Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!
O ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ ΜΑΣΚΑ (1958)
(THE SNORKEL)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκάι Γκριν
- ΚΑΣΤ: Πίτερ Βαν Έικ, Μάντι Μίλερ, Μπέτα Σεντ Τζον, Γκρεγκουάρ Ασλάν, Γουίλιαμ Φράνκλιν
Κατά την περίοδο των σχολικών διακοπών της, η Κάντι επισκέπτεται τη μητέρα της και τον πατριό της στην όμορφη βίλα τους στην Ιταλική Ριβιέρα, αφήνοντας για λίγες μέρες πίσω τη μουντάδα της Μεγάλης Βρετανίας. Με την άφιξή της εκεί πληροφορείται τα σοκαριστικά νέα: η μαμά της έχει αυτοκτονήσει σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού, αφήνοντας ανοιχτό το γκάζι. Η Κάντι αρνείται να δεχτεί την επίσημη εκδοχή, με τις υποψίες της να πέφτουν αμέσως στο πρόσωπο του πατριού της, τον οποίο όχι μόνο δεν έχει σε καμία απολύτως εκτίμηση, αλλά ισχυρίζεται πως όταν ήταν μικρή τον είχε δει να δολοφονεί τον πατέρα της! Ο αστυνομικός επιθεωρητής που αναλαμβάνει την υπόθεση δεν πιστεύει τις θεωρίες τής νεαρής ούτε στιγμή, δηλώνοντας πως ο πατριός της τυγχάνει να έχει ένα ακλόνητο άλλοθι, θέτοντας παράλληλα το εξής απλό ερώτημα: πώς μπορεί κάποιος να δολοφονηθεί, όταν το σώμα του εντοπίζεται σε απαραβίαστο δωμάτιο, κλειδωμένο από μέσα;
Την απάντηση στην ερώτηση του επιθεωρητή τη μαθαίνουμε από τη «βωβή», προ credits εναρκτήρια πεντάλεπτη σεκάνς, η οποία λειτουργεί αφενός σαν μαγνήτης, αφετέρου εξάπτει τη φαντασία. Δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς μπροστά στο θέαμα ενός μυστήριου τύπου που περνάει μονωτική ταινία σε παράθυρα και πόρτες ενός πλούσια διακοσμημένου δωματίου, κάνοντας προσεκτικά διάφορα άλλα μερεμέτια και έχοντας παραδίπλα του τον αναπνευστήρα του τίτλου! Πρόκειται περί άκρως ιντριγκαδόρικου ξεκινήματος που δίνει κατευθείαν στην ταινία ακραιφνή χιτσκοκική διάσταση, προτάσσοντας το στοιχείο του σασπένς έναντι αυτού της εκπλήξεως, όπως συνήθιζε να κάνει ο Χίτσκοκ στις δικές του ταινίες, μιας και αποκαλύπτει με τη μία τον δολοφόνο. Όλο το υπόλοιπο στόρι, λοιπόν, αφορά το διαρκές παιχνίδι γάτας – ποντικιού ανάμεσα σε πατριό και κόρη, με τον πρώτο να φοβάται (τουλάχιστον σε έναν κάποιο βαθμό, αφού φαίνεται να είναι πολύ σίγουρος για τον εαυτό του) την επιμονή της νεαρής ως προς την απόδειξη της ενοχής του, τη δε δεύτερη να δείχνει ασίγαστο πείσμα για την εξεύρεση των πολυπόθητων στοιχείων που θα δώσουν βάση στις θεωρίες της, παρά το γεγονός πως ουδένα σύμμαχο έχει σε αυτό το κυνήγι, εκτός από το πιστό της σκυλάκι, η εξυπνάδα του οποίου θα φέρει προ σοβαρών κινδύνων όλους τους εμπλεκόμενους.
Η εταιρεία Hammer δεν έχει μείνει στην κινηματογραφική ιστορία για τα θρίλερ αστυνομικού μυστηρίου τα οποία γύριζε, αλλά για τις ταινίες τρόμου με ενίοτε ιδιαίτερα γραφικό περιεχόμενο, παλέτες ή goth αισθητική. Τούτο εδώ αποτελεί ένα από τα μικρά διαμάντια που ξέφευγαν από το στυλ στο οποίο χρωστάει τη φήμη της, και σε καμιά περίπτωση δεν αντιμετωπίζονταν από την ίδια σαν… φτωχοί συγγενείς του καταλόγου της. Υπάρχει αυτή η μπιμουβίδικη αίσθηση που προέρχεται βασικά από την απουσία των μεγάλων ονομάτων στο καστ (κάτι που συνέβαινε κατά κανόνα στα θρυλικά horror movies της), η περιποίηση και η φροντίδα της παραγωγής, όμως, δεν θυμίζει σε τίποτα προϊόν δεύτερης διαλογής, πόσω μάλλον όταν στην προκειμένη έδωσε κάτι παραπάνω από τα συνήθη των προϋπολογισμών της για (πολλά) εξωτερικά γυρίσματα στη χλιδάτη Ιταλική Ριβιέρα.
Το gimmick της μάσκας με τον αναπνευστήρα είναι από αυτά που δύσκολα ξεχνιούνται άπαξ της παρακολούθησης του φιλμ. Πέραν της αδόκιμης υπηρεσίας που προσφέρει εδώ ως μέσο στησίματος ενός φόνου, η τυπικά ενδεδειγμένη της χρήση (αντικείμενο παροχής οξυγόνου) έρχεται να υπογραμμίσει την «ασφυξία» που βιώνει σε όλη τη ζωή της η Κάντι. Ουδείς όλα αυτά τα χρόνια έχει πιστέψει τους ισχυρισμούς της για το ποιόν του πατριού της, απορρίπτοντας τις καταγγελίες της περί εμπλοκής του στον φόνο του πατέρα της ως αποκυήματα παιδικής φαντασίας, κάτι που επαναλαμβάνεται με χειρουργική ακρίβεια στην περίπτωση της «αυτοκτονίας» της μητέρας της, καθώς (όπως άπαντες συμφωνούν) τα γεγονότα εν προκειμένω μιλούν από μόνα τους. Από την άλλη, βέβαια, κανείς από το περιβάλλον της μακαρίτισσας δεν μπαίνει στον κόπο να αναρωτηθεί ποια ήταν εκείνη η σοβαρότατη αιτία που οδήγησε μια πλούσια και ευτυχισμένη γυναίκα να βάλει τέλος στη ζωή της, κάτι που αφαιρεί κάποιους πόντους από το καλοκουρδισμένο σε γενικές γραμμές σασπένς που στήνει ο σκηνοθέτης Γκάι Γκριν.
Στα ενενήντα λεπτά που διαρκεί η ταινία του, φροντίζει να θολώσει τα νερά σχετικά με το κίνητρο του δολοφόνου μέσω της παρουσίας της Τζιν, οικογενειακής φίλης και συνοδού της Κάντι στο ταξίδι της, δεν αποσαφηνίζει από νωρίς τον τρόπο με τον οποίο ο πατριός Πολ Ντέκερ έχει μαγειρέψει το άλλοθί του, κρατά για το τέλος την αποκάλυψη του μυστικού της αρχικής σεκάνς σχετικά με το πώς εξουδετέρωσε τη γυναίκα του, κατορθώνοντας έτσι με άνεση να βάλει μπρος το σχέδιο με τον αναπνευστήρα, ενώ ενισχύει την ένταση με την ανταλλαγή κυνικών υπονοουμένων μεταξύ κόρης και πατριού, με τον καθένα εξ αυτών (ειδικά τον δεύτερο) να γνωρίζει άριστα τι πρέπει να κάνει ώστε επιτέλους να χαλαρώσει από τα ζόρια που βλέπει να έρχονται. Θα ήταν ίσως καλύτερα εάν ο Γκριν έκοβε την τελευταία σκηνή, η οποία αφαιρεί κάπως από το μακάβριο της υπόθεσης, το γεγονός αυτό όμως δεν μειώνει σε τίποτα την τέρψη που προσφέρει «Ο Δολοφόνος με την Κόκκινη Μάσκα». Κι ας μην καταλαβαίνουμε ποτέ πώς η ελληνική μετάφραση της εποχής «είδε» με τόση σιγουριά το κόκκινο χρώμα της στην… ασπρόμαυρη φωτογραφία του φιλμ!