FreeCinema

Follow us

Στα παιδικά μου χρόνια πήγαινα συνέχεια σινεμά. Στη γειτονιά μου υπήρχαν τρεις χειμερινές αίθουσες και τρεις θερινοί κινηματογράφοι. Το καλοκαίρι, στο εξοχικό, έπρεπε να διαλέγω τι έργο θα δω σχεδόν κάθε βράδυ, γιατί τα δύο θερινά της περιοχής άλλαζαν καθημερινά ταινία. Δεν τις προλάβαινα! Στα σινεμά της Αθήνας, το ακατάλληλο έπαιζε ρόλο μονάχα περιοριστικό. Δεν το έβλεπα σαν κάτι το «απαγορευμένο», αλλά σαν τα επιπλέον φιλμ που, απλά, έχανα. Και έπρεπε να μεγαλώσω για να τα παρακολουθήσω στο μέλλον. Έτσι κι αλλιώς, η συνοικιακή β΄ προβολή και οι επαναλήψεις του καλοκαιριού έδειχναν πως (θα) προσφέρουν αυτή την ευκαιρία.

Με την τηλεόραση δεν είχα υποστεί κάποιο είδος σπιτικής «λογοκρισίας». Αντιθέτως, μέχρι που… σκανδάλιζα τους γονείς μου. Έκοβα με προσοχή ένα Α, το κόλλαγα στο σημείο που αυτό εμφανιζόταν στα δεξιά της οθόνης όταν κάποια βράδια παιζόταν «ακατάλληλη» ταινία και το «μαρτυρούσα» επιδεικτικά σε πατέρα και μητέρα!

Αγαπούσα από παιδί τα φιλμ τρόμου και καταστροφής. Η αγαπημένη μου ταινία ήταν ο «Πύργος της Κολάσεως» (1974), με τον ουρανοξύστη που έπιανε φωτιά και παγιδευόταν το μισό Χόλιγουντ στον τελευταίο όροφο. Το είχα δει επτά φορές στο σινεμά. Λάτρεψα και τα «Σαγόνια του Καρχαρία» (1975), προφανώς. Έβλεπα όλα τα «τέρατα» του ζωικού βασιλείου που εκδικούνταν το ανθρώπινο είδος, κατανάλωνα όλες τις φυσικές καταστροφές που είχαν γίνει ταινία, δεν είχα αφήσει πτήση «Airport» σε χλωρό κλαρί. «Διαβατήριο» σε όλα αυτά ήταν ο πατέρας μου. Μιλάμε για ηλικίες κάτω των 10 ετών. Στα ταμεία δεν είχα σχεδόν ποτέ πρόβλημα έτσι. Τα περισσότερα από αυτά τα έργα ήταν κατάλληλα από 13 συνήθως, οπότε υπήρχε μία κάποια ανοχή. Το καλοκαίρι, όμως, μπορούσα να δω και τα περίφημα «ακατάλληλα», δίχως ίχνος ελέγχου. Τη «Σκυλίσια Μέρα» (1975), το «Εξπρές του Μεσονυκτίου» (1978), το «Δίκτυο» (1976), τον «Κίτρινος Πράκτορα του Χονγκ Κονγκ» (1973), τα «Αδέσποτα Σκυλιά» (1971), τον «Ελαφοκυνηγό» (1978). Δεν συνέβη κάτι κακό στην ψυχολογία μου επειδή είδα αυτά τα φιλμ σε τέτοια ηλικία. Απλούστατα, έμαθα σινεμά.

