρίκαρε;
Ναι, για καμιά βδομάδα. Σίγουρα, δεν ήμουν άνετα για 7-10 μέρες. Έλεγα από μέσα μου: «Δε θα ξαναρχόμουν σ’ αυτό το ξενοδοχείο. Δεν ξαναμένω εδώ!»
Η ταινία «Ξόρκισε το Κακό» παίζεται στους ελληνικούς κινηματογράφους σε διανομή της εταιρείας Feelgood.