Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΛΟΧΑΓΟΥ ΜΠΛΕΪΚ (1949)
(THE BIG STEAL)
- ΕΙΔΟΣ: Αστυνομικό Νουάρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντον Σίγκελ
- ΚΑΣΤ: Ρόμπερτ Μίτσαμ, Τζέιν Γκριρ, Γουίλιαμ Μπέντιξ, Πάτρικ Νόουλς, Ραμόν Νοβάρο, Ντον Αλβαράντο
Ο υπολοχαγός του αμερικανικού στρατού Ντιουκ Χάλιντεϊ (Μίτσαμ) καταφθάνει ακτοπλοϊκώς στο καλοκαιρινό Μεξικό. Όχι για διακοπές, αλλά για να ξετρυπώσει έναν κλασάτο απατεώνα ονόματι Τζιμ Φισκ (Νόουλς), ο οποίος έχει αρπάξει το αξιοσέβαστο ποσό των τριακοσίων χιλιάδων δολαρίων και που, ατυχώς για τον Χάλιντεϊ, ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για την φύλαξή του! Το ακόμα χειρότερο για τον Ντιουκ είναι πως το ταξίδι αυτό δεν το κάνει μόνος. Στο κατόπι του έχει τον λοχαγό Βίνσεντ Μπλέικ (Μπέντιξ), ο οποίος τον θεωρεί ως τον μοναδικό υπεύθυνο για την κλοπή και πιστεύει πως η βόλτα στο Μεξικό δεν είναι παρά μέρος του κόλπου που έχει στήσει, ώστε να την «κάνει» όμορφα κι ωραία με την γερή μπάζα των δολαρίων του θείου Σαμ, πίνοντας τεκίλες κάτω από τον καυτό ήλιο, στην υγειά των κορόιδων.
Ο Ντιουκ, όμως, δεν είναι κανένας χθεσινός. Έχοντας μυριστεί έγκαιρα την παρουσία του άτυπου στρατιωτικού ντετέκτιβ, του στήνει κάθε λογής εμπόδια για να τον ξεφορτωθεί, ακολουθώντας την ίδια ώρα ό,τι ίχνη έχει στη διάθεση του. Αγκαζάρει σχεδόν με το ζόρι την Τζόαν Γκρέιαμ (Γκριρ), την γκόμενα του τύπου που μανιωδώς γυρεύει, η οποία κατά σύμπτωση έχει επίσης ανοιχτές οικονομικές παρτίδες με εκείνον, μιας και όπως φαίνεται ο γοητευτικός κατά τα άλλα μίστερ Φισκ δεν αποτελεί και το συνώνυμο της αξιοπιστίας. Οι δυο τους καβαλάνε εύκαιρο αυτοκίνητο και ξεχύνονται σε ένα road trip στην επαρχιακή ενδοχώρα του Μεξικό, μήπως και προλάβουν να κλείσουν μια και καλή όλους τους λογαριασμούς τους, «καθαρίζοντας» παράλληλα το όνομά τους. Θα διαπιστώσουν, όμως, πως αφενός τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως μοιάζουν, αφετέρου η τοπική Αστυνομία αν και υπολείπεται σε μέσα της αμερικανικής, δείχνει ιδιαιτέρως εύστοχη στις εκτιμήσεις της, αποτελώντας έναν extra μπελά γι’ αυτούς.
Δύο χρόνια έπειτα από το φιλμ σημείο αναφοράς για το νουάρ, το «Αμάρτημα του Παρελθόντος» (1947), η εταιρεία RKO είχε την ιδέα να επανενώσει το πρωταγωνιστικό δίδυμο εκείνου (έστω και αν αυτό προέκυψε εν πολλοίς… κατά λάθος – δες τα trivia στο τέλος του κειμένου). Το studio είχε ήδη αγοράσει τα δικαιώματα του pulp διηγήματος του συγγραφέα Ρίτσαρντ Γουόρμσερ «The Road to Carmichael’s», αναθέτοντας την σκηνοθεσία στον φέρελπι νεαρό (τότε) σκηνοθέτη Ντον Σίγκελ, ο οποίος με το ντεμπούτο του («Έγκλημα κα Πλάνη» του 1946) είχε δείξει πως το έχει το είδος και πιθανότατα περίμενε κάτι που θα θύμιζε το κλίμα της προαναφερθείσας ταινίας του Ζακ Τουρνέρ. Το αποτέλεσμα που προέκυψε απείχε από το να χαρακτηριστεί αυθεντικό νουάρ, χωρίς εν τέλει αυτό να αποτελέσει τροχοπέδη ούτε στην αξία, ούτε στην επιτυχία του. Πρόκειται για έναν σχεδόν υβριδικό συνδυασμό screwball κομεντί στο ύφος των ατακαδόρικων ταινιών της εποχής εκείνης του Χάουαρντ Χοκς και του Πρέστον Στέρτζες, με φόντο μία ιστορία απάτης, εγκλήματος και προδοσίας, που ελέω Μέξικο κουβαλάει κι έναν επιπλέον εξωτικό αέρα.
Ο Ντιουκ και η Τζόαν τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα παρά το γεγονός πως αμφότεροι έχουν κοινό στόχο, με τους Μίτσαμ και Γκριρ να επιδεικνύουν ένα άψογο κωμικό (και ενίοτε άκρως σαρκαστικό) timing. Εκείνος εμφανίζεται ως η χαρακτηριστική επιτομή του macho man με την χρυσή καρδιά, καθώς επιμένει να την αποκαλεί υποτιμητικά όχι με το όνομα της αλλά «Chiquita», αντιλαμβανόμενος όμως πως αυτή μάλλον είναι η πλέον κατάλληλη σύντροφος στο οδοιπορικό αναζήτησης του Φισκ. Κι αυτό γιατί η Τζόαν αποδεικνύεται μία άκρως εφευρετική γυναίκα, άσσος στο τιμόνι (κάτι που θα φανεί πολύ χρήσιμο στο μεγάλο οδικό τους ταξίδι) και πάνω απ’ όλα άξια εμπιστοσύνης, ειδικά όταν σε μία τόσο δύσκολη κατάσταση σαν και δαύτη ο καθένας θα (μπορούσε να) κοίταζε την πάρτη του και μόνο. Η περιπλάνηση στην μεξικανική επαρχία έχει κάτι από… Μπουνιουέλ της δεκαετίας του ’50 («Το Ανέβασμα στον Ουρανό» του 1952, λόγου χάρη), η απεικόνιση των ντόπιων αστυνομικών κρύβει μια σφραγίδα γνήσιου λαϊκού σινεμά χωρίς να καταφεύγει σε τουριστικού τύπου γραφικότητες, η σεκάνς αυτοκινητικής καταδίωξης στα απόκρημνα μεξικανικά βουνά δεν έχει και πολλά να ζηλέψει από τις αντίστοιχες του franchise…. «Fast & Furious» (στο πιο retro της, ασφαλώς), το δε τέχνασμα που η Τζόαν σκαρφίζεται για να αποφύγουν χρονοβόρα παράκαμψη στις ερημιές της χώρας, μέχρι και ιταλικό νεορεαλισμό φέρνει στο νου! Κάπου προς το τέλος πέφτουν και οι απαραίτητες πιστολιές, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε, δηλαδή. Και όλα αυτά μέσα σε μόλις εβδομήντα λεπτά διάρκειας! Ουκ εν το πολλώ το ευ, που έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι.