Μεγάλωσες στη δεκαετία του ’80 και χέστηκες αν ο «Πολίτης Κέιν» είναι η σημαντικότερη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου; Είσαι δικός μας! Trash και pop culture αναμνήσεις, εμπειρίες «been there, done that», rewind σε ξεχαρβαλωμένες VHS της εφηβείας. Πιάσε χαρτομάντιλα κι έλα να κλάψουμε παρέα…
ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ (1988)
(THE ACCUSED)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Tζόναθαν Κάπλαν
- ΚΑΣΤ: Τζόντι Φόστερ, Κέλι ΜακΓκίλις, Λίο Ρόσι, Μπέρνι Κόλσον

Η Σάρα είναι μια κοπέλα σαν όλες τις άλλες. Λίγο μοντέρνα, λίγο βλάχα, πολύ τσόκαρο. Ένα βράδυ πάει να πιεί ένα ποτάκι στο συνοικιακό κωλόμπαρο και καταλήγει βιασθείσα (πάνω σ’ ένα φλιπεράκι!) από 3 καουμπόϊδες που την είδαν πεταχτούλα και είπαν να την κεράσουν μια προγαμιαία σχέση. Η Σάρα τους σέρνει στα δικαστήρια, αλλά η δικηγόρος της, η Κάθριν, θέλει να τιμωρήσει όχι μόνο τους βιαστές αλλά και τους φίλους τους που παρευρίσκονταν στο επεισόδιο κι εκτελούσαν cheerleading χρέη.
Η ταινία είναι εκπαιδευτική και πολυεπίπεδη. Καταρχάς, την έδειχναν οι Αμερικάνες μάνες στις ξεβράκωτες κόρες τους που έβγαιναν από το σπίτι τους με σκοπό να καταλήξουν χωρίς σουτιέν και ταυτότητα ημιλιπόθυμες αγκαλιά με μια φώκια στην Αλάσκα. Η προβολή είχε ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς οι κόρες παρέβλεπαν το βιασμό και κρατούσαν το όνειρο του gang bang.
Δεύτερον, η ταινία προβαλλόταν στη λούπα σε όλα τα δικηγορικά γραφεία των Ηνωμένων Πολιτειών με την επισήμανση «Είναι καλύτερη από εσένα η Κέλυ ΜακΓκίλις;»! H Νομική σε όλες τις Πολιτείες μπούκωσε από φοιτήτριες που μοιράζονταν ένα φεμινιστικό όνειρο: να γίνει μια υπόθεσή τους ταινία. Κι ας έπαιζε και η Πία Ζαντόρα.
Τρίτον, η φωτογραφία της Τζόντι Φόστερ με το κοντό μαλλί μοιράστηκε σε όλα τα beauty salons της επικράτειας και τιμωρούσαν με αυτή την κουπ όλες τις πελάτισσες που είτε μιλούσαν ακατάπαυστα, είτε ήταν τσιγγούνες, είτε ζητούσαν έξτρα «πετικιούρ» στις προϊστορικές νυχάρες τους.
«Οι Κατηγορούμενοι» είναι μια ταινία που είχα ξεχάσει. Την είχα δει όταν είχε πρωτοβγεί. Δεν είχε νίντζα, δεν είχε πυροβολισμούς, δεν είχε διαστημόπλοια, δεν είχα υπόβαθρο, τέλος. Με τους τίτλους τέλους μπήκε σ’ εκείνο το κουτάκι του μυαλού όπου αποθηκεύονται όλων των ειδών οι άχρηστες πληροφορίες, όπως π.χ. πώς λεγόταν ο άνδρας της Μάρως Λύτρα που ζούσε στον Καναδά. Μη ζορίζεσαι, «Αχιλλέα» τον έλεγαν.
Ένα βράδυ, όμως, πριν από λίγα χρόνια, η αδελφή μου είχε αργήσει αδικαιολόγητα να γυρίσει από τη βόλτα της. Ούτε στο κινητό απαντούσε, ούτε οι φιλενάδες της ήξεραν πού είναι. Κατά τις 3, που είχα αποδεχτεί πως όλη η περιουσία της οικογενείας θα γινόταν ολοκληρωτικά δική μου και θα την πουλούσα για ν’ ανοίξω το δικό μου πολυτσίρκο, χτύπησε η πόρτα. Ανοίγω και τη βλέπω πατσαβουριασμένη και με μέηκαπ που θα έκλεινε τον Αχιλλέα Χαρίτο σε άσυλο. Κανονικά έπρεπε να την αγκαλιάσω και να ευχαριστήσω το Θεό που το PlayStation είχε αντικαταστήσει τα φλιπεράκια. «Είσαι καλά;», την ρώτησα. «Μια χαρά. Είχα πάει για σουβλάκια», μου απάντησε εκείνη. «Και γιατί είσαι σαν τη Τζόντι Φόστερ;», την ρώτησα χωρίς να το καταλάβω. Και τότε ξαναθυμήθηκα την ταινία.
Αυτό που θυμήθηκα – και αυτό που την έκανε εξαιρετική σε τελική ανάλυση – ήταν ο φόβος που μου είχε δημιουργήσει. Όχι τόσο ο φυσικός φόβος μια εγκληματικής πράξης που μπορεί να συμβεί αλλά η συνενοχή, σιωπηλή ή όχι, του κόσμου. Ο ύπουλος τρόπος που το έγκλημα καμιά φορά μπαίνει στο πετσί μας κι αντί να το αποτρέψουμε το ενθαρρύνουμε. Ξαναβλέποντας την ταινία πρόσφατα, συνειδητοποίησα πόσο εκτός από τη μόδα των 80’s έχουν επιστρέψει στη ζωή μας τέτοιου είδους φόβοι. Και πρέπει να γυρίσουμε 25 χρόνια πίσω, για να σκεφτούμε πως είμαστε στο όριο να βρεθούμε 100 χρόνια παραπίσω.
Υ.Γ. Αγαπητέ αρχισυντάκτη του FREE CINEMA, την τελευταία παράγραφο την έγραψε η διαχειρίστρια που απροειδοποίητα ήρθε να πάρει τα κοινόχρηστα!
Ο αρχισυντάκτης: Κανόνισε να γράψεις και τίποτε Ταρκόφσκι μια μέρα και θα δεις που θα πάει η στήλη σου…