«Τραύματα» απέκτησα λίγο αργότερα, στην Αθήνα, με ταινίες που διαφημίζονταν ως «αυστηρώς ακατάλληλες» και δεν περνούσα από το ταμείο ούτε με σφαίρες. Μεγαλύτερο πλήγμα, το ότι για έναν ολόκληρο χρόνο δεν με άφηναν να μπω στο πρώτο «Παρασκευή και 13» (1980)! Γύρισα όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής. Καμία ελπίδα. Έπαιξε σε θερινό το βράδυ που θα φεύγαμε από το εξοχικό, στο τέλος των διακοπών εκείνης της χρονιάς. Ο μπαμπάς δούλευε το επόμενο πρωί και δεν υπήρχε περίπτωση να φύγουμε για την Αθήνα τόσο αργά. Έγινε πόλεμος. Φύγαμε μονάχα αφού μου υποσχέθηκε ότι θα με πάει όταν θα το βρούμε τον χειμώνα, σε οποιαδήποτε περιοχή της πόλης, αρκεί να μου επιτρέπουν την είσοδο. Μήνες αργότερα, το εντόπισα από την εφημερίδα σε σινεμά στη Νέα Ιωνία. Δεν είχα ιδέα πού ήταν αυτό. Του έδειξα το σημείο στο φύλλο του χαρτιού με το δάχτυλο, πήρε τηλέφωνο, μας εγγυήθηκαν ότι όλα θα είναι εντάξει από το σινεμά, πήρα και κάτι συμμαθητές και όλοι μαζί (εκτός του πατέρα μου, ο οποίος ζορίζεται στη θέα του αίματος…) αισθανόμασταν ότι ζούμε τη μεγαλύτερη μέρα γιορτής! Στη σκηνή όπου το μαχαίρι διαπερνούσε τον λαιμό του Κέβιν Μπέικον και πεταγόταν έξαφνα κάτω από το κρεβάτι, έγινε αξέχαστο γλέντι.

Στα γυμνασιακά χρόνια έβλεπα τα πάντα. Εμπορικότατο Χόλιγουντ και άγρια «κουλτούρα» Ευρωπαίων δημιουργών μαζί. Γιατί γούσταρα το σινεμά, γενικά. Και πάλι, αν και μικροέδειχνα, ξεγελούσα τα ταμεία, συχνά οργάνωνα ολόκληρες παρέες, ώστε ο αριθμός των εισιτηρίων να είναι αρκετά δελεαστικός και να μην τολμήσει κανείς να μας αρνηθεί την είσοδο. Φυσικά, με έφεση στα «ακατάλληλα» θεάματα. Είχαμε φάει «πόρτα» μόνο στο «Salo» (1976) του Παζολίνι και στο «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι» (1972) του Μπερτολούτσι. Έξαλλος!

Αν έβλεπα μόνο τα έργα «της ηλικίας μου», θα ήμουν (πιθανότερα) ένα «καθυστερημένο» παιδάκι που δεν θα είχε γνωρίσει (ίσως ποτέ) το αληθινό σινεμά. Θα έμενα στον «Superman» (1978) του Κρίστοφερ Ριβ, στα οικογενειακά φιλμ της Disney, στον Λουί ντε Φινές, στη «λαϊκουργιά» του ελληνικού σινεμά, άντε και σε κανένα «χριστιανικό έπος» της Μεγάλης Εβδομάδας. Κι αν δεν διάβαζα τον «Άρχοντα των Μυγών» του Γκόλντινγκ ή τη «Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ» του Σαντ και τις «Αλλόκοτες Ιστορίες» του Πόου από νεαρή ηλικία, θα μου έβαζε και καλύτερους βαθμούς η φιλόλογός μου. Σαν αυτούς που έπαιρνα στα θρησκευτικά, μόνο από τις γραπτές εξετάσεις, εννοείται (έκανα τα καλύτερα «σκονάκια» του σχολείου, μου τα ζητούσαν και από άλλες τάξεις). Αλλά, για το σύστημα, δεν ήμουν αυτό που λένε «καλός μαθητής». Το ‘χουμε;

Έγινα ένας «επικίνδυνος» άνθρωπος για την κοινωνία; Πες μου εσύ. Γι’ αυτό, η δική μου συμβουλή είναι η εξής: είσαι γονιός και αντιλαμβάνεσαι ότι του «κόβει» από νωρίς του παιδιού σου; Βουρ για τα «ακατάλληλα»! Από 18 να βάλετε στο τελευταίο «Rambo», που σφάζουν δίχως λόγο κι αφορμή, για τον χαβαλέ, επί 89 λεπτά. Το «Joker», από την άλλη, είναι ένα έργο κοινωνικό και πολιτικό. Που μπορείς να το δεις με το παιδί σου και να κάνετε ουσιαστικό διάλογο γι’ αυτό κατόπιν. Μετά από χρόνια, θα το θυμάται και θα σε ευγνωμονεί που το παρότρυνες να δει ένα έργο με περιεχόμενο. Και αυτό το πράγμα δεν είναι κάτι το ακατάλληλο.

TAGS: ,